1. Το διεθνές πλαίσιο
Σήμερα η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα: Ένας
ελεγχόμενος προς το παρόν εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που
μπορεί όμως ανά πάσα στιγμή να καταστεί ανεξέλεγκτος. Μια ηπιότερη μεν
εμπορική διένεξη ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης που κινδυνεύει όμως, σε
συνδυασμό με τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, να ρίξει
την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, τη γερμανική, σε ύφεση.
Μια εντεινόμενη προσπάθεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών να σφραγίσουν τα σύνορά τους στους μετανάστες. Και τέλος, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακόμη και οι πιο διαπρύσιοι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης παραδέχονται ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.
Πώς από τη χρυσή εποχή των πρώτων δεκαετιών μεταπολεμικής ανάπτυξης φθάσαμε στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και μετέπειτα στην κρίση της; Και πώς τοποθετείται η Ελλάδα σ’ αυτό το πλαίσιο;
Το 1944 συνάφθηκε η συμφωνία του Bretton Woods που στο επίκεντρό της βρισκόταν η θέσπιση ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών. Η φιλοσοφία της συμφωνίας αυτής ήταν η πεποίθηση ότι ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί το διεθνές εμπόριο και οι επενδύσεις μακροπρόθεσμα ήταν η διασφάλιση της ευρωστίας των εθνικών οικονομιών. Οι επί μέρους χώρες θα άνοιγαν τα σύνορά τους μόνον στην έκταση που αυτό το άνοιγμα δεν θα διατάρασσε την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό τους και τη συνοχή τους.
Από το 1980 και μετά αρχίζει να απελευθερώνεται η κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών και να «απορρυθμίζεται» ο χρηματοπιστωτικός τομέας γενικότερα, με τη δημιουργία ολοένα και περισσότερων περίτεχνων, αλλά και σαθρών, όπως αποδείχθηκε, πιστωτικών προϊόντων. Η παγκοσμιοποίηση καθίσταται τώρα ο αδιαμφισβήτητος στόχος. Οι εθνικές οικονομίες θεωρούνται πλέον απλά μέσα για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Η διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς αναγορεύεται σε θεμελιώδη μοχλό ανάπτυξης.Οι εθνικές οικονομίες εκκαλούντο να ενθαρρύνουν πάση θυσία τις εξαγωγές τους και να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις ακόμη και αν αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο οικονομικής αστάθειας.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί πάντως ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ήταν σαφώς χαμηλότεροι από εκείνους της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Η υπερχρέωση ιδιωτών και κρατών συντηρούσε τεχνητά την ανάπτυξη και συγκάλυπτε την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τις ασθενείς επιδόσεις των άλλων – πλην του χρηματοπιστωτικού – τομέων της οικονομίας.
2. Οι δύο φάσεις της μεταπολεμικής ανάπτυξης στην Ελλάδα
Στην ελληνική περίπτωση η χρυσή εποχή της μεταπολεμικής ανάπτυξης διέφερε απ’ αυτή των χωρών του κέντρου του συστήματος σε δύο κυρίως σημεία. Η εντυπωσιακή για τα ελληνικά δεδομένα εκβιομηχάνιση που σημειώθηκε μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου στηρίχθηκε στους δασμούς επί των εισαγομένων προϊόντων και στο χαμηλό εργατικό κόστος. Η εκβιομηχάνιση ακολούθησε κατά τα άλλα το γνωστό την περίοδο αυτή μοντέλο υποκατάστασης των εισαγωγών. Ένα δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση ήταν ότι το κράτος μέσα από ένα πολυσύνθετο πλέγμα ρυθμίσεων θα στηρίξει την αναπαραγωγή της μικρής ιδιοκτησίας και επιχειρηματικότητας. Γίνεται λόγος για αναπαραγωγή, διότι το μεγάλο οικονομικό και πολιτικό βάρος της μικρής ιδιοκτησίας αποτέλεσε βασική ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από τα πρώτα, μετά την επανάσταση του 1821, χρόνια.
Αν το ελληνικό κράτος ανταποκρίθηκε σ’ ένα σχετικά ικανοποιητικό βαθμό στο ρόλο του ως αναπτυξιακός μοχλός στην πρώτη φάση της μεταπολεμικής ανάπτυξης, δεν μπόρεσε να κινηθεί με την ίδια επάρκεια στην επόμενη φάση, στην περίοδο δηλαδή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Πού οφείλεται η αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στο νέο του ρόλο, να διασφαλίσει δηλαδή μία βαθμιαία και ελεγχόμενη διεθνοποίηση της εγχώριας οικονομίας; Ορισμένοι τονίζουν ότι η κρίση του 1973 που σηματοδότησε την εξάντληση του μοντέλου ανάπτυξης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (με την ανάδυση του στασιμοπληθωρισμού) συνέπεσε με την πτώση της χούντας. Πτώση που συνοδεύθηκε από την εμφάνιση έντονων οικονομικών διεκδικήσεων που οδήγησαν στην αύξηση του εργατικού κόστους, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η Ελλάδα υιοθέτησε κεϋνσιανές πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος για να κατευνάσει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και να ενσωματώσει ειρηνικά τα λαϊκά στρώματα στην εθνική ζωή. Και όλα αυτά σε μια εποχή που αυτές οι πολιτικές είχαν αρχίσει να καθίστανται «ντεμοντέ» στην αναπτυγμένη Δύση, στα πλαίσια του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού.
Από το 1985 και εντεύθεν, οι ελληνικές ελίτ στράφηκαν διστακτικά και με κεϋνσιανά διαλείμματα, υποτροπές και παλινδρομήσεις προς τον νεοφιλελευθερισμό (ιδιωτικοποιήσεις, περιοριστική εισοδηματική πολιτική, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας). Αποκαταστάθηκε έτσι σε κάποιο βαθμό η κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά ποτέ δεν έφθασε στο ύψος των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, με εξαίρεση κάποιους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, όπως θα φανεί παρακάτω.
Δεν επρόκειτο όμως απλώς και μόνον για διστακτική στροφή στον νεοφιλελευθερισμό. Διότι κατ’ αρχήν στην ελληνική περίπτωση η παραγωγική συρρίκνωση που άρχισε να παρουσιάζεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (πριν την ένταξη δηλαδή στην ΕΟΚ) με τη σταδιακή μετατροπή, για παράδειγμα, των περισσότερων παραδοσιακών βιομηχανιών σε «προβληματικές», δεν βρήκε μια αντιρρόπηση και αντιστάθμιση με τη δημιουργία νέων βιομηχανιών που να ενσωματώνουν τεχνολογικές καινοτομίες, όπως συνέβη σε άλλες χώρες.
Τι προέκυψε και δεν μπόρεσε η Ελλάδα να επιδοθεί σε νέες ανταγωνιστικές παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες; Αρκετοί αποδίδουν την ελληνική αδυναμία στον επιθετικό συντεχνιασμό, στην ατροφία και διάβρωση του παραγωγικού ήθους, στην υπερκατανάλωση εισαγομένων και όχι πλέον εγχώριων προϊόντων και τέλος στον αδιάλλακτο κτητικό ατομικισμό που χαρακτήρισαν την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Τα υπαρκτά αυτά παρακμιακά φαινόμενα αποτελούν την οικονομική όψη της «αλλά ελληνικά» στροφής προς τον μεταμοντέρνο μηδενισμό. Δεν θα μπορούσαν βέβαια να γιγαντωθούν χωρίς την αποφασιστική συμβολή του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Όντως, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Δύση, τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και την πρώτη του 21ου το μεταμοντέρνο άτομο ζει αγνοώντας ότι διαβιώνει σε κοινωνία. Στη Δύση όμως τα πολιτικά πάθη μαράθηκαν και επικράτησε η ειρήνη της ευζωίας. Μια νέα εκδοχή της ελευθερίας, η ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας από κάθε είδους κανονιστικά πλαίσια, ανήλθε στο προσκήνιο. Αυτού του είδους η μηδενιστική ελευθερία υπερφαλάγγισε την παραδοσιακή αστική ελευθερία της ιδιωτικής ανεξαρτησίας και την αμφιλεγόμενη σοσιαλιστική (που χωρίς να συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις φιλοδόξησε να συναρθρώσει και τους τρεις αναβαθμούς της ελευθερίας, την ιδιωτική, την κοινωνική και την πολιτική).
Στην ελληνική περίπτωση όμως τα πολιτικά πάθη κάθε άλλο παρά ατρόφησαν. Τα παρακμιακά και εκφυλιστικά φαινόμενα γιγαντώθηκαν στα πλαίσια ενός κατά διαστήματα θορυβώδους και φατριαστικού διαγκωνισμού και διελκυστίνδας, μεταξύ της δεξιάς και της κεντροαριστεράς, για το ποια πολιτική δύναμη θα εγγυηθεί και θα προωθήσει παροχές χωρίς παραγωγικό υπόβαθρο, με την αριστερά να μην βαρύνεται μεν με κυβερνητικές ευθύνες, αλλά να πλειοδοτεί σε οικονομικές διεκδικήσεις και να έχει χάσει το παλαιό παραγωγικό της ήθος. Στην εικόνα αυτή πρέπει να προστεθεί η διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού με το μεγάλο κεφάλαιο και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις της.
Πράγματι, το πελατειακό πολιτικό σύστημα καλλιέργησε και ενθάρρυνε στον χώρο της οικονομίας έναν δυστροφικό δυϊσμό ανάμεσα σε έναν συρρικνούμενο ή έστω στάσιμο παραγωγικό τομέα (μεταποίηση, γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία, ορυχεία, τεχνολογίες αιχμής) και σε έναν ολοένα διογκούμενο μη εκτιθέμενο στον διεθνή ανταγωνισμό τομέα (δημόσια διοίκηση, τράπεζες, εμπόριο, οικοδομή και δημόσια έργα). Καθώς οι δύο αυτοί τομείς χαρακτηρίζονται από ανισότητες αμοιβών και κερδών, δημιουργούνται στρεβλά κίνητρα και για τους εργαζόμενους και για τους επιχειρηματίες. Στους μεν εργαζόμενους δημιουργείται το κίνητρο να διορισθούν πάση θυσία στο Δημόσιο (υψηλότερες αμοιβές, μονιμότητα, χαλαρά εργασιακά ήθη), στους δε επιχειρηματίες να γίνουν με οποιονδήποτε τρόπο προμηθευτές του Δημοσίου ή εργολάβοι δημοσίων έργων, μηδενίζοντας σχεδόν το επιχειρηματικό ρίσκο και εξασφαλίζοντας σίγουρα και υψηλά κέρδη.
Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν ήταν βιώσιμη μεσομακροπρόθεσμα. Ο υπερδανεισμός του Κράτους συγκάλυπτε τις δομικές ανεπάρκειες της οικονομίας και συντηρούσε την υπερκατανάλωση. Όταν όμως η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπήκε σε κρίση, οι στρόφιγγες της απλόχερης δανειοδότησης του ελληνικού κράτους έκλεισαν απότομα και το όλο σαθρό οικοδόμημα άρχισε να καταρρέει.
Η δημοσιονομική κρίση ήταν πάντως σύμπτωμα και όχι βασική αιτία της χρεοκοπίας. Η θέση ότι η ελληνική παθογένεια συνδέεται αποκλειστικά και μόνον με τη δημοσιονομική ασωτία των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, που αξιοποίησαν τα προ κρίσης χαμηλά επιτόκια, δεν ευσταθεί. Το πρόβλημα σχετιζόταν κυρίως με την παραγωγική συρρίκνωση και το μεγάλο παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας.
Συνολικά, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, λοιπόν, το μεν ξένο κεφάλαιο κατά βάσιν αποεπενδύει, το εγχώριο φοβούμενο τον διεθνή ανταγωνισμό και θέλοντας να αξιοποιήσει τη θαλπωρή της κρατικής αγκάλης «δραπετεύει» και «κρύβεται» στον προστατευμένο από τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ οι μικροεπιχειρηματίες ακολουθούν και αυτοί το ρεύμα μετατοπιζόμενοι σε παρασιτικές δραστηριότητες (π.χ. από την βιοτεχνία ένδυσης, υπόδησης και τροφίμων στο μικρεμπόριο εισαγομένων).
3. Η περίοδος των μνημονίων
Στην περίοδο που ακολούθησε, στην «περίοδο των μνημονίων», το εγχώριο πολιτικό προσωπικό επέδειξε και πάλι χαρακτηριστική αδυναμία να συλλάβει και να εφαρμόσει, έστω και αργά, ένα σχέδιο εθνικής ανόρθωσης, με δική του πρωτοβουλία.
Η πίεση για «μεταρρυθμίσεις», η πίεση άκριτης και βίαιης προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα, υπήρξε εισαγόμενη, μέσω τρόικας. Οι πολιτικοί εφάρμοζαν πρόθυμα τα «προγράμματα στήριξης», τα μνημόνια, αλλά σπάνια προσπάθησαν να τα δικαιολογήσουν στους πολίτες. Αντίθετα, συχνά τα παρουσίαζαν σαν αναγκαίο κακό που επιβάλλεται στη χώρα από τους ισχυρούς ξένους. Η τακτική αυτή απέβλεπε, μεταξύ των άλλων, στην ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους.
Οι κυβερνήσεις, την περίοδο των μνημονίων δεν έλαβαν, λοιπόν, μέτρα ανάταξης της χώρας. Έκοψαν απλώς δαπάνες και αύξησαν τους φόρους αποκαθιστώντας μια ισορροπία στα δημόσια οικονομικά, ενώ επέβαλαν και κάποιες μεταρρυθμίσεις, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η αναμόρφωση και η ανεξαρτητοποίηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Το βαθύ πελατειακό κράτος επιβίωσε και αναπαράχθηκε όμως στις νέες συνθήκες. Η τρόικα άφησε το πολιτικό σύστημα ανέγγιχτο και τα προνόμια του πολιτικού προσωπικού άθικτα, ώστε να της γίνει απρόσκοπτα «η βρώμικη δουλειά».
Η μεγαλύτερη απώλεια στην περίοδο της κρίσης ήταν η φυγή ταλαντούχων νέων στο εξωτερικό (500.000) καθώς το καθεστώς της αναξιοκρατίας δεν ανατράπηκε και οι ευκαιρίες για δημιουργική δουλειά με καλές αποδοχές παρέμειναν σπάνιες.
4. Η διάσωση του μικροϊδιοκτητικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας
Μετά τη λήξη και του τρίτου μνημονίου γίνεται προσπάθεια να προσελκυσθούν ξένες επενδύσεις. Προς το παρόν όμως μόνον ο τουρισμός και η αγορά ακινήτων προσελκύει ξένες επενδύσεις.
Για μια αποφασιστική στροφή προς νέες παραγωγικές δραστηριότητες (στην μεταποίηση και αλλού) κάθε άλλο παρά φθάνουν οι φοροελαφρύνσεις που προωθεί η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας. Επιπλέον, η στροφή προς παραγωγικές δραστηριότητες ούτε πρέπει ούτε μπορεί να μονοπωληθεί από μεγάλες και μόνον επιχειρήσεις, ξένες ή εγχώριες.
Για ορισμένους, η μαζική εμμονή στην μικροεπιχειρηματικότητα που χαρακτηρίζει την εθνική μας οικονομία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Γι’ αυτούς, η εμπέδωση «ορθολογικών» παραγωγικών σχέσεων και η κυριαρχία τυπικών μορφών καπιταλισμού προϋποθέτει τον «θάνατο του εμποράκου», την υπαγωγή δηλαδή της πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων σε καθεστώς εξαρτημένης μισθωτής εργασίας. Η καπιταλιστική «εκλογίκευση» πρέπει να κατατείνει στην προλεταριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία βέβαια ότι η μικροεπιχειρηματικότητα απέκτησε από ένα σημείο και μετά παρασιτικά κατά βάσιν χαρακτηριστικά, με εξαίρεση σ’ ένα βαθμό τους τομείς της γεωργίας και του τουρισμού. Ότι η καθολική αντίσταση στην προλεταριοποίηση πήρε στρεβλές μορφές, υποβοηθούντος και του προβληματικού πολιτικού συστήματος.
Αντί όμως να εξαπολύονται μύδροι κατά των μικρών επιχειρήσεων, θα πρέπει να εξετασθεί πώς θα μπορούσε να «αποπαρασιτικοποιηθεί» ο χώρος τους, πως θα μπορούσε να υπάρξει μετατόπιση, για παράδειγμα, από το ευρύτατα διαδεδομένο πριν την κρίση μικρεμπόριο εισαγομένων (που φθίνει), προς παραγωγικές μικρές επιχειρήσεις στο χώρο της μεταποίησης. Η μικρή κλίμακα δεν είναι πάντοτε μειονέκτημα. Οι νέες τεχνολογίες δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μικροεπιχειρηματία να πληροφορείται για νέες τεχνικές και να έρχεται εύκολα σε επαφή με τους προμηθευτές του και τους δυνητικούς πελάτες του, όσο μακριά και αν βρίσκονται. Ένας άλλος τρόπος υπέρβασης των μειονεκτημάτων της μικρής κλίμακας είναι η ανάπτυξη ενός νέου – υγιούς συνεταιριστικού κινήματος στον τομέα της γεωργικής παραγωγής, στον αντίποδα βέβαια των παραδοσιακών κομματικοποιημένων και χρεοκοπημένων συνεταιρισμών.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: Αν οι ίδιοι οι μικροεπιχειρηματίες μπορούν από μόνοι τους να αναλάβουν εξυγιαντικές πρωτοβουλίες, τι μπορεί να κάνει το κράτος με τη σειρά του γι’ αυτούς;
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τους μικρούς εξαγωγείς. Οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι η περιορισμένη χρηματοδότηση και οι χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ως προς το πρώτο ζήτημα, αυτό της χρηματοδότησης, πέραν της βελτίωσης του μηχανισμού χορήγησης κρατικών κονδυλίων για την ενίσχυση των εξαγωγών και της γρήγορης επιστροφής ΦΠΑ, απαραίτητη είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, ώστε να διασφαλισθεί φθηνή τραπεζική χρηματοδότηση.
Όσον αφορά τώρα το δεύτερο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι μικροί εξαγωγείς, τη γραφειοκρατία, πολλά μπορούν να γίνουν ξεκινώντας από τη συντόμευση και απλούστευση των διαδικασιών.
Συνολικά, πάντως, η «αποπαρασιτικοποίηση» και εξυγίανση προϋποθέτει μια κοινωνική και πολιτισμική ανατροπή ενταγμένη σ’ ένα ευρύτερο κίνημα αναγέννησης του Ελληνισμού. Στα πλαίσια ενός τέτοιου ανορθωτικού κινήματος η παραγωγική ανασύνταξη θα πρέπει να συνοδευθεί και να στηριχθεί και από τη θεσμική αναβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών. Δεν απαιτείται όμως απλώς και μόνο διοικητική υποστήριξη τεχνικού χαρακτήρα στις αναλαμβανόμενες παραγωγικές πρωτοβουλίες. Πρέπει παράλληλα να αναδειχθεί σε ευκρινή πολιτικό στόχο η ανάγκη διάσωσης του μικροϊδιοκτητικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, μέσω της εξυγίανσής του.
Εμπόδιο τελικά στη διάσωση των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι μόνον οι μεγάλες επιχειρήσεις, που όντως εγκαθιστούν φραγμούς εισόδου στις νέες επιχειρήσεις αγαθών και υπηρεσιών, αλλά προπαντός η μετριοκρατία, η κυριαρχία των άσχετων ή και των φαύλων στους κρατικούς μηχανισμούς και λιγότερο στην κοινωνική βάση, καθώς και η απουσία σχετικού πολιτικού σχεδιασμού. Η ασχετοσύνη και η φαυλότητα πάντως μακράν του να είναι απλώς φθοροποιά ατομικά χαρακτηριστικά κάποιων, παραπέμπουν σ’ ένα ευρύτερο έλλειμμα αυτοκυβερνητικής ικανότητας, έλλειμμα που συνδέεται με τη σειρά του με κενό συλλογικότητας, με αδυναμία για παράδειγμα να γίνει αντιληπτό ακόμη και το πλέον στοιχειώδες και ωφελιμιστικό επιχείρημα, ότι δηλαδή η ατομική ευζωία περνάει μέσα από την ευρωστία της εθνικής οικονομίας (για τους περισσότερους και όχι για όλους, βέβαια, και μεσομακροπρόθεσμα).
5. Επίλογος
Η παραπάνω αλήθεια, η συσχέτιση και σύνδεση της ατομικής ευζωίας με την εθνική ευρωστία, μπόρεσε να γίνει αντιληπτή από ένα μέρος της κοινής γνώμης, μέσα από το πέρασμα «δια πυρός και σιδήρου» από τη δεκαετία της κρίσης, τη δεκαετία του 2010. Μέχρι να γίνει αντιληπτή όμως, η χώρα μπήκε σε επικίνδυνη οικονομική περιπέτεια, ενώ η πρωτοβουλία των κινήσεων για τη διαχείριση των οικονομικών πέρασε στους ξένους, που είχαν όμως τις δικές τους στοχεύσεις και προτεραιότητες και τα δικά τους συμφέροντα. Σήμερα σημειώνεται, εν πάση περιπτώσει, μια κάποια ωρίμανση της κοινής γνώμης ως προς την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα γεωπολιτικά και εθνικά θέματα. Παρακολουθούμε με αμηχανία και απορία ανάμικτη με φόβο, τις εντεινόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας και διεθνώς: τη διόγκωση των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα μας στα πλαίσια της αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή και ως όπλο του Ερντογάν για να αποσπάσει κατ’ αρχήν παραχωρήσεις από μέρους μας σε άλλα μέτωπα, την όξυνση της αναθεωρητικής και επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας, τις τουλάχιστον προβληματικές σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας και τη στροφή της τελευταίας προς τη Ρωσία, την επάνοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες και τη γενικότερη ισχυροποίησή της, την ανάδειξη της Κίνας σε υπερδύναμη και μάλιστα όχι μόνον οικονομική και με δυο λόγια την αποδυνάμωση της Δύσης που αποκαλύφθηκε περίτρανα από τον τρόπο που χειρίσθηκε την τουρκική εισβολή στη Β. Συρία.
Φαίνεται, λοιπόν, να μην υπάρχει προς το παρόν ο απαραίτητος πνευματικός και πολιτικός εξοπλισμός, για να επεξεργασθούμε τις παραπάνω εξελίξεις και να βρούμε έναν τρόπο να τοποθετήσουμε τη χώρα ενεργητικά και όχι παθητικά μέσα στον σύγχρονο κόσμο, πράγμα που δεν είναι πολυτέλεια αλλά όρος εθνικής επιβίωσης.
Πηγές:
Μια εντεινόμενη προσπάθεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών να σφραγίσουν τα σύνορά τους στους μετανάστες. Και τέλος, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακόμη και οι πιο διαπρύσιοι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης παραδέχονται ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.
Πώς από τη χρυσή εποχή των πρώτων δεκαετιών μεταπολεμικής ανάπτυξης φθάσαμε στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και μετέπειτα στην κρίση της; Και πώς τοποθετείται η Ελλάδα σ’ αυτό το πλαίσιο;
Το 1944 συνάφθηκε η συμφωνία του Bretton Woods που στο επίκεντρό της βρισκόταν η θέσπιση ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών. Η φιλοσοφία της συμφωνίας αυτής ήταν η πεποίθηση ότι ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί το διεθνές εμπόριο και οι επενδύσεις μακροπρόθεσμα ήταν η διασφάλιση της ευρωστίας των εθνικών οικονομιών. Οι επί μέρους χώρες θα άνοιγαν τα σύνορά τους μόνον στην έκταση που αυτό το άνοιγμα δεν θα διατάρασσε την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό τους και τη συνοχή τους.
Από το 1980 και μετά αρχίζει να απελευθερώνεται η κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών και να «απορρυθμίζεται» ο χρηματοπιστωτικός τομέας γενικότερα, με τη δημιουργία ολοένα και περισσότερων περίτεχνων, αλλά και σαθρών, όπως αποδείχθηκε, πιστωτικών προϊόντων. Η παγκοσμιοποίηση καθίσταται τώρα ο αδιαμφισβήτητος στόχος. Οι εθνικές οικονομίες θεωρούνται πλέον απλά μέσα για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Η διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς αναγορεύεται σε θεμελιώδη μοχλό ανάπτυξης.Οι εθνικές οικονομίες εκκαλούντο να ενθαρρύνουν πάση θυσία τις εξαγωγές τους και να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις ακόμη και αν αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο οικονομικής αστάθειας.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί πάντως ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ήταν σαφώς χαμηλότεροι από εκείνους της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Η υπερχρέωση ιδιωτών και κρατών συντηρούσε τεχνητά την ανάπτυξη και συγκάλυπτε την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τις ασθενείς επιδόσεις των άλλων – πλην του χρηματοπιστωτικού – τομέων της οικονομίας.
2. Οι δύο φάσεις της μεταπολεμικής ανάπτυξης στην Ελλάδα
Στην ελληνική περίπτωση η χρυσή εποχή της μεταπολεμικής ανάπτυξης διέφερε απ’ αυτή των χωρών του κέντρου του συστήματος σε δύο κυρίως σημεία. Η εντυπωσιακή για τα ελληνικά δεδομένα εκβιομηχάνιση που σημειώθηκε μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου στηρίχθηκε στους δασμούς επί των εισαγομένων προϊόντων και στο χαμηλό εργατικό κόστος. Η εκβιομηχάνιση ακολούθησε κατά τα άλλα το γνωστό την περίοδο αυτή μοντέλο υποκατάστασης των εισαγωγών. Ένα δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση ήταν ότι το κράτος μέσα από ένα πολυσύνθετο πλέγμα ρυθμίσεων θα στηρίξει την αναπαραγωγή της μικρής ιδιοκτησίας και επιχειρηματικότητας. Γίνεται λόγος για αναπαραγωγή, διότι το μεγάλο οικονομικό και πολιτικό βάρος της μικρής ιδιοκτησίας αποτέλεσε βασική ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από τα πρώτα, μετά την επανάσταση του 1821, χρόνια.
Αν το ελληνικό κράτος ανταποκρίθηκε σ’ ένα σχετικά ικανοποιητικό βαθμό στο ρόλο του ως αναπτυξιακός μοχλός στην πρώτη φάση της μεταπολεμικής ανάπτυξης, δεν μπόρεσε να κινηθεί με την ίδια επάρκεια στην επόμενη φάση, στην περίοδο δηλαδή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Πού οφείλεται η αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στο νέο του ρόλο, να διασφαλίσει δηλαδή μία βαθμιαία και ελεγχόμενη διεθνοποίηση της εγχώριας οικονομίας; Ορισμένοι τονίζουν ότι η κρίση του 1973 που σηματοδότησε την εξάντληση του μοντέλου ανάπτυξης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (με την ανάδυση του στασιμοπληθωρισμού) συνέπεσε με την πτώση της χούντας. Πτώση που συνοδεύθηκε από την εμφάνιση έντονων οικονομικών διεκδικήσεων που οδήγησαν στην αύξηση του εργατικού κόστους, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η Ελλάδα υιοθέτησε κεϋνσιανές πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος για να κατευνάσει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και να ενσωματώσει ειρηνικά τα λαϊκά στρώματα στην εθνική ζωή. Και όλα αυτά σε μια εποχή που αυτές οι πολιτικές είχαν αρχίσει να καθίστανται «ντεμοντέ» στην αναπτυγμένη Δύση, στα πλαίσια του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού.
Από το 1985 και εντεύθεν, οι ελληνικές ελίτ στράφηκαν διστακτικά και με κεϋνσιανά διαλείμματα, υποτροπές και παλινδρομήσεις προς τον νεοφιλελευθερισμό (ιδιωτικοποιήσεις, περιοριστική εισοδηματική πολιτική, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας). Αποκαταστάθηκε έτσι σε κάποιο βαθμό η κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά ποτέ δεν έφθασε στο ύψος των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, με εξαίρεση κάποιους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, όπως θα φανεί παρακάτω.
Δεν επρόκειτο όμως απλώς και μόνον για διστακτική στροφή στον νεοφιλελευθερισμό. Διότι κατ’ αρχήν στην ελληνική περίπτωση η παραγωγική συρρίκνωση που άρχισε να παρουσιάζεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (πριν την ένταξη δηλαδή στην ΕΟΚ) με τη σταδιακή μετατροπή, για παράδειγμα, των περισσότερων παραδοσιακών βιομηχανιών σε «προβληματικές», δεν βρήκε μια αντιρρόπηση και αντιστάθμιση με τη δημιουργία νέων βιομηχανιών που να ενσωματώνουν τεχνολογικές καινοτομίες, όπως συνέβη σε άλλες χώρες.
Τι προέκυψε και δεν μπόρεσε η Ελλάδα να επιδοθεί σε νέες ανταγωνιστικές παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες; Αρκετοί αποδίδουν την ελληνική αδυναμία στον επιθετικό συντεχνιασμό, στην ατροφία και διάβρωση του παραγωγικού ήθους, στην υπερκατανάλωση εισαγομένων και όχι πλέον εγχώριων προϊόντων και τέλος στον αδιάλλακτο κτητικό ατομικισμό που χαρακτήρισαν την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Τα υπαρκτά αυτά παρακμιακά φαινόμενα αποτελούν την οικονομική όψη της «αλλά ελληνικά» στροφής προς τον μεταμοντέρνο μηδενισμό. Δεν θα μπορούσαν βέβαια να γιγαντωθούν χωρίς την αποφασιστική συμβολή του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Όντως, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Δύση, τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και την πρώτη του 21ου το μεταμοντέρνο άτομο ζει αγνοώντας ότι διαβιώνει σε κοινωνία. Στη Δύση όμως τα πολιτικά πάθη μαράθηκαν και επικράτησε η ειρήνη της ευζωίας. Μια νέα εκδοχή της ελευθερίας, η ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας από κάθε είδους κανονιστικά πλαίσια, ανήλθε στο προσκήνιο. Αυτού του είδους η μηδενιστική ελευθερία υπερφαλάγγισε την παραδοσιακή αστική ελευθερία της ιδιωτικής ανεξαρτησίας και την αμφιλεγόμενη σοσιαλιστική (που χωρίς να συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις φιλοδόξησε να συναρθρώσει και τους τρεις αναβαθμούς της ελευθερίας, την ιδιωτική, την κοινωνική και την πολιτική).
Στην ελληνική περίπτωση όμως τα πολιτικά πάθη κάθε άλλο παρά ατρόφησαν. Τα παρακμιακά και εκφυλιστικά φαινόμενα γιγαντώθηκαν στα πλαίσια ενός κατά διαστήματα θορυβώδους και φατριαστικού διαγκωνισμού και διελκυστίνδας, μεταξύ της δεξιάς και της κεντροαριστεράς, για το ποια πολιτική δύναμη θα εγγυηθεί και θα προωθήσει παροχές χωρίς παραγωγικό υπόβαθρο, με την αριστερά να μην βαρύνεται μεν με κυβερνητικές ευθύνες, αλλά να πλειοδοτεί σε οικονομικές διεκδικήσεις και να έχει χάσει το παλαιό παραγωγικό της ήθος. Στην εικόνα αυτή πρέπει να προστεθεί η διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού με το μεγάλο κεφάλαιο και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις της.
Πράγματι, το πελατειακό πολιτικό σύστημα καλλιέργησε και ενθάρρυνε στον χώρο της οικονομίας έναν δυστροφικό δυϊσμό ανάμεσα σε έναν συρρικνούμενο ή έστω στάσιμο παραγωγικό τομέα (μεταποίηση, γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία, ορυχεία, τεχνολογίες αιχμής) και σε έναν ολοένα διογκούμενο μη εκτιθέμενο στον διεθνή ανταγωνισμό τομέα (δημόσια διοίκηση, τράπεζες, εμπόριο, οικοδομή και δημόσια έργα). Καθώς οι δύο αυτοί τομείς χαρακτηρίζονται από ανισότητες αμοιβών και κερδών, δημιουργούνται στρεβλά κίνητρα και για τους εργαζόμενους και για τους επιχειρηματίες. Στους μεν εργαζόμενους δημιουργείται το κίνητρο να διορισθούν πάση θυσία στο Δημόσιο (υψηλότερες αμοιβές, μονιμότητα, χαλαρά εργασιακά ήθη), στους δε επιχειρηματίες να γίνουν με οποιονδήποτε τρόπο προμηθευτές του Δημοσίου ή εργολάβοι δημοσίων έργων, μηδενίζοντας σχεδόν το επιχειρηματικό ρίσκο και εξασφαλίζοντας σίγουρα και υψηλά κέρδη.
Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν ήταν βιώσιμη μεσομακροπρόθεσμα. Ο υπερδανεισμός του Κράτους συγκάλυπτε τις δομικές ανεπάρκειες της οικονομίας και συντηρούσε την υπερκατανάλωση. Όταν όμως η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπήκε σε κρίση, οι στρόφιγγες της απλόχερης δανειοδότησης του ελληνικού κράτους έκλεισαν απότομα και το όλο σαθρό οικοδόμημα άρχισε να καταρρέει.
Η δημοσιονομική κρίση ήταν πάντως σύμπτωμα και όχι βασική αιτία της χρεοκοπίας. Η θέση ότι η ελληνική παθογένεια συνδέεται αποκλειστικά και μόνον με τη δημοσιονομική ασωτία των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, που αξιοποίησαν τα προ κρίσης χαμηλά επιτόκια, δεν ευσταθεί. Το πρόβλημα σχετιζόταν κυρίως με την παραγωγική συρρίκνωση και το μεγάλο παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας.
Συνολικά, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, λοιπόν, το μεν ξένο κεφάλαιο κατά βάσιν αποεπενδύει, το εγχώριο φοβούμενο τον διεθνή ανταγωνισμό και θέλοντας να αξιοποιήσει τη θαλπωρή της κρατικής αγκάλης «δραπετεύει» και «κρύβεται» στον προστατευμένο από τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ οι μικροεπιχειρηματίες ακολουθούν και αυτοί το ρεύμα μετατοπιζόμενοι σε παρασιτικές δραστηριότητες (π.χ. από την βιοτεχνία ένδυσης, υπόδησης και τροφίμων στο μικρεμπόριο εισαγομένων).
3. Η περίοδος των μνημονίων
Στην περίοδο που ακολούθησε, στην «περίοδο των μνημονίων», το εγχώριο πολιτικό προσωπικό επέδειξε και πάλι χαρακτηριστική αδυναμία να συλλάβει και να εφαρμόσει, έστω και αργά, ένα σχέδιο εθνικής ανόρθωσης, με δική του πρωτοβουλία.
Η πίεση για «μεταρρυθμίσεις», η πίεση άκριτης και βίαιης προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα, υπήρξε εισαγόμενη, μέσω τρόικας. Οι πολιτικοί εφάρμοζαν πρόθυμα τα «προγράμματα στήριξης», τα μνημόνια, αλλά σπάνια προσπάθησαν να τα δικαιολογήσουν στους πολίτες. Αντίθετα, συχνά τα παρουσίαζαν σαν αναγκαίο κακό που επιβάλλεται στη χώρα από τους ισχυρούς ξένους. Η τακτική αυτή απέβλεπε, μεταξύ των άλλων, στην ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους.
Οι κυβερνήσεις, την περίοδο των μνημονίων δεν έλαβαν, λοιπόν, μέτρα ανάταξης της χώρας. Έκοψαν απλώς δαπάνες και αύξησαν τους φόρους αποκαθιστώντας μια ισορροπία στα δημόσια οικονομικά, ενώ επέβαλαν και κάποιες μεταρρυθμίσεις, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η αναμόρφωση και η ανεξαρτητοποίηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Το βαθύ πελατειακό κράτος επιβίωσε και αναπαράχθηκε όμως στις νέες συνθήκες. Η τρόικα άφησε το πολιτικό σύστημα ανέγγιχτο και τα προνόμια του πολιτικού προσωπικού άθικτα, ώστε να της γίνει απρόσκοπτα «η βρώμικη δουλειά».
Η μεγαλύτερη απώλεια στην περίοδο της κρίσης ήταν η φυγή ταλαντούχων νέων στο εξωτερικό (500.000) καθώς το καθεστώς της αναξιοκρατίας δεν ανατράπηκε και οι ευκαιρίες για δημιουργική δουλειά με καλές αποδοχές παρέμειναν σπάνιες.
4. Η διάσωση του μικροϊδιοκτητικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας
Μετά τη λήξη και του τρίτου μνημονίου γίνεται προσπάθεια να προσελκυσθούν ξένες επενδύσεις. Προς το παρόν όμως μόνον ο τουρισμός και η αγορά ακινήτων προσελκύει ξένες επενδύσεις.
Για μια αποφασιστική στροφή προς νέες παραγωγικές δραστηριότητες (στην μεταποίηση και αλλού) κάθε άλλο παρά φθάνουν οι φοροελαφρύνσεις που προωθεί η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας. Επιπλέον, η στροφή προς παραγωγικές δραστηριότητες ούτε πρέπει ούτε μπορεί να μονοπωληθεί από μεγάλες και μόνον επιχειρήσεις, ξένες ή εγχώριες.
Για ορισμένους, η μαζική εμμονή στην μικροεπιχειρηματικότητα που χαρακτηρίζει την εθνική μας οικονομία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Γι’ αυτούς, η εμπέδωση «ορθολογικών» παραγωγικών σχέσεων και η κυριαρχία τυπικών μορφών καπιταλισμού προϋποθέτει τον «θάνατο του εμποράκου», την υπαγωγή δηλαδή της πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων σε καθεστώς εξαρτημένης μισθωτής εργασίας. Η καπιταλιστική «εκλογίκευση» πρέπει να κατατείνει στην προλεταριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία βέβαια ότι η μικροεπιχειρηματικότητα απέκτησε από ένα σημείο και μετά παρασιτικά κατά βάσιν χαρακτηριστικά, με εξαίρεση σ’ ένα βαθμό τους τομείς της γεωργίας και του τουρισμού. Ότι η καθολική αντίσταση στην προλεταριοποίηση πήρε στρεβλές μορφές, υποβοηθούντος και του προβληματικού πολιτικού συστήματος.
Αντί όμως να εξαπολύονται μύδροι κατά των μικρών επιχειρήσεων, θα πρέπει να εξετασθεί πώς θα μπορούσε να «αποπαρασιτικοποιηθεί» ο χώρος τους, πως θα μπορούσε να υπάρξει μετατόπιση, για παράδειγμα, από το ευρύτατα διαδεδομένο πριν την κρίση μικρεμπόριο εισαγομένων (που φθίνει), προς παραγωγικές μικρές επιχειρήσεις στο χώρο της μεταποίησης. Η μικρή κλίμακα δεν είναι πάντοτε μειονέκτημα. Οι νέες τεχνολογίες δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μικροεπιχειρηματία να πληροφορείται για νέες τεχνικές και να έρχεται εύκολα σε επαφή με τους προμηθευτές του και τους δυνητικούς πελάτες του, όσο μακριά και αν βρίσκονται. Ένας άλλος τρόπος υπέρβασης των μειονεκτημάτων της μικρής κλίμακας είναι η ανάπτυξη ενός νέου – υγιούς συνεταιριστικού κινήματος στον τομέα της γεωργικής παραγωγής, στον αντίποδα βέβαια των παραδοσιακών κομματικοποιημένων και χρεοκοπημένων συνεταιρισμών.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: Αν οι ίδιοι οι μικροεπιχειρηματίες μπορούν από μόνοι τους να αναλάβουν εξυγιαντικές πρωτοβουλίες, τι μπορεί να κάνει το κράτος με τη σειρά του γι’ αυτούς;
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τους μικρούς εξαγωγείς. Οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι η περιορισμένη χρηματοδότηση και οι χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ως προς το πρώτο ζήτημα, αυτό της χρηματοδότησης, πέραν της βελτίωσης του μηχανισμού χορήγησης κρατικών κονδυλίων για την ενίσχυση των εξαγωγών και της γρήγορης επιστροφής ΦΠΑ, απαραίτητη είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, ώστε να διασφαλισθεί φθηνή τραπεζική χρηματοδότηση.
Όσον αφορά τώρα το δεύτερο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι μικροί εξαγωγείς, τη γραφειοκρατία, πολλά μπορούν να γίνουν ξεκινώντας από τη συντόμευση και απλούστευση των διαδικασιών.
Συνολικά, πάντως, η «αποπαρασιτικοποίηση» και εξυγίανση προϋποθέτει μια κοινωνική και πολιτισμική ανατροπή ενταγμένη σ’ ένα ευρύτερο κίνημα αναγέννησης του Ελληνισμού. Στα πλαίσια ενός τέτοιου ανορθωτικού κινήματος η παραγωγική ανασύνταξη θα πρέπει να συνοδευθεί και να στηριχθεί και από τη θεσμική αναβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών. Δεν απαιτείται όμως απλώς και μόνο διοικητική υποστήριξη τεχνικού χαρακτήρα στις αναλαμβανόμενες παραγωγικές πρωτοβουλίες. Πρέπει παράλληλα να αναδειχθεί σε ευκρινή πολιτικό στόχο η ανάγκη διάσωσης του μικροϊδιοκτητικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, μέσω της εξυγίανσής του.
Εμπόδιο τελικά στη διάσωση των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι μόνον οι μεγάλες επιχειρήσεις, που όντως εγκαθιστούν φραγμούς εισόδου στις νέες επιχειρήσεις αγαθών και υπηρεσιών, αλλά προπαντός η μετριοκρατία, η κυριαρχία των άσχετων ή και των φαύλων στους κρατικούς μηχανισμούς και λιγότερο στην κοινωνική βάση, καθώς και η απουσία σχετικού πολιτικού σχεδιασμού. Η ασχετοσύνη και η φαυλότητα πάντως μακράν του να είναι απλώς φθοροποιά ατομικά χαρακτηριστικά κάποιων, παραπέμπουν σ’ ένα ευρύτερο έλλειμμα αυτοκυβερνητικής ικανότητας, έλλειμμα που συνδέεται με τη σειρά του με κενό συλλογικότητας, με αδυναμία για παράδειγμα να γίνει αντιληπτό ακόμη και το πλέον στοιχειώδες και ωφελιμιστικό επιχείρημα, ότι δηλαδή η ατομική ευζωία περνάει μέσα από την ευρωστία της εθνικής οικονομίας (για τους περισσότερους και όχι για όλους, βέβαια, και μεσομακροπρόθεσμα).
5. Επίλογος
Η παραπάνω αλήθεια, η συσχέτιση και σύνδεση της ατομικής ευζωίας με την εθνική ευρωστία, μπόρεσε να γίνει αντιληπτή από ένα μέρος της κοινής γνώμης, μέσα από το πέρασμα «δια πυρός και σιδήρου» από τη δεκαετία της κρίσης, τη δεκαετία του 2010. Μέχρι να γίνει αντιληπτή όμως, η χώρα μπήκε σε επικίνδυνη οικονομική περιπέτεια, ενώ η πρωτοβουλία των κινήσεων για τη διαχείριση των οικονομικών πέρασε στους ξένους, που είχαν όμως τις δικές τους στοχεύσεις και προτεραιότητες και τα δικά τους συμφέροντα. Σήμερα σημειώνεται, εν πάση περιπτώσει, μια κάποια ωρίμανση της κοινής γνώμης ως προς την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τα γεωπολιτικά και εθνικά θέματα. Παρακολουθούμε με αμηχανία και απορία ανάμικτη με φόβο, τις εντεινόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας και διεθνώς: τη διόγκωση των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα μας στα πλαίσια της αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή και ως όπλο του Ερντογάν για να αποσπάσει κατ’ αρχήν παραχωρήσεις από μέρους μας σε άλλα μέτωπα, την όξυνση της αναθεωρητικής και επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας, τις τουλάχιστον προβληματικές σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας και τη στροφή της τελευταίας προς τη Ρωσία, την επάνοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες και τη γενικότερη ισχυροποίησή της, την ανάδειξη της Κίνας σε υπερδύναμη και μάλιστα όχι μόνον οικονομική και με δυο λόγια την αποδυνάμωση της Δύσης που αποκαλύφθηκε περίτρανα από τον τρόπο που χειρίσθηκε την τουρκική εισβολή στη Β. Συρία.
Φαίνεται, λοιπόν, να μην υπάρχει προς το παρόν ο απαραίτητος πνευματικός και πολιτικός εξοπλισμός, για να επεξεργασθούμε τις παραπάνω εξελίξεις και να βρούμε έναν τρόπο να τοποθετήσουμε τη χώρα ενεργητικά και όχι παθητικά μέσα στον σύγχρονο κόσμο, πράγμα που δεν είναι πολυτέλεια αλλά όρος εθνικής επιβίωσης.
Πηγές:
- Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας. Από τη μακρά εφηβεία στη βίαιη ενηλικίωση. Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Εκδόσεις Θεμέλιο, 2012.
- Ελλάδα: Μια χώρα παραδόξως νεωτερική. Του Γιάννη Βούλγαρη. Εκδόσεις Πόλις, 2019.
- Το Αόρατο Ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία. Του Αρίστου Δοξιάδη. Εκδόσεις Ίκαρος, 2013.
- Κατανοώντας την ελληνική κρίση. Επιστημονική επιμέλεια των Δ. Κατσίκα, Κ. Φιλίνη και Μ. Αναστασάτου. Εκδόσεις Παπαζήση, 2017.
- Το επιπλέον ναυάγιο. Ερμηνευτικό εγκόλπιο για την κρίση. Του Δημήτρη Ιωάννου και Χρήστου Ιωάννου. Εκδόσεις Andy’s Publishers, 2017.
- Τα δύο τέρατα και η Αριστερά. Για την παρακμή και τις δυνατότητες ανάσχεσής της. Του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα. Εκδόσεις Αρμός, 2019.
- Φιλόξενος μηδενισμός. Του Νικόλα Αλ. Σεβαστάκη. Εκδόσεις Εστία, 2008.
- Globalization’s Wrong Turn. By Dani Rodrik. Foreign Affairs. July / August, 2019.
- The Greek Crisis: Causes and Alternatives Strategies. By Stavros Mavroudeas. In Sotiris Panagiotis (ed.) (2016), Crisis, Movement, Strategy. Historical materialism, Leiden, Brill.
- Austerty Vintage Minis. ΤουΓιάνηΒαρουφάκη, 2018.
- Η βιοτεχνολογία της κρίσης. Του Γιάννη Κοκκινάκη. Εκδόσεις Ασίνη, 2019.
- Στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης των εξαγωγών. Του Μανώλη Γαλενιανού. Καθημερινή, Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019.