To σύνθημα που δέσποσε το βράδυ της 31ης Οκτωβρίου στον
ουρανό του εξεγερμένου Σαντιάγο στη Χιλή έλεγε: «Δεν θα επιστρέψουμε
στην κανονικότητα επειδή η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα».
Αυτό το σύνθημα μάς θέτει έναν βαθύ πολιτικό προβληματισμό: αν η κανονικότητα είναι το πρόβλημα, τι είναι κανονικότητα;
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ το φιλοσοφικό βάθος της έννοιας, ίσως μάλιστα να μη χρειάζεται. Η Wikipedia ορίζει πολύ απλά την κανονικότητα ως το «να συμβαίνουν τα γεγονότα όπως συνηθίζουν ή όπως έχει οριστεί· οποιοδήποτε μοτίβο». Ας προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω και ας ορίσουμε την κανονικότητα ως οποιαδήποτε διαδικασία προχωρεί με επανάληψη βασικών λειτουργιών σύμφωνα με κάποιον καθορισμένο κανόνα ή οποιαδήποτε διαδικασία μπορεί να αναλυθεί ως επανάληψη βασικών λειτουργιών σύμφωνα με κάποιον καθορίσιμο κανόνα.
Υπάρχουν κανονικότητες φυσικές, όπως σταθερά επαναλαμβανόμενα φυσικά φαινόμενα, γλωσσικές, όπως συντακτικοί και γραμματικοί κανόνες, κοινωνικές, όπως πολιτικές δομές, τελετουργίες και συνήθειες. Όλες ερείδονται στην συνολοταυτιστική, επαναληπτική διάσταση του χρόνου, παρότι αναδύονται, ως επιμέρους μορφές, από τη δημιουργική, ετερογενή διάσταση του χρόνου, την οποία ωστόσο εξ ορισμού αποκλείουν. Οι κανονικότητες παράγουν δομές και οι δομές υπάρχουν ως κανονικότητες. Δημιουργούν χρονικότητες ως δομές συνέχειας, που εξαρτώνται από την κυκλική ή προοδευτική επανάληψη. Είναι εξ ορισμού λειτουργικές, αφού αναφέρονται σε τελικότητες, επιμέρους ή καθολικές. Έχουν νόημα μόνο από συγκεκριμένες προοπτικές, από τις οποίες εμφανίζονται ως κανονικότητες, καθώς το ταυτιστικό και το δημιουργικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και κάθε μορφή εμπεριέχει το κανονικό και το μη-κανονικό στοιχείο. Για να το πούμε όμως πιο απλά, τόσο οι φυσικές, όσο και οι γλωσσικές κανονικότητες εξαρτώνται από την κοινωνική κανονικότητα, καθώς, παρότι μοιάζουν φαινομενικά ανεξάρτητες από αυτή, λαμβάνουν μόνο από αυτή και εν σχέσει προς αυτή το νόημά τους. Σε αυτή λοιπόν, την κοινωνική κανονικότητα, θα δώσουμε την προσοχή μας και σε αυτή αναφέρεται το σύνθημα της Χιλής.
Είναι όμως η κοινωνική κανονικότητα συμπαγής και μονοδιάστατη; Όχι, αντιθέτως, θα διακρίνουμε στο σύγχρονο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο τρεις αντιθετικές μα και συμπληρωματικές κανονικότητες: την κρατική πολιτική κανονικότητα, την καπιταλιστική οικονομική κανονικότητα και την καθ’ εαυτή κοινωνική κανονικότητα. Είναι σαφής η διάκριση στον επίκαιρο πολιτικό λόγο.
Οι πρόσφατες κυβερνήσεις στην Ελλάδα, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της ΝΔ εόρτασαν πολλαπλώς τη διαβόητη «επιστροφή στην κανονικότητα».
Ενώ το σύνθημα της Χιλής μας θύμισε ένα άλλο, προ δεκαετίας, ελληνικό σύνθημα, μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008: «Καμία επιστροφή στην κανονικότητα».
Είναι λοιπόν άλλη η ‘κανονικότητα’ των κυβερνόντων και του συστήματος και άλλη η ΄κανονικότητα’ των εξεγερμένων; Ή είναι η ίδια ‘κανονικότητα’ την οποία οι πρώτοι υπηρετούν και οι δεύτεροι αμφισβητούν; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, η απάντηση κρύβεται ήδη στους περιγραφικούς όρους του ερωτήματος.
Οι κυβερνώντες εξ ορισμού υπηρετούν μία ‘κανονικότητα’, την κανονικότητα των διαδικασιών αναπαραγωγής και συντήρησης του συστήματος διακυβέρνησης του οποίου αποτελούν τους υπαρκτούς λειτουργούς, ενώ οι εξεγερμένοι εξ ορισμού αμφισβητούν την κατεστημένη κανονικότητα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η κανονικότητα ταυτίζεται με το θεσμισμένο σύστημα, δηλαδή το σύστημα κυριαρχίας, δηλαδή με την κατεστημένη κυριαρχία. Δεν πρόκειται για κάποια αφηρημένη, καθολική και τελεστική έννοια επαναληπτικής και οργανωμένης δράσης, όπως το αφηρημένο σχήμα του κανόνα, αλλά για ένα συγκεκριμένο σύστημα τεχνικών και πρακτικών της εξουσίας, ρυθμισμένο να συντηρεί και να αναπαράγει την κοινωνική καταπίεση και την ανισότητα που το ίδιο πραγματώνει.
Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η θεσμική κανονικότητα, συγκεκριμένα η κρατική κανονικότητα, που προσδιορίζεται ως το μονοπώλιο νομιμότητας και πολιτικής απόφασης της κρατικής αυθεντίας. Το εύρος δικαιοδοσίας και η ιστορική συνέχεια εξασφαλίζεται με την προσφυγή στο κυρίαρχο ιδεολόγημα του Έθνους, το οποίο κυριαρχεί ως μεταφυσικό συμπλήρωμα δικαίωσης, ως φαντασιακή μήτρα συλλογικής καταγωγής και κοινωνικής ταύτισης. Τα πραγματικά γεωγραφικά όρια της κανονικότητας του κράτους τείνουν να συμπίπτουν με τα φαντασιακά όρια του έθνους, τάση που γεννά τα τεράστια πολιτικά προβλήματα του επεκτατισμού, της αφομοίωσης, του αποκλεισμού, όπως και τα ιδεολογήματα των ‘αλύτρωτων πατρίδων’, των ‘υπόδουλων συμπατριωτών’ ή ακόμη και των ‘ομογενών’. Η κρατική κανονικότητα τείνει εξ ορισμού στη σταθερότητα, καθώς συγκροτεί κλίμακες αφομοίωσης, αποκλεισμού και κοινωνικής συνταύτισης, ενώ οποιαδήποτε ρητή αμφισβήτησή της χαρακτηρίζεται ως ‘στάσις’ ή ‘εξέγερση’ και αντιμετωπίζεται καταρχήν κατασταλτικά.
Καθώς η κρατική κανονικότητα βασίζεται στο “εθνικό” μονοπώλιο νομιμότητας, ακόμη και μικρές χειρονομίες αμφισβήτησης των επίσημων τελετουργικών, όπως η αλα Monty Python παρέλαση κάποιων κοριτσιών στη Ν. Φιλαδέλφεια την 28η Οκτωβρίου, αντιμετωπίζονται ως ύβρεις ενάντια στην κοινωνική ευρυθμία και τάξη. Είναι ένδειξη πως η κρατική κανονικότητα ταυτίζεται με τη χειραγώγηση της δημόσιας χρονικότητας και είναι διαρκώς ευάλωτη διότι δεν μπορεί να καλύψει πλήρως την τελευταία.
Ασφαλώς, συμπληρωματική της είναι η έτερη μορφή θεσμικής κανονικότητας, η οποία επίσης αποτυπώνεται νομοθετικά, δηλαδή στηρίζεται εξίσου στο κρατικό μονοπώλιο της νομιμότητας, η κανονικότητα των καπιταλιστικών αγορών. Παρότι στηρίζεται στην πρώτη, διαφέρει από την κρατική κανονικότητα καθώς τυπικά δεν έχει όρια ή τείνει να γκρεμίζει κάθε όριο, συχνά αντιστρέφοντας τους όρους ισχύος μεταξύ των μηχανισμών της αγοράς και ενός συγκεκριμένου κράτους, με την απαραίτητη προϋπόθεση οι πολυεθνικοί μηχανισμοί της αγοράς να στηρίζονται στα συμφέροντα έτερων, πιο ισχυρών, κρατών.
Η κανονικότητα των αγορών δεν επιβιώνει ως κάποια τελείως ανεξάρτητη θεσμική κανονικότητα, καθώς το μονοπώλιο νομιμότητας της κρατικής κανονικότητας είναι αναμφισβήτητο. Η καπιταλιστική κανονικότητα είναι εξ ορισμού ασταθής, καθώς συνθέτει ένα υπερ-πολιτικό πεδίο ανταγωνισμού, ενώ οποιαδήποτε απόπειρα σταθεροποίησής της χαρακτηρίζεται ως ‘παρέμβαση’ και επιλύεται ξανά στο κατώτερο πεδίο των πολιτικών συσχετισμών. Οι εταιρείες έχουν εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας, όμως δεν θέτουν δίκαιο ούτε νόμους. Ρητή τους επιδίωξη είναι η επέκταση και η κερδοφόρος αναπαραγωγή προς όφελος των ιδίων, δηλαδή η εκμετάλλευση των φυσικών και κοινωνικών πόρων· αυτή την επιδίωξη εξυπηρετεί η εσωτερική τους κανονικότητα.
Οι κρατικές υπηρεσίες έχουν παρόμοιους και συναφείς κανόνες λειτουργίας, όμως η επίσημη ρητή τους επιδίωξη, η ιδεολογία τους, είναι η συντήρηση και η αειφόρος αναπαραγωγή προς όφελος της «πατρίδας», δηλαδή ο εμπλουτισμός των φυσικών και κοινωνικών πόρων· η πραγματική τους όμως λειτουργία εξυπηρετεί την αυτό-συντήρηση και την αυτό-αναπαραγωγή, δηλαδή επίσης την εκμετάλλευση των φυσικών και κοινωνικών πόρων. Έτσι οι μηχανισμοί της εσωτερικής κανονικότητας των κρατικών και των καπιταλιστικών υπηρεσιών είναι παρόμοιοι.
Εδώ έχουμε ένα σημείο ταύτισης. Τόσο η κρατική όσο και η αγοραία καπιταλιστική κανονικότητα είναι γραφειοκρατικές κανονικότητες. Όμως ενώ μετέχουν σε κοινό παιχνίδι ισχύος, εξυπηρετούν δηλαδή το ίδιο πεδίο συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, μόνο οι μηχανισμοί της καπιταλιστικής κανονικότητας είναι συνεπείς και προωθούν τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά την κοινή τελικότητα, δηλαδή την απεριόριστη κυριαρχία και εκμετάλλευση των φυσικών και κοινωνικών πόρων προς όφελος της διευθύνουσας ελίτ. Το παιχνίδι τους είναι ρητό και οι μηχανισμοί συναφείς προς τη λειτουργία τους. Η απορρύθμιση του υπάρχοντος μέσω του μετασχηματισμού του σε μελλοντικά κέρδη, μέσω της ρευστοποίησης, του ρίσκου και της επένδυσης, είναι εμμενές στοιχείο της λειτουργίας τους.
Οι κρατικοί μηχανισμοί εξουσίας δεν είναι έτσι. Απαιτούν την νομιμοποίησή τους, εξ ορισμού στηρίζονται σε ένα συγκεκριμένο μονοπώλιο νομιμότητας. Υπάρχει διάσταση, δηλαδή χάσμα, ανάμεσα στον διακηρυγμένο, τυπικό σκοπό τους, δηλαδή την εξυπηρέτηση ενός κοινού συμφέροντος και την πραγματική, πρακτική τους λειτουργία, δηλαδή την καθυπόταξη της κοινωνίας προς όφελος ίδιων συμφερόντων. Τα συμφέροντα αυτά συμμετέχουν στο υπερ-πολιτικό παιχνίδι της καπιταλιστικής κανονικότητας, μεταφέροντας εκεί, στο ανεξέλεγκτο και αδιαφανές πεδίο των αγορών, τους πόρους που αντλούν από την κοινωνία σύμφωνα με τη θεσμική κανονικότητα του πολιτικού πεδίου. Ενώ οι κρατικοί μηχανισμοί υποτίθεται ότι ενεργούν προς τη συντήρηση του υπάρχοντος και τη διατήρηση της κατεστημένης παράδοσης, η εμπλοκή τους στο καπιταλιστικό πρόταγμα και τις επιταγές της καπιταλιστικής ανάπτυξης συσσωρεύει μία αντίφαση στα θεμέλιά τους, την αντίφαση λόγου και πράξης, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση το μονοπώλιο νομιμότητας που κατέχουν. Η αμφισβήτηση αυτή εκδηλώνεται εμπράκτως ως κοινωνική εξέγερση.
Εν συντομία, ενώ και οι καπιταλιστικοί και οι κρατικοί μηχανισμοί δομούνται με το ίδιο μοντέλο και πραγματώνουν την κοινή τελικότητα του καπιταλιστικού φαντασιακού, μόνο οι πρώτοι καθορίζουν πραγματικά καθολικούς συστημικούς στόχους και πιέζουν προς την εκπλήρωσή τους, είναι δηλαδή, πολιτικά αποτελεσματικοί. Οι δεύτεροι είτε αυτο-αναπαράγονται είτε επεκτείνονται, θέτουν επιμέρους, τοπικούς στόχους, που εξυπηρετούνται σε συναρμογή προς την ευρύτερη και παγκόσμια καπιταλιστική κανονικότητα. Η κρατική κανονικότητα λαμβάνει τη θέση θεμελίου ή εδάφους, ενώ η καπιταλιστική κανονικότητα τη θέση επιφάνειας, καλύμματος ή ουρανού που συνδέει και προσανατολίζει τις τοπικές ιδιαιτερότητες σε μία παγκόσμια λειτουργικότητα.
Φυσικά, υπάρχει και το κατώτερο, βασικό, εδαφικό επίπεδο, η κοινωνική κανονικότητα, της οποίας τα άνωθεν όρια είναι το κράτος, ο μηχανισμός καθυπόταξης, ελέγχου και ρύθμισής της. Παρόλο που η κοινωνική κανονικότητα είναι εξ ορισμού κατακερματισμένη, παραμένει ουσιαστικά αλληλοσυμπληρωματική και αλληλοσυνδεδεμένη, παρουσιάζει δηλαδή μία ιδιόμορφη πολλαπλή ενότητα. Είναι το πεδίο της θεσμίζουσας κοινωνίας, το πεδίο του έθους και της συνήθειας, του habitus, το πεδίο της κανονικότητας που δεν είναι πλήρως νομοθετημένη μα παράγει νομιμοποίηση.
Αν η κρατική κανονικότητα είναι το μονοπώλιο της νομιμότητας, ουσιαστικά η κοινωνική κανονικότητα θα έπρεπε να είναι το μονοπώλιο της νομιμοποίησης. Αυτό είναι η ιδεολογία του εθνοκρατικού συστήματος, και φυσικά δεν ισχύει. Δεν υπάρχει μονοπώλιο νομιμοποίησης γιατί δεν υπάρχει μονοπώλιο δύναμης, δηλαδή ικανότητας μετασχηματισμού. Υπάρχει μονοπώλιο νόμιμης βίας, που κατέχει η κρατική κανονικότητα, μονοπώλιο οικονομικής ισχύος, που κατέχει η καπιταλιστική κανονικότητα, όχι όμως μονοπώλιο κοινωνικής δύναμης.
Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού προτείνει την καθυπόταξη της κρατικής κανονικότητας στους σκοπούς της καπιταλιστικής κανονικότητας ως βέλτιστο τρόπο εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της κοινωνικής δύναμης. Το δόγμα του σοσιαλιστικού ή εθνικιστικού κρατισμού πρότεινε παλαιότερα την καθυπόταξη της καπιταλιστικής κανονικότητας στους σκοπούς της κρατικής κανονικότητας ως βέλτιστο τρόπο εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της κοινωνικής δύναμης. Έκαστο προσπάθησε να συγκροτήσει μία νέα κοινωνική κανονικότητα εις βάρος των επιμέρους παραδοσιακών κοινοτικών κανονικοτήτων.
Το κοινωνικό πεδίο, το πεδίο της θεσμίζουσας κοινωνίας είναι εμμενώς ασταθές και ετερογενές, είναι το πεδίο από όπου αναδύονται και όπου εκδηλώνονται όλες οι ασυνέχειες, όλες οι μη κανονικότητες, όλες οι καινούργιες σημασίες που διαρρηγνύουν το σύστημα των θεσμισμένων σημασιών, όλες οι εξεγέρσεις και αμφισβητήσεις του υπάρχοντος. Στο κοινωνικό πεδίο η κανονικότητα και η μη-κανονικότητα διαρκώς συνυπάρχουν, με διαφορετικούς βαθμούς έντασης κάθε στιγμή.
Από το κοινωνικό μάγμα όπου θεμελιώνονται τόσο η κρατική, όσο και η καπιταλιστική κανονικότητα, από όπου αντλούν την ενέργεια η οποία τροφοδοτεί τόσο τις απολιθωμένες δομές της πρώτης, όσο και την ερημογόνο ροή της δεύτερης, ξεπηδούν οι ορμητικοί πίδακες της αμφισβήτησης και της ανατροπής, που κυοφορούν το καινούργιο. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε την κανονικότητα των στιγμών αυτής της έκρηξης, διότι φέρει άπειρες σημασίες και νοήματα ως δυνατότητες, πολλά εκ των οποίων δεν θα αποκρυσταλλωθούν ποτέ σε θεσμισμένες κανονικότητες, μα θα συνεχίσουν να σιγοβράζουν ως κόμβοι θεσμίζουσας δραστηριότητας. Ενώ υπάρχει η ευρεία κανονικότητα της θεσμισμένης κοινωνίας, δεν υπάρχει κανονικότητα της εξεγερμένης θεσμίζουσας κοινωνίας, γιατί μόνο η θεσμίζουσα κοινωνία δημιουργεί, δεν αναπαράγει απλώς, κανονικότητες, δημιουργεί το ίδιο το πεδίο όπου λαμβάνει νόημα η διάκριση κανονικότητας και μη-κανονικότητας.
Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν αν πίσω από το σύνθημα της Χιλής υποκρύπτεται το ένα ή το άλλο νόημα της κανονικότητας. Το σύνθημα είναι σαφές. Οι κυρίαρχες κανονικότητες, η καπιταλιστική και η κρατική, που συντίθενται στο πολιτικο-οικονομικό πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού δεν αφήνουν τόπο στην κανονική κοινωνική ζωή.
Αυτή απελευθερώνεται εμφατικά όταν οι τεχνητές, άνωθεν κανονικότητες γκρεμίζονται και η κατεστημένη χρονικότητα ανατρέπεται, φέρνοντας την καταπιεσμένη κοινωνία και το κάθε άτομο ξεχωριστά διότι μαζί, στο επίκεντρο της Ιστορίας, στην κανονική τους θέση, ως αρχή των εσομένων, δημιουργοί ενός κοινού, μη-κανονικού, παρόντος.
Υπάρχει πολιτική θέσμιση που να δημιουργεί ελεύθερη κοινωνική χρονικότητα, ικανή να εμπεριέχει και την κανονικότητα και τη μη-κανονικότητα, ανοιχτή στον μετασχηματισμό; Κατά τη γνώμη μου, ναι, και αυτή είναι η άμεση δημοκρατία, ο προταγματικός ορίζοντας των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων που ραγίζουν τη βιτρίνα του κατεστημένου.
του Αλέξανδρου Σχισμένου
Αυτό το σύνθημα μάς θέτει έναν βαθύ πολιτικό προβληματισμό: αν η κανονικότητα είναι το πρόβλημα, τι είναι κανονικότητα;
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ το φιλοσοφικό βάθος της έννοιας, ίσως μάλιστα να μη χρειάζεται. Η Wikipedia ορίζει πολύ απλά την κανονικότητα ως το «να συμβαίνουν τα γεγονότα όπως συνηθίζουν ή όπως έχει οριστεί· οποιοδήποτε μοτίβο». Ας προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω και ας ορίσουμε την κανονικότητα ως οποιαδήποτε διαδικασία προχωρεί με επανάληψη βασικών λειτουργιών σύμφωνα με κάποιον καθορισμένο κανόνα ή οποιαδήποτε διαδικασία μπορεί να αναλυθεί ως επανάληψη βασικών λειτουργιών σύμφωνα με κάποιον καθορίσιμο κανόνα.
Υπάρχουν κανονικότητες φυσικές, όπως σταθερά επαναλαμβανόμενα φυσικά φαινόμενα, γλωσσικές, όπως συντακτικοί και γραμματικοί κανόνες, κοινωνικές, όπως πολιτικές δομές, τελετουργίες και συνήθειες. Όλες ερείδονται στην συνολοταυτιστική, επαναληπτική διάσταση του χρόνου, παρότι αναδύονται, ως επιμέρους μορφές, από τη δημιουργική, ετερογενή διάσταση του χρόνου, την οποία ωστόσο εξ ορισμού αποκλείουν. Οι κανονικότητες παράγουν δομές και οι δομές υπάρχουν ως κανονικότητες. Δημιουργούν χρονικότητες ως δομές συνέχειας, που εξαρτώνται από την κυκλική ή προοδευτική επανάληψη. Είναι εξ ορισμού λειτουργικές, αφού αναφέρονται σε τελικότητες, επιμέρους ή καθολικές. Έχουν νόημα μόνο από συγκεκριμένες προοπτικές, από τις οποίες εμφανίζονται ως κανονικότητες, καθώς το ταυτιστικό και το δημιουργικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και κάθε μορφή εμπεριέχει το κανονικό και το μη-κανονικό στοιχείο. Για να το πούμε όμως πιο απλά, τόσο οι φυσικές, όσο και οι γλωσσικές κανονικότητες εξαρτώνται από την κοινωνική κανονικότητα, καθώς, παρότι μοιάζουν φαινομενικά ανεξάρτητες από αυτή, λαμβάνουν μόνο από αυτή και εν σχέσει προς αυτή το νόημά τους. Σε αυτή λοιπόν, την κοινωνική κανονικότητα, θα δώσουμε την προσοχή μας και σε αυτή αναφέρεται το σύνθημα της Χιλής.
Είναι όμως η κοινωνική κανονικότητα συμπαγής και μονοδιάστατη; Όχι, αντιθέτως, θα διακρίνουμε στο σύγχρονο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο τρεις αντιθετικές μα και συμπληρωματικές κανονικότητες: την κρατική πολιτική κανονικότητα, την καπιταλιστική οικονομική κανονικότητα και την καθ’ εαυτή κοινωνική κανονικότητα. Είναι σαφής η διάκριση στον επίκαιρο πολιτικό λόγο.
Οι πρόσφατες κυβερνήσεις στην Ελλάδα, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της ΝΔ εόρτασαν πολλαπλώς τη διαβόητη «επιστροφή στην κανονικότητα».
Ενώ το σύνθημα της Χιλής μας θύμισε ένα άλλο, προ δεκαετίας, ελληνικό σύνθημα, μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008: «Καμία επιστροφή στην κανονικότητα».
Είναι λοιπόν άλλη η ‘κανονικότητα’ των κυβερνόντων και του συστήματος και άλλη η ΄κανονικότητα’ των εξεγερμένων; Ή είναι η ίδια ‘κανονικότητα’ την οποία οι πρώτοι υπηρετούν και οι δεύτεροι αμφισβητούν; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, η απάντηση κρύβεται ήδη στους περιγραφικούς όρους του ερωτήματος.
Οι κυβερνώντες εξ ορισμού υπηρετούν μία ‘κανονικότητα’, την κανονικότητα των διαδικασιών αναπαραγωγής και συντήρησης του συστήματος διακυβέρνησης του οποίου αποτελούν τους υπαρκτούς λειτουργούς, ενώ οι εξεγερμένοι εξ ορισμού αμφισβητούν την κατεστημένη κανονικότητα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η κανονικότητα ταυτίζεται με το θεσμισμένο σύστημα, δηλαδή το σύστημα κυριαρχίας, δηλαδή με την κατεστημένη κυριαρχία. Δεν πρόκειται για κάποια αφηρημένη, καθολική και τελεστική έννοια επαναληπτικής και οργανωμένης δράσης, όπως το αφηρημένο σχήμα του κανόνα, αλλά για ένα συγκεκριμένο σύστημα τεχνικών και πρακτικών της εξουσίας, ρυθμισμένο να συντηρεί και να αναπαράγει την κοινωνική καταπίεση και την ανισότητα που το ίδιο πραγματώνει.
Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η θεσμική κανονικότητα, συγκεκριμένα η κρατική κανονικότητα, που προσδιορίζεται ως το μονοπώλιο νομιμότητας και πολιτικής απόφασης της κρατικής αυθεντίας. Το εύρος δικαιοδοσίας και η ιστορική συνέχεια εξασφαλίζεται με την προσφυγή στο κυρίαρχο ιδεολόγημα του Έθνους, το οποίο κυριαρχεί ως μεταφυσικό συμπλήρωμα δικαίωσης, ως φαντασιακή μήτρα συλλογικής καταγωγής και κοινωνικής ταύτισης. Τα πραγματικά γεωγραφικά όρια της κανονικότητας του κράτους τείνουν να συμπίπτουν με τα φαντασιακά όρια του έθνους, τάση που γεννά τα τεράστια πολιτικά προβλήματα του επεκτατισμού, της αφομοίωσης, του αποκλεισμού, όπως και τα ιδεολογήματα των ‘αλύτρωτων πατρίδων’, των ‘υπόδουλων συμπατριωτών’ ή ακόμη και των ‘ομογενών’. Η κρατική κανονικότητα τείνει εξ ορισμού στη σταθερότητα, καθώς συγκροτεί κλίμακες αφομοίωσης, αποκλεισμού και κοινωνικής συνταύτισης, ενώ οποιαδήποτε ρητή αμφισβήτησή της χαρακτηρίζεται ως ‘στάσις’ ή ‘εξέγερση’ και αντιμετωπίζεται καταρχήν κατασταλτικά.
Καθώς η κρατική κανονικότητα βασίζεται στο “εθνικό” μονοπώλιο νομιμότητας, ακόμη και μικρές χειρονομίες αμφισβήτησης των επίσημων τελετουργικών, όπως η αλα Monty Python παρέλαση κάποιων κοριτσιών στη Ν. Φιλαδέλφεια την 28η Οκτωβρίου, αντιμετωπίζονται ως ύβρεις ενάντια στην κοινωνική ευρυθμία και τάξη. Είναι ένδειξη πως η κρατική κανονικότητα ταυτίζεται με τη χειραγώγηση της δημόσιας χρονικότητας και είναι διαρκώς ευάλωτη διότι δεν μπορεί να καλύψει πλήρως την τελευταία.
Ασφαλώς, συμπληρωματική της είναι η έτερη μορφή θεσμικής κανονικότητας, η οποία επίσης αποτυπώνεται νομοθετικά, δηλαδή στηρίζεται εξίσου στο κρατικό μονοπώλιο της νομιμότητας, η κανονικότητα των καπιταλιστικών αγορών. Παρότι στηρίζεται στην πρώτη, διαφέρει από την κρατική κανονικότητα καθώς τυπικά δεν έχει όρια ή τείνει να γκρεμίζει κάθε όριο, συχνά αντιστρέφοντας τους όρους ισχύος μεταξύ των μηχανισμών της αγοράς και ενός συγκεκριμένου κράτους, με την απαραίτητη προϋπόθεση οι πολυεθνικοί μηχανισμοί της αγοράς να στηρίζονται στα συμφέροντα έτερων, πιο ισχυρών, κρατών.
Η κανονικότητα των αγορών δεν επιβιώνει ως κάποια τελείως ανεξάρτητη θεσμική κανονικότητα, καθώς το μονοπώλιο νομιμότητας της κρατικής κανονικότητας είναι αναμφισβήτητο. Η καπιταλιστική κανονικότητα είναι εξ ορισμού ασταθής, καθώς συνθέτει ένα υπερ-πολιτικό πεδίο ανταγωνισμού, ενώ οποιαδήποτε απόπειρα σταθεροποίησής της χαρακτηρίζεται ως ‘παρέμβαση’ και επιλύεται ξανά στο κατώτερο πεδίο των πολιτικών συσχετισμών. Οι εταιρείες έχουν εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας, όμως δεν θέτουν δίκαιο ούτε νόμους. Ρητή τους επιδίωξη είναι η επέκταση και η κερδοφόρος αναπαραγωγή προς όφελος των ιδίων, δηλαδή η εκμετάλλευση των φυσικών και κοινωνικών πόρων· αυτή την επιδίωξη εξυπηρετεί η εσωτερική τους κανονικότητα.
Οι κρατικές υπηρεσίες έχουν παρόμοιους και συναφείς κανόνες λειτουργίας, όμως η επίσημη ρητή τους επιδίωξη, η ιδεολογία τους, είναι η συντήρηση και η αειφόρος αναπαραγωγή προς όφελος της «πατρίδας», δηλαδή ο εμπλουτισμός των φυσικών και κοινωνικών πόρων· η πραγματική τους όμως λειτουργία εξυπηρετεί την αυτό-συντήρηση και την αυτό-αναπαραγωγή, δηλαδή επίσης την εκμετάλλευση των φυσικών και κοινωνικών πόρων. Έτσι οι μηχανισμοί της εσωτερικής κανονικότητας των κρατικών και των καπιταλιστικών υπηρεσιών είναι παρόμοιοι.
Εδώ έχουμε ένα σημείο ταύτισης. Τόσο η κρατική όσο και η αγοραία καπιταλιστική κανονικότητα είναι γραφειοκρατικές κανονικότητες. Όμως ενώ μετέχουν σε κοινό παιχνίδι ισχύος, εξυπηρετούν δηλαδή το ίδιο πεδίο συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, μόνο οι μηχανισμοί της καπιταλιστικής κανονικότητας είναι συνεπείς και προωθούν τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά την κοινή τελικότητα, δηλαδή την απεριόριστη κυριαρχία και εκμετάλλευση των φυσικών και κοινωνικών πόρων προς όφελος της διευθύνουσας ελίτ. Το παιχνίδι τους είναι ρητό και οι μηχανισμοί συναφείς προς τη λειτουργία τους. Η απορρύθμιση του υπάρχοντος μέσω του μετασχηματισμού του σε μελλοντικά κέρδη, μέσω της ρευστοποίησης, του ρίσκου και της επένδυσης, είναι εμμενές στοιχείο της λειτουργίας τους.
Οι κρατικοί μηχανισμοί εξουσίας δεν είναι έτσι. Απαιτούν την νομιμοποίησή τους, εξ ορισμού στηρίζονται σε ένα συγκεκριμένο μονοπώλιο νομιμότητας. Υπάρχει διάσταση, δηλαδή χάσμα, ανάμεσα στον διακηρυγμένο, τυπικό σκοπό τους, δηλαδή την εξυπηρέτηση ενός κοινού συμφέροντος και την πραγματική, πρακτική τους λειτουργία, δηλαδή την καθυπόταξη της κοινωνίας προς όφελος ίδιων συμφερόντων. Τα συμφέροντα αυτά συμμετέχουν στο υπερ-πολιτικό παιχνίδι της καπιταλιστικής κανονικότητας, μεταφέροντας εκεί, στο ανεξέλεγκτο και αδιαφανές πεδίο των αγορών, τους πόρους που αντλούν από την κοινωνία σύμφωνα με τη θεσμική κανονικότητα του πολιτικού πεδίου. Ενώ οι κρατικοί μηχανισμοί υποτίθεται ότι ενεργούν προς τη συντήρηση του υπάρχοντος και τη διατήρηση της κατεστημένης παράδοσης, η εμπλοκή τους στο καπιταλιστικό πρόταγμα και τις επιταγές της καπιταλιστικής ανάπτυξης συσσωρεύει μία αντίφαση στα θεμέλιά τους, την αντίφαση λόγου και πράξης, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση το μονοπώλιο νομιμότητας που κατέχουν. Η αμφισβήτηση αυτή εκδηλώνεται εμπράκτως ως κοινωνική εξέγερση.
Εν συντομία, ενώ και οι καπιταλιστικοί και οι κρατικοί μηχανισμοί δομούνται με το ίδιο μοντέλο και πραγματώνουν την κοινή τελικότητα του καπιταλιστικού φαντασιακού, μόνο οι πρώτοι καθορίζουν πραγματικά καθολικούς συστημικούς στόχους και πιέζουν προς την εκπλήρωσή τους, είναι δηλαδή, πολιτικά αποτελεσματικοί. Οι δεύτεροι είτε αυτο-αναπαράγονται είτε επεκτείνονται, θέτουν επιμέρους, τοπικούς στόχους, που εξυπηρετούνται σε συναρμογή προς την ευρύτερη και παγκόσμια καπιταλιστική κανονικότητα. Η κρατική κανονικότητα λαμβάνει τη θέση θεμελίου ή εδάφους, ενώ η καπιταλιστική κανονικότητα τη θέση επιφάνειας, καλύμματος ή ουρανού που συνδέει και προσανατολίζει τις τοπικές ιδιαιτερότητες σε μία παγκόσμια λειτουργικότητα.
Φυσικά, υπάρχει και το κατώτερο, βασικό, εδαφικό επίπεδο, η κοινωνική κανονικότητα, της οποίας τα άνωθεν όρια είναι το κράτος, ο μηχανισμός καθυπόταξης, ελέγχου και ρύθμισής της. Παρόλο που η κοινωνική κανονικότητα είναι εξ ορισμού κατακερματισμένη, παραμένει ουσιαστικά αλληλοσυμπληρωματική και αλληλοσυνδεδεμένη, παρουσιάζει δηλαδή μία ιδιόμορφη πολλαπλή ενότητα. Είναι το πεδίο της θεσμίζουσας κοινωνίας, το πεδίο του έθους και της συνήθειας, του habitus, το πεδίο της κανονικότητας που δεν είναι πλήρως νομοθετημένη μα παράγει νομιμοποίηση.
