Γι’ αυτό και μανιασμένη η ανταλλαγή απαξιωτικών χαρακτηρισμών, η προσπάθεια να σπιλωθούν οπωσδήποτε οι αντίπαλοι, έστω με αοριστολογίες και υπονοούμενα εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος. Αδίστακτος πόλεμος εντυπώσεων.
Το πιο ποταπό και αηδές είναι ότι η αντιμαχία έχει δεδομένη, θεσμικά-νομικά εξασφαλισμένη, την ατιμωρησία κάθε εγκλήματος των αντιμαχομένων – οπωσδήποτε κάθε πολιτικού (κοινωνικού) κακουργήματος, αλλά και κάθε ποινικού (αν υπερβαθούν κάποιες κωμικές προθεσμίες). Ετσι, οι κατηγορίες που αμοιβαία εκτοξεύονται προεκλογικά ουδέποτε αφορούν κομματικές ασυδοσίες: διορισμούς στο Δημόσιο, εξωφρενικούς δανεισμούς του κράτους, υπονόμευση των θεσμών της Δικαιοσύνης, σκόπιμη ανυπαρξία Δημόσιας Τάξης, δραματική υποβάθμιση της Παιδείας, πρωτογονισμό των ΜΜΕ, εγκατάλειψη των πανεπιστημίων στις κομματικές νεολαίες και στον τραμπουκισμό.
Η προεκλογική, μανιασμένη αντιμαχία αφορά μόνο λωποδυσίες κομμάτων και κομματανθρώπων, χρηματισμό τους από τον διεθνή ή εγχώριο υπόκοσμο, κρατικές προμήθειες από το παρεμπόριο – η αμοιβαία κατασπίλωση παραμένει, πάντοτε και εκ του ασφαλούς, στο πεδίο της πρόκλησης εντυπώσεων. Καθηλώνεται έντεχνα το ενδιαφέρον των πολιτών στο πόσους και ποιους πολιτικούς εξαγόρασε η Novartis ή η Siemens, πόσους και ποιους κροίσους δημιούργησε το κλείσιμο κρατικών βιομηχανιών, με ποιας ιδιοκτησίας θαλαμηγούς ή αεροπλάνα ταξιδεύουν οι «ριζοσπάστες» της Αριστεράς, ποια μυθώδη δάνεια έδωσαν οι Τράπεζες σε αρειμάνιους Συριζαίους με δεδομένη την πτώχευση της χώρας.
Στον πόλεμο των εντυπώσεων αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν. Κανένας δεν μιλάει για τη δημογραφική κατάρρευση του Ελληνισμού, τη χρονολογικά προβλεπόμενη πληθυσμική του εξαφάνιση. Κανένας για την επίσημα κατεστημένη στον δημόσιο βίο αγλωσσία. Κανένας για τη θεσμικά επιβεβλημένη επικυριαρχία των Ευρωπαίων «εταίρων» μας στα χώματα που, με πολύ αίμα, απελευθέρωσαν κάποτε οι πρόγονοί μας. Κανένας δεν διανοείται να θέσει, ως πολιτικό πρόβλημα, τη συντελεσμένη απώλεια της «ψυχής» μας: γλώσσας, ιστορικής συνείδησης, τρόπου αυτοδιοίκησης ή πολιτισμού μας. «Μοιάζουμε να μην ξέρουμε πια γιατί υπάρχουμε, παρά τους αιώνες και τις χιλιετίες πολιτισμού που έχουμε πίσω μας» έγραψε πρόσφατα ο Λαοκράτης Βάσσης, εμβληματική μορφή της τίμιας Αριστεράς.
Η υποταγή της πολιτικής στην ολοκληρωτική λογική του μάρκετινγκ αποκλείει ερωτήματα που βασανίζουν τους πολίτες αλλά ξεγυμνώνουν την ιδιοτέλεια των εξουσιαστών.
Στοιχειώδες για κάθε νουνεχή πολίτη το ερώτημα: Πώς να ανακάμψει η οικονομία, να χαλιναγωγηθεί η ανεργία, να ανασχεθεί η μετανάστευση, να ανασάνει η φτωχολογιά, όσο το κράτος παραμένει πελατειακό; Για να υπάρξει οργανωμένος δημόσιος τομέας στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, άτεγκτη προϋπόθεση είναι να απολυθούν εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλων, που διορίστηκαν στο Δημόσιο με κομματικό ρουσφέτι και ουδέποτε αξιολογήθηκε η ποιότητά τους. Να σταματήσει, εδώ και τώρα, η συνταξιοδότηση, εκατοντάδων και πάλι χιλιάδων, που συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών. Οχι για να «τιμωρηθεί» όλος αυτός ο παρασιτικός πληθυσμός, αλλά για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει κράτος, ικανό να εγγυηθεί την επιβίωση όσων (δικαιότατα) θα απολυθούν και όσων (αξιοκρατικά) θα παραμείνουν.
Ο μόνος πολιτικός που τόλμησε να αναμετρηθεί με τέτοια προβλήματα, είναι ο Στέφανος Μάνος. Κανένα κόμμα δεν αξιοποίησε την πρόκλησή του, δεν θεώρησε ανάγκη να την επεξεργαστεί επιτελικά. Τρομάζει κανείς από την ασυνειδησία του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα, την παχυδερμική ανεμελιά του. Η τόλμη μεταρρυθμιστικών τομών, με στόχο (ούτε λίγο ούτε πολύ) την «επανίδρυση του κράτους», θα μπορούσε (απολύτως ορθολογικά) να υποστηριχθεί και από την Ε.Ε. – κάποτε με επιφάσεις χαλιναγωγείται και η δολιότητα. Ομως τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν νεκρωμένα πολιτικά αντανακλαστικά, είναι οργανισμοί πεθαμένοι, αδύνατο να νεκραναστηθούν επιθετικές πρωτοβουλίες.
Κανένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός δεν επαρκεί για την αποτίμηση της ευτέλειας κομμάτων και κομματανθρώπων στο ελλαδικό κρατίδιο. Συντηρούν τη διαφθορά, την ψυχοπαθολογική εξουσιολαγνεία, με πείσμα και τυφλότητα αυτοκαταστροφική. Χρόνια τώρα, έρχεται και επανέρχεται, με ποικίλες αφορμές, το πάγκοινο και λογικότατο αίτημα για περιορισμό της αναιδέστατης σπατάλης: Να περιορισθούν σε 150 οι βουλευτές, να περικοπούν δραστικά οι απολαβές τους και οι εξωφρενικές «διευκολύνσεις» που τους παρέχονται. Συνιστά αναιδέστατη πρόκληση η χρηματική επιχορήγηση των κομμάτων από τον χρεοκοπημένο κρατικό κορβανά και αφόρητη «ύβρι» η διαγραφή των τραπεζικών οφειλών τους.
Σίγουρα, με καταγγελίες και ξόρκια δεν αλλάζει τίποτα. Αν κρίνει κανείς από τα ευρωψηφοδέλτια των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, στον βωμό της προτεραιότητας των εντυπώσεων θυσιάζονται πια ακόμα και οι στοιχειώδεις απαιτήσεις σοβαρότητας, συνέπειας και ευπρέπειας. Το πολιτικό προσωπικό της αυτοκαταστροφής μας αυτοαναπαράγεται επί τα χείρω.
Πηγή: