Ποιο είναι το σχέδιο για την Ουκρανία που ο Τραμπ έδωσε στους Ευρωπαίους (Τάρκας Αλέξανδρος)...

 Ποιο είναι το σχέδιο για την Ουκρανία που ο Τραμπ έδωσε στους Ευρωπαίους, Αλέξανδρος ΤάρκαςΗ αμερικανική πρωτοβουλία θέτει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ενώπιον των διλημμάτων αν η Ελλάδα θα συνταχθεί –εν μέρει ή συνολικά– με τη γραμμή των ισχυρών μελών της ΕΕ ή θα παρακολουθήσει το σκεπτικό της δρομολογούμενης «Νέας

Συμφωνίας της Γιάλτας» μεταξύ των προέδρων των ΗΠΑ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Τραμπ και Πούτιν. Κεντρική ιδέα των προτάσεων, που πέραν της Αθήνας έχουν κατατεθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από τις εκεί αμερικανικές πρεσβείες, είναι ότι το μακροπρόθεσμο σχέδιο ειρήνευσης στην Ουκρανία θα διασφαλιστεί με την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων από μέλη της ΕΕ (και όχι των ΗΠΑ) μαζί με πολιτικές και οικονομικές εγγυήσεις των Βρυξελλών προς το Κίεβο.

Με αυτόν τον τρόπο, αφενός οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ (πόσο μάλλον του ΝΑΤΟ) δεν θα βρίσκονται σε γραμμή αντιπαράταξης με τις αντίστοιχες της Ρωσίας, λόγω του κινδύνου για παγκόσμιο πόλεμο που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν, αφετέρου η ΕΕ θα έχει δικαίωμα λόγου και έργων για την “επόμενη ημέρα” στην Ουκρανία και την άμυνα των κρατών-μελών της έναντι της απειλής από τη Μόσχα. Αυτό, άλλωστε, εμφατικά ζητούν, ήδη από τις πρώτες ημέρες της εισβολής, τον Φεβρουάριο του 2022, η Γαλλία, η Γερμανία και ιδίως τα νεότερα-ανατολικά μέλη που γεωγραφικά βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία.

Ουκρανικό: Οι δυσκολίες στο αμερικανικό σχέδιο 

Ασφαλώς, αν προχωρήσει το αμερικανικό σχέδιο, τα πρώτα μείζονα προβλήματα για την Ευρώπη θα είναι οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης και η μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών, όπως γενικότερα απαιτεί ο κ. Τραμπ. Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική πλευρά θεωρεί απαραίτητα τρία στοιχεία για το μακροπρόθεσμο σχέδιο ειρήνευσης:

Πρώτον, λήψη επίσημης και ομόφωνης απόφασης στο ανώτερο θεσμικό επίπεδο της ΕΕ (προφανώς κατόπιν της σύγκλησης έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) για την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας με την –άμεση ή έμμεση– κάλυψη της Ουκρανίας από τις διατάξεις για την Κοινή Ασφάλεια και Άμυνα των “27”. Η εκδοχή της άμεσης προστασίας της Ουκρανίας θα ομοίαζε ή και θα εντασσόταν στα συγκεκριμένα άρθρα της ενοποιημένης Συνθήκης για την ΕΕ (του Οκτωβρίου 2012) για στρατιωτικές επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης (peace-keeping). Η δε εκδοχή της έμμεσης προστασίας θα στηριζόταν σε μια σύνθεση της Συμφωνίας Δεσμεύσεων Ασφαλείας ΕΕ-Ουκρανίας (του Ιουνίου 2024) και των ανάλογων διμερών Συμφωνιών Ασφαλείας του Κιέβου με χώρες-μέλη της ΕΕ.

