Αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία προσπάθεια
δημόσιας προβολής κυριαρχίας έναντι της Ελλάδας, αφού μέσω αυτής της
κίνησης επιχειρείται να εμφανιστεί αυτή χωρίς σημαντικό γεωπολιτικό
αποτύπωμα και ως χώρα περιορισμένης κυριαρχίας στην περιοχή του Αιγαίου
και της ανατολικής Μεσογείου.
Εκμεταλλευόμενη η Άγκυρα την αλλαγή της ηγεσίας του Λευκού Οίκου και γνωρίζοντας, όσο κανείς άλλος τη συναλλακτική πολιτική αντίληψη του Τραμπ, εξασφάλισε, μέσω τεράστιων προσφορών ύψους άνω των 70 δισ. (αγορά 300 Boeing, 40 F-16, προσπάθεια επανόδου στην συμπαραγωγή των F-35 και παραχώρηση ορυχείων με σπάνιες γαίες), την είσοδο Ερντογάν στον Λευκό Οίκο μετά από πέντε χρόνια, αλλά και την σημειολογική εμφάνιση Ερντογάν στα δεξιά του Τραμπ, στην πρόσφατη συνάντηση με τους ηγέτες του μουσουλμανικού κόσμου για την επόμενη ημέρα της Γάζας.
00:00
/
00:00
Οι εισβολείς έγιναν και ειρηνοποιοί!
Το καθεστώς Ερντογάν αξιολογώντας τη ρευστότητα στις διεθνείς σχέσεις που δημιουργεί ο υπό διαμόρφωση πολυπολικός κόσμος, κινείται ως “χέλι” ανάμεσα σε αντικρουόμενα στρατόπεδα (ΝΑΤΟ-Μπρικς, Ρωσία-Ουκρανία κλπ.) αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητή και ειρηνοποιού (!) -αν και είναι για μισό αιώνα κατοχική δύναμη στη Μεγαλόνησο- με συνέπεια να κερδίζει έδαφος στον διεθνή χώρο, κατά τη σημερινή υποχώρηση του κύρους των διεθνών θεσμών, ακόμα και εντός της Δύσης, ενώ την ίδια ώρα διαλαλεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι αποτελεί συστατικό μέρος της αναδυόμενης Ευρασίας.
Όσο και αν μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως υπερβολικό, η σημερινή πορεία της Τουρκίας, όπου συμμετέχει στα πάντα, έχοντας μετατραπεί αυτή και σε απαραίτητη δύναμη ακόμα και στον τρομώδη σχεδιασμό της Ευρώπης για αμυντική της “αυτονομία”, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό στο “διαβατήριο του ειρηνοποιού”, που έλαβε από την Ελλάδα με τη σαθρή διακήρυξη των Αθηνών τον Δεκέμβριο του 2023, ένα κείμενο χωρίς καμία νομική δέσμευση για την Τουρκία, όπως άλλωστε αποδείχθηκε και στην πράξη.
Το πολυδιαφημισθέν κέρδος της χώρας μας βάσει του κυβερνητικού αφηγήματος, του περιορισμού δηλαδή των τουρκικών αεροπορικών παραβιάσεων στο Αιγαίο, είναι τελικά πολύ μικρό για να αντισταθμιστεί με τα σοβαρά πολύπλευρα κέρδη της Τουρκίας, η οποία πέτυχε να απεγκλωβιστεί από τον τότε επικείμενο πλήρη αμερικανικό αποκλεισμό της, καθώς και τη σοβαρή ρήξη των σχέσεών της με τη φοβική ΕΕ, η οποία είχε οδηγηθεί στην ανάγκη να της επιβάλει οικονομικές κυρώσεις για τον τότε επιθετικό, υβριδικό πόλεμο κατά της Ελλάδος κατά την περίοδο 2020-2022.
Σε όλη όμως αυτή την περίοδο της υποτιθέμενης Ελληνοτουρκικής συνεργασίας 2023-2025, η Τουρκία διατύπωνε, με τον πιο καθαρό τρόπο και προς όλα τα διεθνή φόρα, όλο το εύρος των παράνομων αξιώσεών της σε βάρος της χώρας μας, που συνιστούν βίαιη παραβίαση των διεθνών κανόνων του δικαίου της θάλασσας, αφού αφενός το παράνομο αφήγημα της “γαλάζιας πατρίδας” (που σύμφωνα με το ευφάνταστο σενάριό της τα νησιά δεν έχουν ΑΟΖ, αλλά μόνο χωρικά ύδατα) το μετέτρεψε πλέον σε κυβερνητικό δόγμα και αφετέρου προσπαθεί με κάθε τρόπο να εφαρμόσει στο πεδίο το παράνομο Τουρκολυβικό μνημόνιο (με το οποίο επιχειρεί να υφαρπάξει τεράστιες θαλάσσιες ζώνες από τη νόμιμη εν δυνάμει ΑΟΖ της Ελλάδος).
Τέλος, είναι πλέον κυνικά ανένδοτη στο Κυπριακό, διαλαλώντας ότι η μόνη λύση είναι αυτή των δύο κρατών στη Μεγαλόνησο. Επιπροσθέτως, συστηματικά και κάθε μέρα επεκτείνει τον εξοπλισμό της, ως επιθετική χώρα, έχοντας αναβαθμίσει την αμυντική της βιομηχανία σε υψηλά επίπεδα με πρωταγωνιστή τα μη επανδρωμένα drones και όχι μόνο, καθώς και την δημιουργία σοβαρού προγράμματος κατασκευής βαλλιστικών πυραύλων, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τα πραγματικά επιθετικά της σχέδια.
Η χαμένη ευκαιρία της Ελλάδας
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα στην κρίσιμη αυτή μεταβατική περίοδο 2020-2024, που δέχθηκε την υβριδική επίθεση της Άγκυρας (προσπάθεια εισόδου τεράστιου αριθμού μεταναστών στον Έβρο, τις τουρκικές παράνομες έρευνες στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Καστελόριζου, Ρόδου και Καρπάθου και τις συνεχείς παραβιάσεις της ΑΟΖ της Κύπρου κλπ), απώλεσε τη μοναδική ευκαιρία, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, να αποκόψει, άλλως να διευρύνει το χάσμα των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, δεδομένου ότι την περίοδο εκείνη, 2021-2022, οι σχέσεις τους είχαν οδηγηθεί σε οριακό επίπεδο.
Παντελώς και ανεξήγητα, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έδωσε το “φιλί της ζωής” στον Ερντογάν, που μετά τους οδυνηρούς σεισμούς στην Ανατολική Τουρκία και τη σοβαρότατη οικονομική κρίση, που αντιμετώπιζε τότε η Τουρκία, είχε την απόλυτη ανάγκη της βελτίωσης των σχέσεών του με τον δυτικό κόσμο, αντί να εκμεταλλευτεί την τότε θετική για την Ελλάδα διεθνή συγκυρία και να επιτύχει συντριπτικά πλήγματα κατά της τουρκικής επιθετικότητας.
Αυτή η αναγκαστική “υποχώρηση” της Τουρκίας και η αλλαγή παραδείγματος (μέχρι τότε ήταν καθημερινές οι σκληρές λεκτικές, εθνικιστικές επιθέσεις κατά της χώρας μας) εκλήφθηκαν ασθμαίνως από το φοβικό κατεστημένο της Ελλάδας και την κυβέρνηση της ΝΔ, ως δήθεν ειλικρινή στροφή αυτής και “βαπτίστηκε” αυτό αφελώς ως παράθυρο ευκαιρίας για τη λύση των διαχρονικών Ελληνοτουρκικών διαφορών. Επρόκειτο, φυσικά, για μία ακόμα φενάκη των πολιτικών και παραγόντων του ελληνικού κατευναστικού κατεστημένου, που λειτουργούν χωρίς την αίσθηση των μακροπρόθεσμων στρατηγικών συμφερόντων της χώρας, λαμβανομένου υπόψιν το διαρκές διευρυνόμενο αρνητικό ισοζύγιο των δύο χωρών, με βάση την οικονομία, το δημογραφικό κλπ.
Τελικά, η σαθρή διακήρυξη των Αθηνών εφαρμόσθηκε μονομερώς μόνο από την Ελλάδα (!), η οποία απείχε από τα βήματα που έπρεπε ήδη να έχει κάνει. Συγκεκριμένα, μετά τον καθορισμό της μερικής ΑΟΖ με την Αίγυπτο και παρά τις τότε δηλώσεις Δένδια, υπαναχώρησε από την πρόθεσή της να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια τουλάχιστον νοτίως της Κρήτης, καθώς και να πραγματοποιήσει όλες τις τεχνικές, προπαρασκευαστικές ενέργειες, έτσι ώστε να είναι σε θέση να υλοποιήσει αυτό το αναφαίρετο, μονομερές δικαίωμά της και στις υπόλοιπες περιοχές του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, καθορίζοντας παράλληλα ΑΟΖ και με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Λάθη της Ελλάδας
Αντιθέτως, σε όλο αυτό το διάστημα η Τουρκία έχοντας ως καλύτερο “σύμμαχό” της την Ελλάδα εμφανίζονταν ως χώρα που λύνει την ένταση με τους γείτονές της και κυρίως με την Ελλάδα, η οποία είχε έναν έντονο συμβολισμό τότε, τόσο στην αμερικανική πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση Μπάιντεν-Κογκρέσο), όσο και στο εσωτερικό της ΕΕ, που για πρώτη φορά είχαν δημιουργηθεί οι συνθήκες για σοβαρή ρήξη των σχέσεών της με την Τουρκία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των σοβαρών διαφορών Τουρκίας-Δύσης, με συνέπεια την δυνατότητα αυτής να μπορεί να αγοράσει Eurofighter, οπλισμό από τη Γερμανία, η οποία είχε προβεί τότε σε μερική αναστολή, πλην των υποβρυχίων, F-16 από τις ΗΠΑ και να συζητά σήμερα την επαναφορά της στο πρόγραμμα των F-35, παρά την σταθερή θέση της για παραμονή των S-400.
Στις παραπάνω αρνητικές εξελίξεις πρέπει προστεθούν οπωσδήποτε και οι προδήλως επιζήμιοι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης στον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, όπου η Ελλάδα εμφανίστηκε αδικαιολόγητα, χωρίς κανένα εθνικό όφελος, ως προπέτης κατά της Ρωσίας, μιλώντας ότι βρίσκεται σε πόλεμο με αυτή! Αυτό έχει ήδη σημαντικές αρνητικές συνέπειες στα εθνικά θέματα, λόγω της ενίσχυσης του ρόλου της Τουρκίας, που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία, την επιρροή της τελευταίας στο Χαφτάρ, επικεφαλής της κυβέρνησης της Βεγγάζης, την οποία έχει ήδη προσεγγίσει η Τουρκία, προκειμένου να επικυρώσει το λιβυκό κοινοβούλιο το παράνομο τουρκολυβικό μνημόνιο, καθώς και της πρότερης θετικής στάσης της Ρωσίας διαχρονικά στο κυπριακό ζήτημα, αλλά και στο Αιγαίο εν σχέσει με το δικαίωμα της χώρας μας, για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια κατ’ εφαρμογήν του διεθνούς δικαίου, λαμβάνοντας υπόψιν τα διεθνή ύδατα για τη ναυσιπλοΐα σε αυτό.
Η αποτυχημένη εξωτερική πολιτική
Η εξέλιξη αυτή των πραγμάτων έχει οδηγήσει τη χώρα μας, ειδικά σήμερα στην εποχή υποχώρησης του διεθνούς δικαίου και ανάδειξης της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, σε μία ιδιαίτερα αρνητική θέση έναντι της Τουρκίας, η οποία εμφανίζεται να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, συναινούντος προς αυτό και της διοίκησης Τραμπ, εξού και οι προκλητικές δηλώσεις Ερντογάν μέσα στον ΟΗΕ περί δύο κρατών στη Μεγαλόνησο, παρά τα πολλαπλά καταδικαστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ για τη βάρβαρη τουρκική εισβολή και κατοχή σε αυτήν, καθώς και ότι κανένα έργο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Θράκη δεν θα γίνει χωρίς την έγκριση της Τουρκίας, εννοώντας πρωτίστως την ηλεκτρική σύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.
Σύνδεση που έχει παραπεμφθεί στις καλένδες με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία αφού υπαναχώρησε στις τουρκικές αξιώσεις έξω από την Κάσο, προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τις αντικρουόμενες δηλώσεις της κυπριακής κυβέρνησης και των εκεί οικονομικών συμφερόντων. Μπροστά όμως στα πραγματικά συμφέροντα του Ελληνισμού στην περιοχή, αυτά θα έπρεπε να αποτελούν παρωνυχίδες και όχι να προβάλλονται ως δήθεν αξεπέραστα εμπόδια για την ολοκλήρωση αυτού του σημαντικού στρατηγικού έργου.
Χωρίς αμφιβολία η αποτυχία των κυβερνητικών επιλογών της ΝΔ στην εξωτερική πολιτική και ειδικότερα αυτή των ήρεμων νερών από το 2023 ως σήμερα, απαιτεί την άμεση αλλαγή της πολιτικής της Ελλάδος στα Ελληνοτουρκικά, αλλά και του επανακαθορισμού της θέσης της στον υπό διαμόρφωση πολυπολικό κόσμο. Αυτό προϋποθέτει την πολύπλευρη προσέγγιση και αξιοποίηση των αντιθέσεων μεταξύ των πόλων και της μη λειτουργίας μας ως πειθήνιου εταίρου, κάτι που μετατρέπεται στις σημερινές συνθήκες στον “χρήσιμο ηλίθιο” της ιστορίας.
Ουδείς είναι κατά του διαλόγου και των καλών σχέσεων γειτονίας, εάν αυτός πραγματοποιείται εντός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου και κυρίως υπάρχει ειλικρινής διάθεση για εξεύρεση λύσεων και όχι για ικανοποίηση βραχυπρόθεσμων συμφερόντων του ενός, όπως εν προκειμένω της Τουρκίας, που μάλιστα οδηγούν ανεπαισθήτως σε ιδιότυπη “φιλανδοποίηση” της Ελλάδος και της Κύπρου μακροπρόθεσμα.
Οι ψευδαισθήσεις, τα κακοχωνεμένα ιδεολογήματα και οι εικονικές πλάνες των κατευναστικών ελληνικών ελίτ έχουν πλέον συντριβεί μπροστά στον εξελισσόμενο δημόσια τουρκικό επεκτατισμό. Η εξωτερική πολιτική και η θέση της χώρας στον διεθνή χώρο, από την οποία συναρτάται και η πορεία του Ελληνισμού στον νέο υπό διαμόρφωση πολυπολικό κόσμο, δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του οποιοδήποτε πρωθυπουργού ή υπουργού εξωτερικών ή μίας κυβέρνησης.
Αποτελεί εθνική υπόθεση. Έτσι όταν πιστοποιείται με κάθε τρόπο, όπως μεταξύ άλλων έδειξε και η προκλητική ακύρωση της προγραμματισθείσας συνάντησης στη Νέα Υόρκη, η παταγώδης αποτυχία των πολιτικών απαιτούν άμεσα αλλαγή τους, καθώς και τη χάραξη μίας εθνικής στρατηγικής, που θα λαμβάνει υπόψιν την δομική τουρκική απειλή, αλλά και τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή περίγυρο στις έντονες ρευστές, σημερινές, γεωπολιτικές συνθήκες. Υφίσταται, δηλαδή, η ανάγκη μίας οραματικής εθνικής στρατηγικής της Ελλάδας σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, που δυστυχώς παραμένει μετέωρη, λόγω της ανεπάρκειας της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της.