Επιτροπή αλήθειας. "Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι"...

Συνεδρίαση της Επιτροπής Αλήθειας. Γιατί άραγε;




"Αυτή η μικρή αναδρομή μας βοηθά να εξάγουμε κάποια
συμπεράσματα:

  • Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας διεκπεραίωσαν, εν ονόματι της διάσωσης του ελληνικού λαού, τελικά τη διάσωση των τραπεζιτών
  • Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας υπηρέτησαν τη διάσωση του γαλλογερμανικού τραπεζικού συστήματος
  • Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μπορούσαν να συμπεριφερθούν διαφορετικά. Το γεγονός ότι δεν ήθελαν έχει πολιτικό δόλο, πολιτική πρόθεση, αποτελεί πολιτική απόφαση"


Της Σοφίας Σακοράφα*

 Η αλήθεια είναι ότι ενώ διανύουμε τον έκτο χρόνο της μνημονιακής καταστροφής, ακρωτηριάζοντας με ευκολία μισθούς και συντάξεις, επιβάλλοντας δυσβάσταχτους και άδικους έμμεσους φόρους, ξεπουλώντας τα δημόσια αγαθά, γκρεμίζοντας το Ασφαλιστικό, υπονομεύοντας τη δημόσια υγεία και τις εργασιακές σχέσεις, κανείς ούτε από τους διεθνείς οργανισμούς, ούτε όμως και από τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν ερεύνησε, δεν τοποθετήθηκε και δεν ήλεγξε τον σκοτεινό ρόλο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.



Κανείς εκτός της Επιτροπής Αλήθειας της Βουλής, η οποία για τον λόγο αυτόν ακριβώς υποχρεώθηκε σε παύση των εργασιών της, αφού τα πορίσματά της ήταν πλέον σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική που είχε επιλέξει η κυβέρνηση Τσίπρα. 
Ένα χρόνο μετά την απόφαση για την «κατάργησή της», η Επιτροπή Αλήθειας συνεδριάζει στην Αθήνα, υπό τη νέα της νομική μορφή, προκειμένου, ανεπηρέαστη από την πολιτική δίωξη που υπέστη, να συνεχίσει το έργο της.



Διαρκής μας στόχος είναι να αναδείξουμε δύο κεντρικά σημεία: Αφενός τι θα μπορούσε να έχει γίνει και δεν έγινε, επειδή δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να γίνει και όχι επειδή δεν γινόταν να γίνει, αφετέρου να περιγράψουμε τεκμηριωμένα μια εναλλακτική λύση, η οποία κατά την άποψή μου προβάλλει ως ώριμη κοινωνική αναγκαιότητα.



Μαζί λοιπόν, με τη θεματική των ιδιωτικοποιήσεων και του Ασφαλιστικού, κυρίως ενότητα, της συνεδρίασής μας, αποτελεί ο ρόλος των τραπεζών.

Εστιάζουμε στον πυλώνα αυτόν για λόγους ευνόητους και κυρίως για να απαντήσουμε στο πλέον κρίσιμο ερώτημα «Τhere is no alternative?». Ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι το γνωστό θατσερικό δόγμα το οποίο υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής, δεν είναι μονόδρομος.



Ένα απτό παράδειγμα, το οποίο όμως ως παράδειγμα εμπεριέχει μια καίριας σημασίας στρατηγική επιλογή, είναι η διαδικασία των δύο ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών. 
Η πρώτη, η οποία εκ του αποτελέσματος απέτυχε, αλλά και αυτή η νέα ανακεφαλαιοποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, κατά την οποία ακολουθήθηκε σκόπιμα η πεπατημένη των προηγούμενων αποτυχημένων κεφαλαιακών ενισχύσεων. 
Το αποτέλεσμα ήταν από τη μία μέρα στην άλλη το ελληνικό δημόσιο, ο ελληνικός λαός δηλαδή, να χάσει όσα μέχρι τότε είχε συνεισφέρει για την προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση. 
Θυμίζω και υπογραμμίζω ότι μέχρι σήμερα στοίχισαν στον Έλληνα φορολογούμενο πάνω από 60 δισ. ευρώ λογιστικοποιημένου χρέους και υπερδιπλάσιου αφανούς, μέσω εγγυήσεων, που ενδεχομένως κάποτε να λογιστικοποιηθεί.



Το αν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς και μάλιστα εντός των συγκεκριμένων θεσμικών πλαισίων, των πλήρως αποδεκτών ακόμη και από την Ε.Ε και την ΕΚΤ, θα προϋπέθετε ένα συντεταγμένο σχέδιο, από μία κυβέρνηση όμως που ήθελε πράγματι να εξυγιάνει το τραπεζικό σύστημα.



Το περιγράφω συνοπτικά με την ανάλογη τεκμηρίωση. Πρώτο βήμα με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είναι η μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου σε κοινές τραπεζικές μετοχές, ώστε ο εναπομείνας να αποτελεί το 10% των σημερινών εποπτικών τους κεφαλαίων, όπως ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. 10% στη Γερμανία ή έστω 25% στην Πορτογαλία και όχι το 60% εγγυημένου μάλιστα από το Δημόσιο ποσοστού, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα από τη σχετική τροπολογία του κυρίου Χαρδούβελη.



Ακολούθως και σύμφωνα με το νόμο, ήταν απαραίτητο να εφαρμοστεί η Ντιρεκτίβα 4119 της Ε.Ε., που ήταν σε ισχύ από την 1η Αυγούστου 2013 μέχρι το τέλος του 2015.



Η εν λόγω Ντιρεκτίβα προέβλεπε ότι όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες αφού είχαν προηγουμένως λάβει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και εφόσον είχαν βρεθεί με κεφαλαιακό έλλειμμα, τότε το σύνολο των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων θα έπρεπε να καλυφθεί πρωτογενώς από τους υφιστάμενους ιδιώτες μετόχους.

Σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης, τότε και μόνον τότε, υποχρεούται να παρέμβει το Δημόσιο, προκειμένου να μη θιχτούν η κεφαλαιακή συμμετοχή του Δημοσίου, τα ομόλογα ρευστότητας και οι καταθέσεις, αλλά να υποστούν ανάλογη απομείωση η μετοχική συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων και δευτερευόντως τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης.



Η ελληνική κυβέρνηση ως εκ τούτου θα έπρεπε πρωταρχικά να είχε απαιτήσει από τους υφιστάμενους ιδιώτες μετόχους να καλύψουν το κεφαλαιακό έλλειμμα.
 
Αντιθέτως, η κυβέρνηση, με τη μη επιβολή του παραπάνω καθεστώτος νομιμότητας και λογοδοσίας, υπηρέτησε τελικά το σκοτεινό κύκλο των τραπεζιτών που λυμαίνεται το τραπεζικό σύστημα της χώρας μας με τα λεφτά των άλλων.



Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι ήταν αναγκαίο να κεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αυτό έπρεπε να γίνει με τη συμμετοχή του Δημοσίου και ταυτόχρονα ήταν απαραίτητο η κυβέρνηση να απευθυνθεί σε διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία αυτή.

Η τεχνογνωσία και η εξειδίκευση που διαθέτουν οι παραπάνω οργανισμοί θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος της χώρας.

Η συμμετοχή παρόμοιων ομίλων θα εξασφάλιζε την αναβάθμιση του τραπεζικού συστήματος, τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του, ώστε να είχε ανακτηθεί και η διαρκής ρευστότητα του συστήματος.



Ένα τέτοιο τραπεζικό σύστημα μπορούσε καταλυτικά να συμβάλει στην εξέλιξη του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας, ιδιαίτερα στους τομείς ( και είναι αρκετοί) που η χώρα μας διαθέτει σοβαρά συγκριτικά πλεονεκτήματα
 
Παράλληλα, η όποια συμμετοχή ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση ήταν απαραίτητο να γίνει με κίνητρα, αλλά να εξασφάλιζε τη μακροχρόνια επένδυση (π.χ. σε ορίζοντα 15ετίας), ώστε να είχε αποτραπεί η οποιαδήποτε συμμετοχή κερδοσκοπικών κεφαλαίων, που κύριο μέλημά τους είναι το άμεσο κέρδος.

Είναι πλέον σαφές για την παρούσα κυβέρνηση ότι τόσο η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης, που ήταν μια άκρως συστημική διαδικασία, όσο οι αποφάσεις της για το τραπεζικό σύστημα, που είναι μια άκρως πολιτική επιλογή, εξελίχθηκαν με πρόθεση σε συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένη λογική.



Η ανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το δόγμα Δραγασάκη και επελέγη διαδικασία μέσω της οποίας το ελληνικό δημόσιο λογιστικοποίησε ζημιές της τάξης των 41 περίπου δισ. ευρώ και παρέδωσε το τραπεζικό σύστημα σε καιροσκόπους μετόχους αντί πινακίου φακής, καθώς τότε ο Αντιπρόεδρος εκτιμούσε ότι έτσι θα εξυπηρετούσε τους φίλους του τραπεζίτες.



Τελικά η τακτική του Αντιπροέδρου, και συνολικά βέβαια της κυβέρνησης, υπερκεράστηκε από τους πιο έμπειρους νυν «κερδοσκόπους» πρώην «επενδυτές» που σε συνεργασία με το SSM εκδιώκουν από το σύστημα τους φίλους του Αντιπρόεδρου, εμφανιζόμενοι μάλιστα και ως εξυγιαντές του συστήματος, ενώ η τοπική ελίτ δακρύζει για τον αφελληνισμό του συστήματος.

Είναι πλέον σαφές ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε –αν ήθελε– να επιχειρήσει την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος σε συνεργασία με τον SSM, δηλαδή ακολουθώντας μια άκρως συστημική λογική, σαν κι αυτή που ακολούθησαν άλλες χώρες, με όρους επωφελείς για τη χώρα.

Αυτή η μικρή αναδρομή μας βοηθά να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα:

  • Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας διεκπεραίωσαν, εν ονόματι της διάσωσης του ελληνικού λαού, τελικά τη διάσωση των τραπεζιτών
  • Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας υπηρέτησαν τη διάσωση του γαλλογερμανικού τραπεζικού συστήματος
  • Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μπορούσαν να συμπεριφερθούν διαφορετικά. Το γεγονός ότι δεν ήθελαν έχει πολιτικό δόλο, πολιτική πρόθεση, αποτελεί πολιτική απόφαση.

Παρόμοιες αποδείξεις θα μπορούσα να εισφέρω στη συζήτηση, αν επιχειρούσα να φωτίσω άλλες πλευρές της μνημονιακής συνειδητής υποταγής των ελληνικών κυβερνήσεων, υπογραμμίζοντας για τη σημερινή κυβέρνηση τα εξής κρίσιμα θέματα:



Το χρέος της Ελλάδας, την υπόθεση της Siemens, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το έλλειμμα της ΕΛΣΤΑΤ, ζητήματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας της Επιτροπής από την Κυριακή και μετά.

Γιατί το κάνουμε αυτό;

Γιατί η Επιτροπή Αλήθειας συνεχίζει τον έργο της;

Πρώτη προτεραιότητα είναι να καταδείξουμε ότι όπως για τις τράπεζες υπάρχει εναλλακτική πρόταση, υπάρχει συνολικά εναλλακτική πρόταση εξόδου από την κρίση, γκρεμίζοντας τη λεγόμενη ΤΙΝΑ και αγωνιζόμενοι να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από την παράδοση των κλειδιών της χώρας.

Παράλληλη προτεραιότητα ο εμπλουτισμός της κοινωνίας με στιβαρά εργαλεία, ώστε να αγωνιστεί για αυτήν την εναλλακτική πολιτική πρόταση διάσωσης της Δημοκρατίας, της Αλήθειας, της Δικαιοσύνης και της Κοινωνίας.

Ζητούμενο βέβαια αδιαπραγμάτευτo όλων αυτών είναι η τιμωρία των φυσικών και των ηθικών αυτουργών όλων των κυβερνήσεων που συνέβαλλαν με πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις στην εξόντωση του λαού μας, στην καταρράκωση της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, στη δυσβάσταχτη επιτροπεία και στη διάσωση των κλεπτοκρατών.



* Η κ. Σοφία Σακοράφα είναι ανεξάρτητη ευρωβουλευτής.