Μυστικές γλώσσες: Oι κώδικες συνεννόησης μεταξύ ομάδων και η ιστορία τους...


της Αγγελικής Καρδαρά.

Η δημιουργία συνθηματικών κωδίκων επικοινωνίας κεντρίζει

το ενδιαφέρον όλων μας και απασχολεί τον ερευνητή, τόσο από γλωσσική όσο και από κοινωνιολογική αλλά και εγκληματολογική οπτική γωνία. Θα τονίσω εξαρχής ότι η δημιουργία των συγκεκριμένων κωδίκων δεν αποτελεί ένα τυχαίο, άνευ ιδιαίτερης σημασίας γεγονός, αλλά έχει τεράστια αξία για την εξέλιξη των κοινωνιών.

Αυτό οφείλεται στο ότι οι συνθηματικές γλώσσες αναπτύχθηκαν κατά κύριο λόγο σε περιόδους αναταραχών και συγκρούσεων, κυρίως πολεμικών, όπου οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να φτιάξουν μυστικούς κώδικες επικοινωνίας για να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες συνθήκες ζωής που επικρατούσαν και να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, πολλές φορές ασφαλώς και την ίδια τους την επιβίωση.

Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Τριανταφυλλίδης (1), «είναι περίεργο στην πρώτη ματιά ότι οι μυστικές γλώσσες είναι φαινόμενο καθολικό. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, σε πολιτισμένους και απολίτιστους λαούς, παρουσιάζονται ομάδες ομόγλωσσων που νιώθουν την ανάγκη να χωριστούν από την κοινωνία και να κρυφτούν από αυτήν με τη γλώσσα τους».

Η επισήμανση του Τριανταφυλλίδη φανερώνει τον πλούτο που κρύβουν όλες οι γλώσσες, οι οποίες δίνουν την πολύτιμη δυνατότητα στους ομιλητές τους ακόμα και να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τα συμφέροντα της ομάδας τους σε κρίσιμες περιόδους. Επίσης, συμπεραίνουμε ότι πρωταρχικός σκοπός που εξυπηρετούν τα συνθηματικά ιδιώματα είναι η απόκρυψη του γλωσσικού νοήματος από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Αυτό άλλωστε υποδηλώνει και το επίθετο «συνθηματικός»/«κρυπτικός».

Ωστόσο, θα ήθελα να τονίσω ότι αυτοί ακριβώς οι κρυπτικοί σκοποί που επιτελούν οι συνθηματικές γλώσσες, τους προσδίδουν ταυτόχρονα μία έντονα συμβολική λειτουργία και καθιστούν ακόμα πιο σύνθετο το φαινόμενο της γλωσσοπλασίας. Πρεσβεύω, δηλαδή, την άποψη ότι οι συνθηματικές γλώσσες λειτουργούν πρωτίστως συμβολικά και σε δεύτερο επίπεδο γλωσσικά. Ως προς τις αιτίες δημιουργίας τους συνοψίζονται στα ακόλουθα τρία σημεία:

α) μυστική συνεννόηση

Η κυριότερη λειτουργία των συνθηματικών ιδιωμάτων συνίσταται στην κάλυψη του νοήματος και κατ’ επέκταση στον περιορισμό της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της ομάδας από την οποία πηγάζει. Η συγκεκριμένη άποψη επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά γεγονότα, εφόσον σε όλες τις εποχές και κοινωνίες άτομα ή ομάδες που βρίσκονται σε σύγκρουση ή αντίθεση με το κοινωνικό σώμα και την κρατική εξουσία, διαμορφώνουν για την αυτοπροστασία τους συνθηματικούς τρόπους συνεννόησης.

Στην ελληνική κοινωνία χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνθηματική επικοινωνία των κλεφτών στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και των ληστών στο πρώτο νεοελληνικό κράτος, με τα ποικίλα σφυρίγματα που είχαν καθιερώσει για την προστασία τους (2). Στην παραδοσιακή κοινωνία, σε διεθνές επίπεδο, η ανάγκη συνθηματικής επικοινωνίας ήταν ιδιαίτερα έντονη σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, μεταξύ των εμπόρων που μοιράζονταν επαγγελματικά μυστικά συχνά ενώπιον των πελατών τους, π.χ. προκειμένου να πουλήσουν το ψωμί που είχε απομείνει από την προηγούμενη μέρα και δεύτερον, μεταξύ των κλεφτών που ετοίμαζαν το σχέδιο δράσης τους και δεν έπρεπε να γίνουν αντιληπτοί από τους υπόλοιπους.

H ανάγκη για αυτοπροστασία εμφανίζεται πολύ έντονη στους γλωσσικούς κώδικες που δημιουργούνται από άτομα με παραβατική δραστηριότητα, όπως οι εγκληματίες, οι λωποδύτες, οι διαρρήκτες, οι κλέφτες και οι συνωμότες. Επίσης, εμφανίζεται στο λόγο απελευθερωτικών οργανώσεων που σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους αναγκάζονται να καλύψουν τη δράση τους για να προστατευθούν (3).

Ορισμένες χαρακτηριστικές φράσεις που χρησιμοποιούνταν εκτενώς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας είναι οι ακόλουθες: κυλάει ο ζάγκαλος = «έρχεται ο νοικοκύρης»/«ο χωροφύλακας», πούλεψε, έρχεται ο μπάτσος = «φύγε, έρχεται ο χωροφύλακας», μη σε γυαλίσει, φεύγα = «φύγε προτού σε δει», μη σουμαλίζεις = «μη μιλάς και μας ακούνε», θα σε γρετσιάσουνε, φεύγα = «φύγε γιατί θα σε πιάσουν», θα σε μαντρίσουν = «θα σε πιάσουν», σε γυαλίζει ο μουχός = «σε βλέπει ο νοικοκύρης».

Οι φυγόδικοι της Δ. Μακεδονίας χρησιμοποιούσαν πρωτότυπες συνθηματικές εκφράσεις, όπως στείλε μου κάμποσες σαρδέλες του βαρελιού = «στείλε μου φυσέκια», μυρμήγκια = «οι στρατιώτες», μικρά παράθυρα = «η φυλακή του Γεντικουλέ στη Θεσσαλονίκη». Οι χασικλήδες τραγουδούσαν το δίστιχο «τράγκα τρούγκα τη μαχαίρα, να κι ο μπάτσος από πέρα», με σκοπό να ειδοποιήσουν  τους συντρόφους τους ότι οι αστυνομικοί πλησιάζουν.

β) πρόκληση ευχάριστης διάθεσης και «λύτρωση» από τα δεινά

Η δεύτερη αιτία που έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση και χρήση των συνθηματικών ιδιωμάτων πηγάζει από την έντονη ψυχολογική ανάγκη των ατόμων να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, η οποία αντανακλάται στη χρήση της «κυρίαρχης» γλώσσας. Στόχος τους είναι να δημιουργήσουν ευχάριστη διάθεση στους κόλπους της ομάδας στην οποία ανήκουν και σε ένα δεύτερο επίπεδο να προκαλέσουν –άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα- το ενδιαφέρον των γύρω τους. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με τις πρωτότυπες εκφράσεις τους όσο και με τη βωμολοχία, στην οποία καταφεύγουν. Υπό αυτή την έννοια, οι ομιλητές των συνθηματικών γλωσσών δεν τις χρησιμοποιούν μόνο για να αποκρύψουν τα μυστικά τους αλλά και για διασκέδαση, με την οποία ενισχύεται η συνοχή μεταξύ των μελών της ομάδας.

Η χιουμοριστική διάθεση που συνοδεύει αυτά τα ιδιώματα και η επιθυμία των ομιλητών τους να κινήσουν το ενδιαφέρον και να προκαλέσουν το γέλιο αποκαλύπτεται στη χρήση νεολογισμών, όπως οι ακόλουθοι: σαρανραπόδαρος = «το πριόνι», μαυρόκωλη = «το καζάνι», κουβαλιστός = «το κουτάλι». Οι παρεμφερείς εκφράσεις στηρίζονται σε οπτικές μεταφορές.

Σαφώς, βασικός λόγος για τη χρήση όλων αυτών των εκφράσεων είναι να σπάσουν πλάκα οι ομιλητές τους. Αυτή η ανάγκη είναι πιο έντονη μεταξύ ομάδων αποτελούμενων από νέους (μαθητές, φοιτητές κ.λπ.) αλλά και μεταξύ ατόμων που αισθάνονται νέοι στην ψυχή και επιζητούν τη χαρά της ζωής. Ένας άλλος σημαντικός λόγος δημιουργίας συνθηματικής γλώσσας είναι να αποδείξουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ότι είναι εύστροφοι και έχουν καλή αίσθηση του χιούμορ.

Η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι ομόφυλοι, η λεγόμενη καλιαρντή, εξυπηρετεί στο μέγιστο βαθμό το συγκεκριμένο σκοπό. Πρόκειται για γλωσσική μορφή που από τη μία προκαλεί το γέλιο σε όσους την ακούνε και από την άλλη κρύβει πολυάριθμα συμβολικά μηνύματα. Αυτός είναι και ο στόχος των ομιλητών της, να διακωμωδήσουν ακόμα και δύσκολες καταστάσεις και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον, προκαλώντας μέχρι και συναισθήματα αμηχανίας στο συνομιλητή με τον τρόπο ομιλίας τους.

Ενδεικτικά, παραθέτω ένα γνωστό ρήμα που έχει μάλιστα περάσει στο λεξιλόγιο και άλλων γλωσσικών ιδιωμάτων. Είναι το τζάω = «φεύγω»/«ξεγλιστρώ»/«το σκάω»/«διώχνω»/«διαφεύγω». Αντίστοιχες εκφράσεις: αβέλω κανικό, αβέλω σπασίμπες, αβέλω τζαστικό και βουέλω τζα = «φεύγω». Επίσης, τζαστός = «ο φευγάτος»/«σκαστός», τζάστρα = «το άτομο που διώχνει τους υπόλοιπους», τζασφούτης = «ο χωλός» (προέρχεται από το τζασ και την αγγλική λέξη «foot» που σημαίνει πόδι). (4)

γ) μόδα

Μία τρίτη αιτία δημιουργίας των συνθηματικών ιδιωμάτων συνίσταται στην τάση νεωτερισμού, η οποία εκφράζεται κατά κανόνα με τη μορφή αντίδρασης στο κατεστημένο. Πρωταρχικός σκοπός των ομιλητών σε αυτή την περίπτωση είναι να είναι πρωτότυποι αλλά και να αποδείξουν στους υπόλοιπους ότι δεν ακολουθούν το κυρίαρχο ρεύμα που αποτυπώνεται στη χρήση της θεσμικά καθιερωμένης γλώσσας. Γι’ αυτό όλες σχεδόν οι λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούν οι γλωσσοπλάστες πηγάζουν από τη ζωηρή και αστείρευτη φαντασία τους. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα από τη γαλλική αργκό αποτελεί η φράση manger le morceau που κυριολεκτικά σημαίνει «τρώω το κομμάτι», λαμβάνει όμως την έννοια του «καταγγέλλω/«καταδίδω» («dénoncer»). Το ίδιο νόημα αποκτούν και οι εκφράσεις casser le morceau (κυριολεκτική σημασία, «σπάω το κομμάτι»), se mettre à table (κυριολεκτική σημασία, «κάθομαι στο τραπέζι»). (5)

Συνοψίζοντας, οι συνθηματικές γλώσσες δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας για κρυπτικούς λόγους, για προστασία δηλαδή από τον εχθρό, ο οποίος σε κάθε χρονική περίοδο λάμβανε διαφορετικά πρόσωπα και μορφές (π.χ. Τούρκος, αστυνομία, εξουσιαστικές αρχές κ.λπ.)· ωστόσο, με την πάροδο των ετών και υπό την επίδραση έντονων κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικών αλλαγών χρησιμοποιήθηκαν για να εξυπηρετήσουν και άλλους σημαντικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα η μυστικότητα της επικοινωνίας να παραμεριστεί, τουλάχιστον ως ένα βαθμό.

Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή, υπό την επίδραση των Μ.Μ.Ε. και των καταλυτικών αλλαγών στις κοινωνικές δομές, τα συνθηματικά ιδιώματα γνώρισαν πολύ μεγάλη διάδοση, καθιερώθηκαν και τελικά έγιναν «μόδα», όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με τη γλώσσα των νέων. Κυρίως τη δεκαετία του 1970 έλαβαν χώρα πολλές αναταράξεις στις κοινωνικές δομές σε εθνική και υπερεθνική κλίμακα, οι οποίες άσκησαν επιδράσστα συνθηματικά ιδιώματα. Η γλώσσα των περιθωριακών ομάδων, η «αγοραία» όπως τότε ονομαζόταν, απέκτησε συμβολικές διαστάσεις και μέσω αυτής ομάδες πληθυσμών επεδίωξαν τη διεκδίκηση θεμελιακών δικαιωμάτων και καλύτερων συνθηκών ζωής. (6)

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν, κατά την άποψή μου, το πολύτιμο «δώρο» που μας χαρίζει η γλώσσα: τη δυνατότητα να πλάσουμε λέξεις και φράσεις προκειμένου να επικοινωνήσουμε με τα μέλη της ομάδας στην οποία ανήκουμε (επαγγελματική/φιλική/κοινωνική κ.λπ.), επιτυγχάνοντας όποιον σκοπό θέλουμε, είτε αυτός αφορά την μυστική μας επικοινωνία, είτε την έκφραση βαθύτερων συναισθημάτων και σκέψεων, είτε απλώς την ανάγκη μας να σπάσουμε πλάκα και να ξεφύγουμε από τη ρουτίνα της καθημερινότητάς μας!



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    Μ. Τριανταφυλλίδης, Επιλογή από το Έργο του, επιμ. Ξ.Α. Κοκόλης, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 1982, σσ. 289-299.
    Μ. Γκιόλιας, Το συντεχνιακό Δίκαιο και η Συνθηματική Γλώσσα των Καποραπτών της Ευρυτανίας, Αθήνα: έκδοση Συλλόγου «Άγιοι Ανάργυροι» Απεραντίων, 1985, σσ. 37-38.
    Α. Adler, Menschenkenntnis, στην Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, «Συνθηματικές Γλώσσες: Εθνολογικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις» στο Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Γλωσσολογίας του Βορειοελλαδιτικού Χώρου, Θεσσαλονίκη: Ι.Χ.Μ.Α., 1997, σελ. 268.
    Η. Πετρόπουλος, Καλιαρντά, Αθήνα: Νεφέλη, 1971, σελ. 11.
    Guiraud, L’ Argot, 9η έκδ., Paris: PUF, 1985, σελ. 57.
    Ε. Παπαζαχαρίου, Λεξικό της Ελληνικής Αργκό, 2η έκδ., Αθήνα: Κάκτος, 1999, σελ. β΄.(photo: Blantinikor Florebar, flickr)