Από το θρυλικό φωτογράφο της Αντίστασης Σπύρο Μελετζή και το
μνημειώδες έργο του "Με τους αντάρτες στα βουνά",
σάς παρουσιάζουμε μία
σπάνια εικόνα μα και πληροφόρηση για το περίφημο "καρέλι του Μέγδοβα",
αυτού του ιδιόμορφου όσο και πρωτόγονου ορεσίβιου "μέσου διέλευσης", που
επί γενιές και γενιές χρησίμευε ως "ακάματος περατάρης" των ανθρώπων
του τόπου μας διευκολύνοντας έτσι την επικοινωνία από τη μία στην άλλη
όχθη του Μέγδοβα-του ξακουστού ποταμού των ευρυτανικών βουνών!
Ιδού:
=====================
"Πριν από τη Βίνιανη κυλά ο ποταμός Μέγδοβας. Γεφύρι δεν υπήρχε και τον περάσαμε πάνω στο καρέλι.
Το καρέλι είναι πρωτόγονο μέσο. Από την μιά και την άλλη άκρη του
ποταμού ήταν δεμένο ένα χοντρό συρματόσχοινο τεντωμένο. Το καρέλι είναι
ένα κασόνι ή καλύτερα ένα είδος κάρου με δύο τροχαλίες που
προσαρμόζονται μέσα στο συρματόσχοινο και είναι στερεωμένες στο κασόνι.
Έτσι αυτό το κασόνι κρέμεται στον αέρα.
Μιά γριά πού ήταν μόνιμη γι' αυτή τη δουλειά ανέβαζε δυό ανθρώπους
επάνω και μετά άρχιζε και τραβούσε το συρματόσχοινο. 'Ετσι το περίφημο
καρέλι κυλούσε με τις τροχαλίες του και σε 5-6 λεπτά βρισκόσουν στην
απέναντι μεριά του Μέγδοβα.
Αυτό το καρέλι πρόσφερε τόσες υπηρεσίες εκείνη την εποχή όσες δεν
πρόσφεραν εκατό άλλα γεφύρια. Και τι κόσμος πέρασε απ' αυτό το
καρέλι..."
Αφήνω πίσω το Καρπενήσι, μέρα καθημερινή, και χάνομαι στα
στριφογυρίσματα του δρόμου. Το Καλεσμένο είναι το πρώτο χωριό, κάπου
είκοσι δύο χιλιόμετρα μετά την πόλη στην κατεύθυνση προς Αγρίνιο.
"Πολιτοχώρι" κατά την παλιά καταγραφή, λόγω της σχέσης των κατοίκων του
με την Κωνσταντινούπολη! Σκορπισμένο σε τρείς μαχαλάδες, μου γνέφει
φιλικά.
Κάποτε εδώ αντιλαλούσε ο τόπος από τα γέλια και τα τραγούδια. Κάθε μαχαλάς και γλέντι, κάθε γειτονιά και παιδομάνι. Φτωχός ο κόσμος, όπως σε όλη την Ευρυτανία άλλωστε, αλλά του ‘δινε και καταλάβαινε. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση λέγανε! Κι ας μάτωνε τον τόπο, κάθε λίγο και λιγάκι, η μόνιμη πληγή, η ξενιτιά....
Η επιβλητική εκκλησία του Αι Γιάννη του Πρόδρομου με τον μπλε τρούλο δεσπόζει από ψηλά. Τις Κυριακές, τότες στα καλά τα χρόνια, μαζεύονταν στον περίβολο της εκκλησίας ίσαμε οχτακόσια άτομα. Τώρα; άστα να πάνε, μην τα μολογάς καλύτερα.
Απέναντι στο Μοναστηράκι, συνοικισμό του Καλεσμένου, απέμεινε.... μονάχα ένα γεροντάκι! Σκάβει, τσαπίζει, παρά τα ενενήντα τόσα χρόνια του. Ε ρε, πόσοι Αθηναίοι και μάλιστα πολύ νεώτεροι θα ζήλευαν την τύχη του. Και μέσα στο βάθος το πανέμορφο Παπαρούσι, πνιγμένο στο πράσινο, ένα στολίδι κι αυτό της Ευρυτανικής φύσης.
Κάποτε εδώ αντιλαλούσε ο τόπος από τα γέλια και τα τραγούδια. Κάθε μαχαλάς και γλέντι, κάθε γειτονιά και παιδομάνι. Φτωχός ο κόσμος, όπως σε όλη την Ευρυτανία άλλωστε, αλλά του ‘δινε και καταλάβαινε. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση λέγανε! Κι ας μάτωνε τον τόπο, κάθε λίγο και λιγάκι, η μόνιμη πληγή, η ξενιτιά....
Η επιβλητική εκκλησία του Αι Γιάννη του Πρόδρομου με τον μπλε τρούλο δεσπόζει από ψηλά. Τις Κυριακές, τότες στα καλά τα χρόνια, μαζεύονταν στον περίβολο της εκκλησίας ίσαμε οχτακόσια άτομα. Τώρα; άστα να πάνε, μην τα μολογάς καλύτερα.
Απέναντι στο Μοναστηράκι, συνοικισμό του Καλεσμένου, απέμεινε.... μονάχα ένα γεροντάκι! Σκάβει, τσαπίζει, παρά τα ενενήντα τόσα χρόνια του. Ε ρε, πόσοι Αθηναίοι και μάλιστα πολύ νεώτεροι θα ζήλευαν την τύχη του. Και μέσα στο βάθος το πανέμορφο Παπαρούσι, πνιγμένο στο πράσινο, ένα στολίδι κι αυτό της Ευρυτανικής φύσης.
Καθώς κατηφορίζω, θωρώ το ποτάμι τον ξακουστό Μέγδοβα (ή Ταυρωπό) που φιδογυρνάει χρυσωμένος από τον πρωινό ήλιο χαρίζοντας από εδώ ψηλά ένα μοναδικό θέαμα. Το δροσερό αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Ανοίγω τέρμα κάτω τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Μια πολύ συμπαθητική κυρούλα με καμιά δεκαριά κατσίκια που βόσκουν στα ριζιμιά του γκρεμού με χαιρετάει. Ανταποδίδω με.. μια κόρνα.
Κάθομαι αναπαυτικά σε μια καρέκλα στο παλιό πετρόχτιστο μαγαζάκι του ποταμού και παραγγέλνω τσίπουρο. Λίγο πιο πέρα πεντέξι κότες τσιμπολογάνε. Ολόγυρα πανύψηλα πλατάνια και λεύκες δεν αφήνουν υποψία ήλιου να διαπεράσει τις πυκνές φυλλωσιές τους. Μπροστά ο δρόμος οδηγεί αναγκαστικά στην παλιά σιδερένια γέφυρα. Έτσι όπως την στεφανώνουν δεξιά και αριστερά τα θεόρατα δέντρα φαντάζει σαν ένα φυσικό τούνελ.
Φτιαγμένη από σίδερο και ξύλο αντάμα, τραντάζεται συθέμελα καθώς “την πατάνε” χρόνια ολάκερα αυτοκίνητα, φορτηγά και κάθε είδους μηχανοκίνητα. Αυτή όμως εκεί στο ύψος της στέκει αλύγιστη και μονοιάζει τις δύο αντικρινές όχθες του Μέγδοβα που κυλάει από κάτω βουερός και σε μεγάλο πλάτος.
Ο ποταμός πηγάζει από την περίφημη λίμνη Πλαστήρα της Θεσσαλίας, επιχειρεί μία εγκάρσια τομή μέρους της Πίνδου και στο τέρμα της περιπετειώδους διαδρομής του εισβάλλει στην πελώρια τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών.
Πριν κατασκευαστεί αυτή η γέφυρα- κάπου στα τέλη του χίλια εννιακόσια πενήντα- η μετάβαση από τη μία άκρη του ποταμού στην άλλη γίνονταν με το «καρέλι» που ήταν ένα αυτοσχέδιο ξύλινο βαγονέτο πάνω σε ένα χοντρό συρματόσχοινο με δύο τροχαλίες που το πηγαινοέφερνε κάποιος χειροδύναμος χωρικός. Έτσι επικοινωνούσαν τότε τα απέναντι χωριά με το Καρπενήσι, σε συνθήκες για γερές αντοχές.
Ακούω το βουητό του Μέγδοβα που κυλάει σχίζοντας τις όχθες. Οι παλιοί θυμούνται ότι τους αλλοτινούς καιρούς, στους βαρείς χειμώνες, το ποτάμι εμπλουτισμένο από τα νερά των βροχών σίμωνε στο ύψος της γέφυρας στροβιλίζοντας θυμωμένο και κατεβάζοντας μέχρι και όρθια(!) πλατάνια.
Τα καλοκαίρια, όμως, τα παιδιά ροβολούσαν από το Καλεσμένο και τα γύρω χωριουδάκια, ψάρευαν και κολυμπούσαν στον Μέγδοβα και κατόπιν τρωγόπιναν τραγουδώντας και διασκεδάζοντας στο φιλόξενο μαγαζάκι του μπάρμπα Στέρου στα ριζά της γέφυρας.
Αν ο επισκέπτης κατηφορίσει ζερβά μετά το τέλος της γέφυρας, θα αντικρίσει σε όλο της το μεγαλείο την μαγεία του ποταμού που ξεδιπλώνεται όσο βλέπει το μάτι. Κι ίσως εκεί μέσα στην σιγαλιά της φύσης να ακουστούν ξανά γέλια και χαρές κι ας ξενιτεύτηκαν τα παιδιά από το όμορφο Καλεσμένο.
-«Έριξε πολύ νερό τούτες τις μέρες», με βγάζει από τις σκέψεις μου η φωνή της γυναίκας που δουλεύει στο μαγαζάκι.
- «Έχετε κόσμο;» τη ρωτώ.
-«Που κόσμος λεβέντη μου πια. Κάποτε εδώ....».
Δεν αποκρίθηκα. Τι αδικία να ρημάζουν τέτοιοι τόποι σκέφτομαι. Ας όψονται τα αστικά σκλαβοπάζαρα και οι εργολάβοι των ψυχών, Έδιωξαν τους ανθρώπους από τέτοια άγια μέρη και τους στρίμωξαν σε τσιμεντένια κλουβιά να έχουν καταντήσει άρρωστοι και νευρωτικοί...
Όμως οι μνήμες παραμένουν! Μαζί με την αγάπη, για αυτό τον τόπο, παλιότερων και νεότερων που σε πείσμα των σύγχρονων καιρών εξακολουθούν να ταξιδεύουν με «το καρέλι του νόστου» στο χρόνο και στα παλιά λημέρια…
"Ευρυτάνας Ιχνηλάτης"