Μεταξύ άλλων, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία (όλες οι συμφωνίες επίσημα δημοσιοποιημένες από τον Φεβρουάριο του 2024) και η Ελλάδα (υπογραφείσα μεταξύ των Μητσοτάκη και Ζελένσκι τον Οκτώβριο του 2024, χωρίς το κείμενό της να επικυρωθεί από τη Βουλή, όπως στις άλλες χώρες, και χωρίς ποτέ να δοθεί στη δημοσιότητα). Ωστόσο, η αξιοποίηση αυτών των συμφωνιών δεν φαίνεται, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, πολύ πιθανή, καθώς οι αμερικανικές προτάσεις εστιάζονται σε δύναμη «διατήρησης της ειρήνης» και όχι «αποτροπής», όπως αναφέρουν τα περισσότερα διμερή κείμενα με το Κίεβο.

Ουκρανία: Κρίσιμες αποφάσεις για την Ευρώπη

Δεύτερον, η απόφαση των ευρωπαϊκών χωρών –από τη στιγμή που θα έχουν παρασχεθεί οι θεσμικές εγγυήσεις ασφάλειας– για την αποστολή στην Ουκρανία του κατάλληλου αστυνομικού και στρατιωτικού προσωπικού (αντίστοιχα, για επιχειρήσεις ασφάλειας και τήρησης τάξης, και για επιχειρήσεις ελέγχου των συνόρων). Επομένως, τα μέλη της ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα αποστείλουν ή όχι δυνάμεις τους, όπως έχει γίνει με τις νατοϊκές ή ευρύτερα πολυεθνικές επιχειρήσεις (άλλοτε ομόφωνες και άλλοτε καλούμενες των “προθύμων”) στη Βοσνία (SFOR, 1996 ως 2004 και έκτοτε Επιχείρηση “Αλθαία” της ΕΕ), στο Κόσοβο (KFOR, 1999 ως και σήμερα) και το Αφγανιστάν (ISAF, 2001 ως 2014). Ασφαλώς, η λήψη της απόφασης για την αποστολή δυνάμεων «τήρησης της ειρήνης», ενδεχομένως για πάρα πολλά χρόνια πάνω στη συνοριακή γραμμή Ουκρανίας-Ρωσίας, είναι πολύ διαφορετική συγκριτικά με τις περιπτώσεις των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών και του διεθνούς πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Τρίτον, η λήψη μέτρων στήριξης της οικονομίας της Ουκρανίας επιπλέον των αποφάσεων προσωρινού χαρακτήρα που ελήφθησαν τον Ιούνιο του 2024 για την αναστολή εισαγωγικών δασμών και ποσοστώσεων. Στην επίσημη ανακοίνωση της Κομισιόν υπογραμμιζόταν πως με τον τρόπο αυτό «η ΕΕ τηρεί άλλη μια φορά τη δέσμευσή της να παραμείνει δίπλα στην Ουκρανία για όσο διάστημα χρειαστεί. Τα λεγόμενα “Αυτόνομα Εμπορικά Μέτρα” αποτελούν πυλώνα της στήριξης της ΕΕ στην οικονομία της Ουκρανίας, παρέχοντας πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ, εν όψει της αμείλικτης επιθετικότητας της Ρωσίας».

Αν και είναι νωρίς να εκτιμηθεί τι πρόσθετο μπορούν να προσφέρουν οι “27” στο Κίεβο, ίσως κριθεί απαραίτητη η χορήγηση διαδοχικών πακέτων οικονομικής βοήθειας με μεγάλο κόστος για τον κοινοτικό και τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Υπό μία έννοια, πρόκειται για το αντίβαρο στο “δώρο” που θα κάνουν οι ΗΠΑ στους “27”, δίνοντας το προβάδισμα σε ευρωπαϊκούς κατασκευαστικούς ομίλους για τα συμβόλαια ανοικοδόμησης της Ουκρανίας.

Νέο κεφάλαιο για την Αθήνα 

Η κατάθεση των αμερικανικών προτάσεων ανοίγει ουσιαστικά ένα νέο κεφάλαιο για την ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική, που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων από τη ρωσική εισβολή του 2022 ως σήμερα. Αρχικά, ο Μητσοτάκης αδιαφόρησε για την απόρρητη ενημέρωση της πρεσβείας των ΗΠΑ, τον Νοέμβριο του 2021, για την έναρξη του πολέμου εντός τριμήνου, χωρίς να λάβει κανένα μέτρο προετοιμασίας. Αργότερα, για να διορθώσει το λάθος και να αποδείξει την προσήλωσή του στις επιλογές του προέδρου Μπάιντεν, έφτασε στο άλλο άκρο, παρέχοντας υπερβολική (ποιοτικά και ποσοτικά) βοήθεια προς την Ουκρανία. Σε όσες όμως περιπτώσεις οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία ζήτησαν την αποστολή συγκεκριμένου υλικού, η Αθήνα έδωσε πολλές υποσχέσεις που δεν τήρησε.

Ως προς τη Ρωσία, το Μέγαρο Μαξίμου ακολούθησε αλλοπρόσαλλη πολιτική, προβαίνοντας άλλοτε σε ακραίες δηλώσεις και άλλοτε ικανοποιώντας (στο διπλωματικό παρασκήνιο) προξενικά και άλλα αιτήματα. Η αντιφατική αυτή πολιτική προκάλεσε δυσαρέσκεια των δυτικών συμμάχων, χωρίς να πετύχει ταυτόχρονα τον στόχο του (καθυστερημένου) κατευνασμού της Μόσχας. Στο εξής, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα για τον Έλληνα πρωθυπουργό.

Αντί της επιλογής μεταξύ της «σωστής πλευράς της Ιστορίας» και της λανθασμένης (εύκολη απόφαση, όταν πρέπει να καταδικάσεις μια εισβολή), ο κ. Μητσοτάκης καλείται να ισορροπήσει μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, αλλά και εντός της ΕΕ με τα αντικρουόμενα συμφέροντα πολλών μελών της. Χρονικά, ο πρώτος σκόπελος είναι η υιοθέτηση της 16ης δέσμης κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας, στις 24 Φεβρουαρίου. Η κυβέρνηση αναμένεται να αποδεχθεί το σύνολό τους, χωρίς να καταφέρει να κατοχυρώσει τα ειδικότερα ελληνικά συμφέροντα για τη ναυτιλία, τις εισαγωγές αλουμινίου και την προσωρινή αποθήκευση πετρελαίου ρωσικής προέλευσης.

Η απόφαση για τη συμμετοχή ή μη της Ελλάδας σε μια επιχείρηση της ΕΕ στην Ουκρανία θα ληφθεί από το ΚΥΣΕΑ. Ωστόσο, σε ανάλογα θέματα που ξεπερνούν τον χρονικό ορίζοντα της τετραετίας και θα επηρεάζουν τα συμφέροντα της χώρας επί μακρόν απαιτείται ευρύτερη συναίνεση. Η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει πλήρως τα κόμματα και, από την πλευρά της, η αντιπολίτευση να επιδείξει αίσθημα ευθύνης. Το λογικό θα ήταν να συγκληθεί Συμβούλιο Αρχηγών, αλλά ο άτυπος αυτός θεσμός δεν είναι της αρεσκείας του πρωθυπουργού, υπό την ανησυχία ότι θα κλονιστεί η εικόνα της μονοκρατορίας του, ειδικά μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και τα δυσμενή γκάλοπ ως σήμερα.

Επίσης, η απερχόμενη Πρόεδρος Δημοκρατίας δεν κατάφερε να αποκτήσει το κύρος για παρόμοιες ενωτικές πρωτοβουλίες, ενώ με την όλη πολιτεία της δίχασε ακόμα και την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Ομοίως, μετά τα μέσα Μαρτίου είναι αμφίβολο αν ο νεοεκλεγείς Κωνσταντίνος Τασούλας θα μπορούσε να προεδρεύσει, με παραγωγικό και αποτελεσματικό τρόπο, σε Συμβούλιο Αρχηγών, λαμβάνοντας υπόψη το μονοκομματικό προφίλ του και τη στάση της αντιπολίτευσης απέναντί του για την υπόθεση των Τεμπών.

 slpress.gr