Αν η κρατική κανονικότητα είναι το μονοπώλιο της νομιμότητας, ουσιαστικά η κοινωνική κανονικότητα θα έπρεπε να είναι το μονοπώλιο της νομιμοποίησης. Αυτό είναι η ιδεολογία του εθνοκρατικού συστήματος, και φυσικά δεν ισχύει. Δεν υπάρχει μονοπώλιο νομιμοποίησης γιατί δεν υπάρχει μονοπώλιο δύναμης, δηλαδή ικανότητας μετασχηματισμού. Υπάρχει μονοπώλιο νόμιμης βίας, που κατέχει η κρατική κανονικότητα, μονοπώλιο οικονομικής ισχύος, που κατέχει η καπιταλιστική κανονικότητα, όχι όμως μονοπώλιο κοινωνικής δύναμης.
Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού προτείνει την καθυπόταξη της κρατικής κανονικότητας στους σκοπούς της καπιταλιστικής κανονικότητας ως βέλτιστο τρόπο εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της κοινωνικής δύναμης. Το δόγμα του σοσιαλιστικού ή εθνικιστικού κρατισμού πρότεινε παλαιότερα την καθυπόταξη της καπιταλιστικής κανονικότητας στους σκοπούς της κρατικής κανονικότητας ως βέλτιστο τρόπο εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της κοινωνικής δύναμης. Έκαστο προσπάθησε να συγκροτήσει μία νέα κοινωνική κανονικότητα εις βάρος των επιμέρους παραδοσιακών κοινοτικών κανονικοτήτων.
Το κοινωνικό πεδίο, το πεδίο της θεσμίζουσας κοινωνίας είναι εμμενώς ασταθές και ετερογενές, είναι το πεδίο από όπου αναδύονται και όπου εκδηλώνονται όλες οι ασυνέχειες, όλες οι μη κανονικότητες, όλες οι καινούργιες σημασίες που διαρρηγνύουν το σύστημα των θεσμισμένων σημασιών, όλες οι εξεγέρσεις και αμφισβητήσεις του υπάρχοντος. Στο κοινωνικό πεδίο η κανονικότητα και η μη-κανονικότητα διαρκώς συνυπάρχουν, με διαφορετικούς βαθμούς έντασης κάθε στιγμή.
Από το κοινωνικό μάγμα όπου θεμελιώνονται τόσο η κρατική, όσο και η καπιταλιστική κανονικότητα, από όπου αντλούν την ενέργεια η οποία τροφοδοτεί τόσο τις απολιθωμένες δομές της πρώτης, όσο και την ερημογόνο ροή της δεύτερης, ξεπηδούν οι ορμητικοί πίδακες της αμφισβήτησης και της ανατροπής, που κυοφορούν το καινούργιο. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε την κανονικότητα των στιγμών αυτής της έκρηξης, διότι φέρει άπειρες σημασίες και νοήματα ως δυνατότητες, πολλά εκ των οποίων δεν θα αποκρυσταλλωθούν ποτέ σε θεσμισμένες κανονικότητες, μα θα συνεχίσουν να σιγοβράζουν ως κόμβοι θεσμίζουσας δραστηριότητας. Ενώ υπάρχει η ευρεία κανονικότητα της θεσμισμένης κοινωνίας, δεν υπάρχει κανονικότητα της εξεγερμένης θεσμίζουσας κοινωνίας, γιατί μόνο η θεσμίζουσα κοινωνία δημιουργεί, δεν αναπαράγει απλώς, κανονικότητες, δημιουργεί το ίδιο το πεδίο όπου λαμβάνει νόημα η διάκριση κανονικότητας και μη-κανονικότητας.
Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν αν πίσω από το σύνθημα της Χιλής υποκρύπτεται το ένα ή το άλλο νόημα της κανονικότητας. Το σύνθημα είναι σαφές. Οι κυρίαρχες κανονικότητες, η καπιταλιστική και η κρατική, που συντίθενται στο πολιτικο-οικονομικό πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού δεν αφήνουν τόπο στην κανονική κοινωνική ζωή.
Αυτή απελευθερώνεται εμφατικά όταν οι τεχνητές, άνωθεν κανονικότητες γκρεμίζονται και η κατεστημένη χρονικότητα ανατρέπεται, φέρνοντας την καταπιεσμένη κοινωνία και το κάθε άτομο ξεχωριστά διότι μαζί, στο επίκεντρο της Ιστορίας, στην κανονική τους θέση, ως αρχή των εσομένων, δημιουργοί ενός κοινού, μη-κανονικού, παρόντος.
Υπάρχει πολιτική θέσμιση που να δημιουργεί ελεύθερη κοινωνική χρονικότητα, ικανή να εμπεριέχει και την κανονικότητα και τη μη-κανονικότητα, ανοιχτή στον μετασχηματισμό; Κατά τη γνώμη μου, ναι, και αυτή είναι η άμεση δημοκρατία, ο προταγματικός ορίζοντας των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων που ραγίζουν τη βιτρίνα του κατεστημένου.
του Αλέξανδρου Σχισμένου
Πηγή: