Τα δεδομένα για τις αιτίες που οδήγησαν περισσότερους από
427.000 Έλληνες (στοιχεία Τράπεζας της Ελλάδος) στον δρόμο της
μετανάστευσης κατά τα χρόνια της κρίσης – και συγκεκριμένα από το 2008
μέχρι και το 2016 – ανατρέπει νέα έρευνα του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ του
Λονδίνου. Σύμφωνα με αυτήν, το οικονομικό-βιοποριστικό και οι προοπτικές
σταδιοδρομίας δεν αποτέλεσαν τους κύριους λόγους για τους οποίους
μορφωμένοι-εξειδικευμένοι Έλληνες επέλεξαν να αποδημήσουν, αφήνοντας το
πολιτικό προσωπικό της χώρας να ερίζει στην Αθήνα για το περιβόητο brain
drain.
Ή τουλάχιστον αυτοί δεν ήταν οι μοναδικοί λόγοι. Αντιθέτως, η επιλογή τους αυτή, σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, υπήρξε ταυτόχρονα μια μορφή διαμαρτυρίας ενάντια στις χρόνιες δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αυτές αντικατοπτρίστηκαν (ή αντικατοπτρίζονται) στους καταρρέοντες κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς και στην αδικία που κυριάρχησε (ή και κυριαρχεί) στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο: «Η μετανάστευση βιώθηκε και ως μορφή χειραφέτησης και κοινωνικής κριτικής απέναντι στην ανισότητα και τη διάβρωση των θεσμών πέρα και πάνω από τη σαφή ύπαρξη και οικονομικών κινήτρων που τους ώθησαν στη μετανάστευση.
Έτσι, τα άτομα με υψηλά προσόντα φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα σε ζητήματα χειραφέτησης σε σχέση με τους άνεργους μετανάστες, στους οποίους κατά βάση κυριαρχούν τα οικονομικά κίνητρα» εξηγεί στα «ΝΕΑ» και τον Άγγελο Σκορδά η δρ Τζοάνα Βασιλοπούλου που διεξήγαγε την έρευνα για λογαριασμό του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ.
Αυτό εξάλλου, συνεχίζει η ίδια, διαφαίνεται και από το συντριπτικό ποσοστό των ατόμων που ήδη εργάζονταν στην Ελλάδα και συμμετείχαν στην έρευνα (68%). Ενδεικτικά, το 37,58% των ερωτηθέντων είχαν ήδη απασχοληθεί στην Εκπαίδευση, 16,78% ως μηχανικοί, 8% στην Υγεία, 4,7% στον τομέα του μάρκετινγκ και 3,3% σε αυτόν των οικονομικών: «Ακόμα και τα άτομα που υποτίθεται ότι ήταν προστατευμένα από την οικονομική κρίση, δεδομένων των υψηλών τους προσόντων και της εργασιακής τους ασφάλειας, επιλέγουν τη μετανάστευση όταν αισθάνονται ότι οι πολιτικοοικονομικοί θεσμοί και οι κοινωνικές δομές καταρρέουν και τα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ανθρώπινα δικαιώματά τους βρίσκονται σε κίνδυνο. (…) Αυτά που αναζητούν είναι ο σεβασμός των κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, συνθήκες δικαιοσύνης και αξιοπρεπούς εργασίας, καθώς και την επιβεβαίωση ότι αναγνωρίζονται η αξία τους και η συμβολή τους τόσο στον χώρο εργασίας όσο και στην κοινωνία».
Επιπλέον, μπορεί χιλιάδες συμπατριώτες μας να κατέληξαν «στις φάμπρικες της Γερμανίας» (όπως τραγουδούσε ο Καζαντζίδης το 1961, στην απαρχή του δεύτερου ελληνικού μεταναστευτικού ρεύματος του 20ού αιώνα), ωστόσο τα νέα εργασιακά τους καθήκοντα διαφέρουν παρασάγγας από αυτά των προγόνων μας-μεταναστών της μεταπολεμικής περιόδου, αφού πρόκειται για κατόχους τουλάχιστον ενός πανεπιστημιακού τίτλου: «Τα αποτελέσματα όλων των ερευνών συνηγορούν ότι το σύγχρονο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα αφορά νέους, άγαμους και με υψηλή μόρφωση. Από το δείγμα μας, το 68,7% των ερωτηθέντων είναι κάτοχοι πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, το 25% είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου και το 1% κάτοχοι διδακτορικού τίτλου».
in.gr
Ή τουλάχιστον αυτοί δεν ήταν οι μοναδικοί λόγοι. Αντιθέτως, η επιλογή τους αυτή, σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, υπήρξε ταυτόχρονα μια μορφή διαμαρτυρίας ενάντια στις χρόνιες δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης, όπως αυτές αντικατοπτρίστηκαν (ή αντικατοπτρίζονται) στους καταρρέοντες κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς και στην αδικία που κυριάρχησε (ή και κυριαρχεί) στον κοινωνικό και επαγγελματικό στίβο: «Η μετανάστευση βιώθηκε και ως μορφή χειραφέτησης και κοινωνικής κριτικής απέναντι στην ανισότητα και τη διάβρωση των θεσμών πέρα και πάνω από τη σαφή ύπαρξη και οικονομικών κινήτρων που τους ώθησαν στη μετανάστευση.
Έτσι, τα άτομα με υψηλά προσόντα φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα σε ζητήματα χειραφέτησης σε σχέση με τους άνεργους μετανάστες, στους οποίους κατά βάση κυριαρχούν τα οικονομικά κίνητρα» εξηγεί στα «ΝΕΑ» και τον Άγγελο Σκορδά η δρ Τζοάνα Βασιλοπούλου που διεξήγαγε την έρευνα για λογαριασμό του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ.
Αυτό εξάλλου, συνεχίζει η ίδια, διαφαίνεται και από το συντριπτικό ποσοστό των ατόμων που ήδη εργάζονταν στην Ελλάδα και συμμετείχαν στην έρευνα (68%). Ενδεικτικά, το 37,58% των ερωτηθέντων είχαν ήδη απασχοληθεί στην Εκπαίδευση, 16,78% ως μηχανικοί, 8% στην Υγεία, 4,7% στον τομέα του μάρκετινγκ και 3,3% σε αυτόν των οικονομικών: «Ακόμα και τα άτομα που υποτίθεται ότι ήταν προστατευμένα από την οικονομική κρίση, δεδομένων των υψηλών τους προσόντων και της εργασιακής τους ασφάλειας, επιλέγουν τη μετανάστευση όταν αισθάνονται ότι οι πολιτικοοικονομικοί θεσμοί και οι κοινωνικές δομές καταρρέουν και τα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ανθρώπινα δικαιώματά τους βρίσκονται σε κίνδυνο. (…) Αυτά που αναζητούν είναι ο σεβασμός των κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, συνθήκες δικαιοσύνης και αξιοπρεπούς εργασίας, καθώς και την επιβεβαίωση ότι αναγνωρίζονται η αξία τους και η συμβολή τους τόσο στον χώρο εργασίας όσο και στην κοινωνία».
Στη Γερμανία
Με το ένα τρίτο των ελλήνων μεταναστών εκείνης της περιόδου να στρέφεται στη Γερμανία για την αναζήτηση καλύτερου περιβάλλοντος, η έρευνα διεξήχθη μεταξύ 150 ατόμων που επέλεξαν την «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας για τη νέα αρχή στη ζωή τους, στρεφόμενα σε γραφεία ευρέσεως εργασίας: «Το 54% του δείγματος αναφέρει ότι θα μετανάστευε στη Γερμανία ακόμα και αν δεν υπήρχε οικονομική κρίση, γεγονός που ίσως τονίζει ακόμα περισσότερο τη σπουδαιότητα των κοινωνικοψυχολογικών και πολιτικών κριτηρίων στη μετανάστευση του συγκεκριμένου πληθυσμού, κριτηρίων που έχουν να κάνουν με μια γενική έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, την πεποίθηση ότι υπάρχουν δικαιότερα οικονομικά και πολιτικά συστήματα στο εξωτερικό, αλλά και συναισθήματα ανασφάλειας για το μέλλον τους στην Ελλάδα».Επιπλέον, μπορεί χιλιάδες συμπατριώτες μας να κατέληξαν «στις φάμπρικες της Γερμανίας» (όπως τραγουδούσε ο Καζαντζίδης το 1961, στην απαρχή του δεύτερου ελληνικού μεταναστευτικού ρεύματος του 20ού αιώνα), ωστόσο τα νέα εργασιακά τους καθήκοντα διαφέρουν παρασάγγας από αυτά των προγόνων μας-μεταναστών της μεταπολεμικής περιόδου, αφού πρόκειται για κατόχους τουλάχιστον ενός πανεπιστημιακού τίτλου: «Τα αποτελέσματα όλων των ερευνών συνηγορούν ότι το σύγχρονο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα αφορά νέους, άγαμους και με υψηλή μόρφωση. Από το δείγμα μας, το 68,7% των ερωτηθέντων είναι κάτοχοι πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, το 25% είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου και το 1% κάτοχοι διδακτορικού τίτλου».
in.gr