Είναι αυτονόητο ότι όσο πιο σωστά φροντισμένοι είναι οι δημόσιοι χώροι, τόσο πιο εύκολη γίνεται η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών σε μία κοινωνία – ακόμα και στη σημερινή με την υπερπληθώρα επιλογών στιλ και τρόπων ζωής.
Ακραίο και διαχρονικά ανεπανάληπτο παράδειγμα της προτεραιότητας του δημόσιου χώρου έναντι του ιδιωτικού αποτελεί η κλασική Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., η Αθήνα δηλαδή που γέννησε την ιδέα της δημοκρατίας.
Είναι ο τόπος και ο χρόνος που η οργάνωση της πόλης γύρω από την κατοικία (ανάκτορο) του ηγεμόνα (βασιλιά ή πολέμαρχου) υποχωρεί για να δώσει τη θέση της στον δημόσιο χώρο, την Αγορά, την Πνύκα, τα Άλση, τα Θέατρα και τα Γυμνάσια όπου οι πολίτες συναθροίζονται ελεύθερα για την εκπλήρωση των πολιτικών, των λατρευτικών, των αθλητικών και των ψυχαγωγικών λειτουργιών της κοινωνίας τους…
ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΘΗΝΑ
Η ιδιωτική κατοικία στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. δεν έχει κανένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, καθώς ουδείς – ακόμα και οι πλουσιότεροι εκ των πολιτών – δεν διανοούνταν να συναγωνιστούν τα δημόσια κτήρια σε πολυτέλεια κατασκευής και διακόσμηση.
Σχετικά με τις οικίες της Αθήνας ο Δημοσθένης αναφέρει ότι «τα σπίτια των Αθηναίων πολιτικών δεν διέφεραν από αυτά των φτωχότερων κατοίκων της πόλης». Οι περισσότερες άλλωστε συναναστροφές των πολιτών πραγματοποιούνταν στις στοές, τα γυμνάσια και τα καταστήματα της Αγοράς, δηλαδή στον δημόσιο χώρο, οπότε δεν είχε κανένα νόημα η «επίδειξη» κάποιας ιδιωτικής κατοικίας.
Η μέση αθηναϊκή οικία ήταν σχετικά μικρών διαστάσεων, με θεμελίωση από ακατέργαστους λίθους μπηγμένους σε πηλοκονίαμα, ανωδομή από ξερές πλίνθους και δίρριχτη στέγη. Αποτελούνταν από μια σειρά δωματίων διατεταγμένων γύρω από μία κεντρική αυλή που παρείχε στα κτίρια φώς και αέρα. Με βάση τα σημερινά κριτήρια, τα σπίτια των αρχαίων Αθηναίων ήταν φειδωλά επιπλωμένα, ενώ το δάπεδο των περισσότερων δωματίων ήταν κατά κύριο λόγο από πατημένο χώμα ή πηλό.
Η ΑΓΟΡΑ
Αρχέτυπο του δημόσιου χώρου από πολλούς μελετητές χαρακτηρίζεται η Αρχαία Ελληνική Αγορά. Η Αγορά αποτελεί τον δημόσιο αστικό χώρο της κλασικής πόλης, (479-336 π. Χ.), όπου ο πολίτης συμμετείχε στη δημόσια ζωή μέσα από την ομιλία και την πράξη του.
Η Αγορά δεν αποτελούσε απλά ένα αστικό κέντρο, ενσάρκωνε το ουσιαστικότερο στοιχείο της ελεύθερης πόλης, το σύμβολο της δημοκρατίας, όπου οι πολίτες μετέχουν στον δημόσιο βίο με ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις, περιορίζοντας αυτοβούλως την ιδιωτική τους ζωή προς χάρη του συνόλου.
Η βασική λειτουργία της αγοράς αφορούσε αρχικά στη συνάθροιση πολιτών για κοινωνική επαφή και δημόσιες υποθέσεις. Σταδιακά ξεκίνησε να προσελκύει και την εμπορική λειτουργία, παράλληλα διέθετε έναν επαρκή αριθμό θρησκευτικών κτιρίων (βωμοί, ναοί), χωρίς φυσικά να συγκρίνεται με την Ακρόπολη. Η Αγορά ήταν το κέντρο της πολιτικής και διοικητικής εξουσίας και, γενικότερα, της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Στην ουσία επρόκειτο για ένα χώρο διοίκησης και δικαιοσύνης, επιχειρήσεων και εμπορίου και εκδηλώσεων πολιτισμού. Η πολιτική-αστική της διάσταση ωστόσο υπερίσχυε. Επρόκειτο για έναν τόπο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και συγχρωτισμού μελών μίας κοινωνίας, έστω και αν στη δεδομένη ιστορική φάση, η συμμετοχή σε αυτόν αφορούσε μία μερίδα της κοινωνίας, τους αθηναίους πολίτες. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για έναν τόπο διεξαγωγής της δημόσιας ζωής.
ΠΝΥΚΑ, ΠΡΥΤΑΝΕΙΟ, ΘΕΑΤΡΟ, ΓΥΜΝΑΣΙΟ, ΣΤΑΔΙΟ
Εκτός από την Αγορά, δημόσιοι χώροι φιλοξενούσαν όλες τις δραστηριότητες των πολιτών της κλασικής Αθήνας: από την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων μέχρι τη διασκέδαση και τον εκγύμναση.
ΠΝΥΚΑ: Η Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε την πηγή της ανώτατης εκτελεστικής εξουσίας και ελάμβανε τις πιο σημαντικές πολιτικές αποφάσεις. Όλοι οι πολίτες είχαν ίση ψήφο, ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης, ενώ κάθε πολίτης είχε θεωρητικά τη δυνατότητα να πάρει το λόγο στη συνέλευση. Αρχικά, οι συνελεύσεις του Δήμου τελούνταν στην Αγορά. Από τα τέλη, όμως, του 6ου αιώνα π.Χ. και τις αρχές του 5ου, οι Εκκλησίες διεξάγονταν πλέον στην Πνύκα, καθώς ο χώρος ανταποκρινόταν καλύτερα στις ανάγκες του Δήμου: οι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να βλέπουν τους αγορητές, οι αγορητές να βλέπουν τους πολίτες και το προεδρείο να βλέπει και τους αγορητές, αλλά και τους πολίτες, ώστε να μετράει τα χέρια που υψώνονταν σε περίπτωση χειροτονίας. Η επίπεδη και επικλινής φυσική διαμόρφωση της πλατείας της Αγοράς δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις παραπάνω ανάγκες. Αντιθέτως, στην Πνύκα, ο χώρος είχε τρία βασικά πλεονεκτήματα: ήταν ελαφρά κοίλος, είχε την κατάλληλη κλίση και περιελάμβανε πολλά βραχάκια, ώστε να κάθονται και να ξεκουράζονται οι πολίτες.
ΠΡΥΤΑΝΕΙΟ: Χώρος που στέγαζε την έδρα και τα γραφεία του Επώνυμου Άρχοντα. Περιείχε την ιερά εστία της πόλεως, όπου έκαιγε το «άσβεστον πυρ» της Θεάς Εστίας, το οποίο προοριζόταν για όλες τις δημόσιες θυσίες, ενώ αποτελούσε αφετηρία πολλών ιερών πομπών. Χρησίμευε ως δημόσιος χώρος υποδοχής και εστίασης. Στο πρυτανείο σιτίζονταν, δημοσία δαπάνη, οι επιφανείς προσωπικότητες της πόλης, ενώ εκεί παρέθεταν δείπνο οι πολίτες σε επίσημους φιλοξενούμενους ή ξένους πρέσβεις.
ΘΕΑΤΡΟ: Το Θέατρο είχε τεράστια σημασία για τη δημόσια ζωή της πόλης και ιδιαίτερα της Αθήνας. Ήταν κυρίως ο χώρος διεξαγωγής των δραματικών αγώνων και των θεατρικών παραστάσεων. Πολλές φορές, όμως, χρησίμευε και ως τόπος συνέλευσης της Εκκλησίας ή της Βουλής. Τα θέατρα ήταν υπαίθρια, ημικυκλικά, μεγάλης χωρητικότητας και οι θεατές τους ανέρχονταν μέχρι και σε 15.000 άνδρες και γυναίκες (βέβαια, η παρουσία των γυναικών αμφισβητείται από πολλούς). Τα κύρια συστατικά του μέρη ήταν το κοίλον, μία υπαίθρια λίθινη κατασκευή που προσαρμοζόταν στην πλαγιά ενός λόφου και περιελάμβανε σειρές από εδώλια για χιλιάδες θεατές. Το κοίλον χωριζόταν με ακτινωτές κλίμακες σε κερκίδες και με οριζόντιους διαδρόμους, τα διαζώματα, σε δύο ή τρείς ζώνες κατά ύψος. Στο κέντρο του θεάτρου, βρισκόταν η ορχήστρα, ένας κυκλικός χώρος, όπου παρέμενε ο χορός κατά τη διάρκεια της παράστασης. Στα άκρα του κοίλου, βρίσκονταν οι πάροδοι, από όπου εισερχόταν ο χορός στην ορχήστρα, ενώ απέναντι από το κοίλον, υπήρχε η σκηνή και τα παρασκήνια.
ΓΥΜΝΑΣΙΟ: Το Γυμνάσιο αποτελούσε το κύριο κέντρο άθλησης και πνευματικής διαπαιδαγώγησης των εφήβων στην αρχαία Ελλάδα. Σκοπός της σωματικής άσκησης ήταν η αρμονική καλλιέργεια σώματος και πνεύματος, η ολοκλήρωση του ανθρώπου και η επίτευξη του ανώτατου ανθρωπιστικού και παιδαγωγικού ιδεώδους της «καλοκαγαθίας». Οι νέοι προετοιμάζονταν έτσι για την μελλοντική στρατιωτική τους εκπαίδευση, αλλά και για την ευρύτερη πολιτική τους ζωή. Στο Γυμνάσιο σύχναζαν και ενήλικες, προκειμένου να εκγυμνασθούν. Ο χώρος αποτελούνταν από την παλαίστρα, μία τετράγωνη ή ορθογώνια εσωτερική αυλή περιβαλλόμενη από στοές, γύρω από την οποία βρίσκονταν χώροι προπόνησης, αλλά και αίθουσες διδασκαλίας ή ακόμα και βιβλιοθήκες και από το κυρίως γυμνάσιο, έναν υπαίθριο χώρο με διάφορους στίβους, στεγασμένους συνήθως.
ΣΤΑΔΙΟ: Το στάδιο ήταν ένας υπαίθριος χώρος διεξαγωγής αθλητικών αγώνων. Τα στάδια βρίσκονταν συνήθως κοντά στο θέατρο, τους ιερούς χώρους αλλά και την αγορά, καθώς συνδέονταν με τις θρησκευτικές κυρίως εκδηλώσεις. Το μήκος τους ήταν ίσο με ένα στάδιο, δηλαδή 600 πόδια. Ήταν τοποθετημένα σε φυσική κοιλότητα του εδάφους και είχαν κεκλιμένα πρανή ως έδρανα των θεατών, κατασκευασμένα, κατά κύριο λόγο, από λίθο.
ΙΕΡΑ ΑΛΣΗ: ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΩΝ ΠΑΡΚΩΝ
Γύρω από την αρχαία Αθήνα εκτείνονταν η περιοχή με το πιο πολύ πράσινο από τους πρόποδες του Λυκαβηττού ως τον Αρδήττο. Αυτή αποτελούνταν από ιδιωτικά περιβόλια, δεντρόκηπους, ονομαστούς κήπους, όπως των Μουσών και ιερά άλση. Το ιερό άλσος ήταν μια ιδιαίτερα αόριστη έννοια στην αρχαία Ελλάδα. Αναφέρονται δάση όλων των ειδών φυτεμένα με ένα ή πολλά είδη δένδρων και φυτών με κανονική ή ακανόνιστη διάταξη. Το άλσος ήταν αφιερωμένο σε κάθε θεότητα, ακόμα και σ’ εκείνες που δε συνδέονται με τη γονιμότητα, ενώ γύρω από τους ιερούς χώρους δημιουργούνταν τεχνητά άλση (Λύκειο, Κυνοσάργες, Κολωνός, Ακαδημία) διαμορφωμένα με φυσιοκρατικά κριτήρια και αφιερωμένα σε θεούς και ήρωες. Επίσης είχαν θεσμοθετηθεί νόμοι οι οποίοι αφορούσαν την προστασία των αλσών που ήταν αφιερωμένα στους θεούς.
Η φύση «τροποποιούνταν» από συγκεκριμένες ανθρώπινες παρεμβάσεις όπως: περίφραξη, βωμός, αγάλματα, τάφοι, φυτά όλων των ειδών ή όλα αυτά τα στοιχεία μαζί. Οι ιεροί νόμοι προστάτευαν τα ιερά άλση από τη λεηλασία. Υπήρχαν νόμοι που δεν επέτρεπαν τη βοσκή των ζώων, την αφαίρεση ξερόκλαδων, την κοπή δέντρων, ενώ συγχρόνως επέβαλλαν την αντικατάσταση των ξερών δέντρων και τη συντήρηση ή τον καλλωπισμό των υπαρχόντων.
Η Ακαδημία αποτελεί το πιο ονομαστό ιερό άλσος, που εξελίχθηκε σε διακοσμητικό κήπο. Γύρω από το ιερό του Ακάδημου βρίσκονταν ο αρχικός πυρήνα του, ο οποίος σχηματίζονταν από 12 ελιές που προέρχονταν από την ιερή ελιά της Ακρόπολης. Στη συνέχεια φυτεύτηκαν γύρω τους κι άλλα δέντρα και θάμνοι καλλωπιστικού περιεχόμενου, που συνετέλεσαν στη μετατροπή, ενός αυθεντικού αγροτικού τοπίου σε διακοσμητικό κήπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και το Λύκειο άλσος, που οι πρώτες φυτεύσεις του πραγματοποιήθηκαν γύρω από το ιερό του Απόλλωνα τον 6ο αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια απόκτησε παγκόσμια φήμη χάρη στο Σωκράτη, ο οποίος σύχναζε και δίδασκε εκεί (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) και τον Αριστοτέλη, που λίγο αργότερα (335 π.Χ.) δημιούργησε εκεί κοντά την «περιπατητική» σχολή του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιστορίας των Δημοσίων Χώρων αποτελεί το γεγονός ότι στην Αθήνα την εποχή του Περικλή δημιουργούνταν οι πρώτοι δημόσιοι κήποι, που αποτελούσαν την αρχή των σημερινών πάρκων. Οι δημόσιοι κήποι αποτέλεσαν χαρακτηριστικά σημεία συνάντησης φιλοσόφων και των μαθητών τους οι οποίοι έκαναν περίπατο κουβεντιάζοντας σε μονοπάτια σκιασμένα από πλατάνια και ακακίες.
Οι αρχαίοι Έλληνες επίσης υιοθέτησαν πρώτοι και την καλλιέργεια φυτών σε γλάστρες και πιο συγκεκριμένα οι αρχαίες Ελληνίδες, στην τελετουργική θρησκευτική γιορτή του Άδωνη («Αδώνια»), όπου διακοσμούσαν συμβολικά τα αγάλματα του θεού και τις στέγες των σπιτιών τους με γλάστρες που είχαν σπείρει φυτά («Αδώνιοι κήποι») γρήγορης ανάπτυξης: στάρι, κριθάρι, μαρούλι, φακές, κ.α.
Ο σχεδιασμός που ακολουθείται στις αρχαίες πόλεις βασίζεται στις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού γεγονός που δείχνει ότι οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα του ηλιασμού και του σκιασμού ώστε να μην σκιάζονται τα γειτονικά οικήματα αλλά να προστατεύονται οι περιπατητές από τον ήλιο και τη ζέστη.
ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Η πιο γνωστή περίπτωση βανδαλισμού του δημόσιου χώρου στην κλασική Αθήνα ήταν ο αποκεφαλισμός των ερμαϊκών στηλών.
Ήταν το καλοκαίρι του 415 π.Χ. και ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε μπει στο 17ο έτος, οι Αθηναίοι, ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντεγκλήσεις στην Εκκλησία του Δήμου, αποφάσισαν να αποσταλεί στη Σικελία μεγάλη στρατιωτική δύναμη με αρχηγούς τούς Αλκιβιάδη, Νικία και Λάμαχο.
Όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η μεγάλη αρμάδα, όταν ένα πρωί οι Αθηναίοι ξυπνώντας είδαν έκπληκτοι ότι είχαν ακρωτηριαστεί σχεδόν όλες οι μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες που ήταν στημένες σε καίρια σημεία της πόλης τους, έξω από δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Τα γλυπτά αυτά αποτελούνταν από έναν πεσσόμορφο (τετραγωνικός κίονας) κορμό, που στο πάνω μέρος, αντί χεριών, έφερε δύο ορθογώνιες προεξοχές και επιστεφόταν από ένα ανθρώπινο κεφάλι, συνήθως γενειοφόρου Ερμή. Επάνω στα έργα αυτά είχαμε μερικές φορές και την αναγραφή γνωμικών ή χρήσιμων πληροφοριών για ταξιδιώτες.
Το γεγονός προκάλεσε πανικό στους Αθηναίους. «Κανείς δεν γνώριζε τους ενόχους» μάς λέει ο Θουκυδίδης «αλλά προκηρύχτηκαν δημοσία μεγάλες αμοιβές για να τους ανακαλύψουν και ψήφισαν, επίσης, ότι οποιοσδήποτε, είτε πολίτης είτε ξένος είτε δούλος ήξερε καμιάν άλλη ιεροσυλία, έπρεπε να την καταγγείλει χωρίς φόβο για το άτομό του.
Ο Αλκιβιάδης μπήκε στο στόχαστρο από τους διεκδικητές της ηγεσίας των δημοκρατικών αλλά παρόλο που ο ίδιος ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθεί, αναγκάστηκε να φύγει με την αρμάδα από τους αντιπάλους του, οι οποίοι γνωρίζοντας ότι ήταν πολύ δημοφιλής στον λαό, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι κατά τη χρονική εκείνη στιγμή θα αθωωνόταν πανηγυρικά. Αν έφευγε όμως μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα για τη Σικελία, θα είχαν όλο τον χρόνο, και μάλιστα χωρίς σοβαρή αντίσταση, να διαμορφώσουν ένα αρνητικό γι’ αυτόν κλίμα, κάτι που τελικά και πέτυχαν.
Τα αθηναϊκά πλοία είχαν φθάσει ήδη στη Σικελία, όταν έφθασε εκεί η «Σαλαμινία», το ιερό πλοίο των Αθηναίων, ζητώντας από τον Αλκιβιάδη και ορισμένους στρατιώτες να επιστρέψουν στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθούν για τις κατηγορίες που τους βάραιναν. Το όλο πολιτικό κλίμα της εποχής ήταν νοσηρό και οδήγησε τις ανακρίσεις σε υπερβολές και ακρότητες. Παντού κυριαρχούσε η τρομοκρατία και πολλοί διακατέχονταν από ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας.
Διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που αντλούμε και πάλι από τον Θουκυδίδη: Οι ανακριτές «χωρίς να ελέγχουν το ποιόν των καταδοτών, αποδέχονταν φιλύποπτα όλες τις καταγγελίες, και, δίνονται πίστη σε αχρείους ανθρώπους, έπιαναν κ’ έριχναν στην φυλακή ευυπόληπτους πολίτες». Έτσι δεκάδες πολιτών, ανάμεσά τους και πολλοί αθώοι, κατέληξαν στη φυλακή. Για την ιστορία του πράγματος σημειώνουμε ότι ο Αλκιβιάδης, στο ταξίδι της υποχρεωτικής επιστροφής του, διέφυγε της προσοχής των συνοδών του και δραπέτευσε, καταφεύγοντας στη Σπάρτη, στη μεγάλη αντίπαλο της πατρίδας του.
Το παραπάνω επεισόδιο δεν είναι το μόνο γνωστό σχετικά με βανδαλισμούς στην αρχαιότητα. Ούτε τα κίνητρα αυτών των βέβηλων πράξεων ήταν πάντοτε τα ίδια. Γνωρίζουμε π.χ. βεβηλώσεις αγαλμάτων που προκλήθηκαν από νέους που βρίσκονταν συνήθως σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας, ενώ άλλες έγιναν από κλέφτες.
Όπως σημειώνει όμως ο καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Μιχάλης Α.Τιβέριος: Ακρωτηριασμούς και βεβηλώσεις αγαλμάτων, εν καιρώ ειρήνης, συναντούμε σε διάφορες εποχές και σε διάφορους τόπους. Ωστόσο η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι κοινωνίες που εμφανίζουν τέτοια δυσάρεστα φαινόμενα δεν διακρίνονται και πολύ από υψηλές επιδόσεις και μάλλον βρίσκονται σε κατάσταση… γήρανσης.
ΠΗΓΕΣ / ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Flaceliere Robert, O Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμα.
Σακελλαρίου Μ.Β., Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Τιβέριου Μιχάλη Α., «Τα βεβήλωναν και οι Αρχαίοι», το Βήμα 24/11/2008.
Τζώρτζη Νεραντζία, «Ο δημόσιος χώρος στην Αρχαία Ελλάδα», hephaestus.nup.ac.cy.
Καρούτσου Όλγα, «Δημόσιος Αστικός Χώρος – Αντιληπτικές Προσεγγίσεις», Institutional Repository of Scientific Publications.
Σαρηγιάννης Γ. Μ., Εισαγωγή στην ιστορία και θεωρία της πόλης, Αθήνα.
Carr R.B., Ancient Greek Houses.
Richter G.Μ.Α.,The furnitures of the Greeks Etruscans and Romans.
Πηγή: