Ο Πρόεδρος Trump ανακοίνωσε ότι οι δασμοί θα αυξηθούν απότομα για βασικούς εμπορικούς εταίρους την 1η Αυγούστου, ελλείψει νέων συμφωνιών.
Οι
αγορές και οι ξένοι διαπραγματευτές αντέδρασαν αδιάφορα. Άλλωστε, ο
Trump ανέστειλε το μεγαλύτερο μέρος των δασμών του
Η προθεσμία των 90 ημερών παρήλθε πριν από μία εβδομάδα και μέχρι στιγμής υπάρχει μόνο μία συμφωνία, με τη Βρετανία, καθώς και συζητήσεις για συμφωνίες με το Βιετνάμ και την Ινδονησία.
Η έλλειψη συμφωνιών μέχρι σήμερα έχει τροφοδοτήσει το αφήγημα ότι «ο Trump πάντα κάνει πίσω», το λεγόμενο εμπόριο TACO (Trump Always Chickens Out), ότι δηλαδή υπερεκτιμά τη θέση του και ότι ο εμπορικός του πόλεμος πηγαίνει άσχημα.
Αυτό το αφήγημα παρερμηνεύει τους στόχους του Trump, υπερτιμά τη σημασία των συμφωνιών και καλλιεργεί εφησυχασμό όσον αφορά τη διάθεσή του να αυξήσει τους δασμούς.
Μπαίνοντας στη δεύτερη θητεία του, πολλοί σύμβουλοι του Αμερικανού προέδρου προτιμούσαν να παρουσιάζουν τους δασμούς ως διαπραγματευτικό χαρτί για να πείσουν άλλες χώρες να μειώσουν τα δικά τους εμπορικά εμπόδια και να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά προϊόντα.
Ο ίδιος ο Trump, όμως,
δεν συμμεριζόταν ποτέ αυτή την άποψη. Ήταν σαφής και μονοδιάστατος ως
προς τον στόχο του: Θέλει δασμούς — όσο πιο υψηλούς, τόσο το καλύτερο.
Το αν αυτό επιτυγχάνεται μονομερώς ή μέσω συμφωνιών είναι δευτερεύον.
Οι
σύμβουλοί του υποστηρίζουν ότι μόνο οι δασμοί μπορούν να αντιμετωπίσουν
αποτελεσματικά τα εμπορικά ελλείμματα, τα οποία, όπως λένε,
αντικατοπτρίζουν μια πληθώρα μη δασμολογικών εμποδίων, όπως κανονισμοί
και φόροι που περιορίζουν την κατανάλωση και τις εισαγωγές.
Ωστόσο,
από τη δεκαετία του 1980, ο Trump προωθεί μια απλούστερη λογική: Οι
άλλοι πρέπει να πληρώνουν για την πρόσβασή τους στην αμερικανική αγορά ή
για την προστασία που παρέχει ο αμερικανικός στρατός.
Και,
παρά την απουσία συμφωνιών, έχει πετύχει. Μόνο τον Ιούνιο, το υπουργείο
Οικονομικών εισέπραξε 27 δισ. δολάρια από τελωνειακούς δασμούς, αυξημένα
κατά 20 δισ. σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα, ρυθμός που θα σήμαινε
επιπλέον 240 δισ. δολάρια ετησίως.
Δεν αρκούν για να
καταργηθεί ο φόρος εισοδήματος για τις περισσότερες οικογένειες, όπως
είχε υποσχεθεί κάποτε ο Trump, αλλά αρκούν για να χρηματοδοτήσουν πολλές
άλλες προτεραιότητες.
Η ιδέα ότι ο Trump κάνει πίσω προέρχεται από
τον Απρίλιο, όταν ανακοίνωσε υψηλούς «ανταποδοτικούς» δασμούς σχεδόν σε
όλους, και 145% στην Κίνα.
Οι αγορές κατέρρευσαν και εκείνος έκανε πίσω.
Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τον «βασικό» δασμό 10% σχεδόν σε όλες τις εισαγωγές.
Όταν
πρωτοπαρουσίασε αυτόν τον δασμό κατά την προεκλογική εκστρατεία,
φαινόταν ως το χειρότερο σενάριο. Σήμερα, πολλοί εμπορικοί εταίροι το
βλέπουν ως το καλύτερο δυνατό σενάριο.
Συμπεριλαμβανομένων
των δασμών στον χάλυβα, στο αλουμίνιο και στα αυτοκίνητα, ο μέσος
αποτελεσματικός δασμός σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ, στις 2 Ιουλίου,
ήταν 13,4%, σύμφωνα με την JPMorgan Chase.
Αυτό είναι
χαμηλότερο από το ανώτατο όριο της 9ης Απριλίου, αλλά πολύ υψηλότερο από
το 2,3% πέρυσι και το υψηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του 1940, πριν
οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θεσπίσουν μηχανισμούς για τη μείωση των
παγκόσμιων εμπορικών εμποδίων.
Έτσι, ακόμη και χωρίς συμφωνίες, ο Trump, με βάση τον δικό του ορισμό της επιτυχίας, έχει ήδη κερδίσει τον εμπορικό του πόλεμο.
Η
επιφυλακτικότητα του Trump απέναντι στις εμπορικές συμφωνίες φαίνεται
να έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα του ως «μετρ των συμφωνιών».
Ωστόσο, ως επιχειρηματίας, καταλάβαινε ότι οι συμφωνίες συνήθως απαιτούν από όλους να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις.
Ο Trump δεν μπορούσε να επιβάλει όρους σε τραπεζίτες ή επενδυτές όταν τους είχε περισσότερο ανάγκη απ’ ό,τι εκείνοι αυτόν.
Σήμερα, ηγείται της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, με τον ισχυρότερο στρατό.
Όλοι
οι υπόλοιποι χρειάζονται τις ΗΠΑ περισσότερο απ’ ό,τι οι ΗΠΑ αυτούς,
και ο Trump θεωρεί ότι μπορεί, επομένως, να υπαγορεύσει τους όρους και
ότι οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να τους αποδεχθούν.
Αυτό διαφέρει από
την πρώτη θητεία του Trump, όταν διαπραγματεύτηκε πολλές ουσιαστικές
συμφωνίες: μια αναθεωρημένη εμπορική συμφωνία με τη Νότια Κορέα, μια νέα
συμφωνία με την Ιαπωνία και τη Συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά που
αντικατέστησε τη NAFTA.
Καμία από αυτές δεν περιλάμβανε μεγάλη αύξηση δασμών. Μερικές μάλιστα περιλάμβαναν μικρές αμερικανικές παραχωρήσεις.
Τότε, ο Trump είχε διαπραγματευτική ισχύ, αλλά αυτή περιοριζόταν από θεσμικά αντίβαρα και κανόνες.
Συνήθως
επέβαλε δασμούς χρησιμοποιώντας θεσμοθετημένους νόμους, όπως την έρευνα
«Section 301» που χρησιμοποιήθηκε για την τιμωρία των άδικων εμπορικών
πρακτικών της Κίνας ή τους προστατευτικούς δασμούς «Section 201» σε
ηλιακούς συλλέκτες και πλυντήρια ρούχων.
Κατά τις
διαπραγματεύσεις, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν προσεκτικοί να μην το
παρακάνουν, γνωρίζοντας ότι η άλλη πλευρά έπρεπε να «πουλήσει»
οποιαδήποτε συμφωνία και στο δικό της κοινό.
«Δεν τους βλέπουν με καλό μάτι»
Οι
Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι τότε όπως και τώρα ελέγχουν το Κογκρέσο, δεν
έβλεπαν με καλό μάτι τους δασμούς, ειδικά σε συμμάχους, και πίεζαν τον
Trump να επαναδιαπραγματευτεί τις συμφωνίες αντί να τις καταργήσει.
Οι
αντίπαλοι ήταν επίσης πιο αποφασιστικοί: ο Καναδάς, το Μεξικό, η
Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα αντέδρασαν επιβάλλοντας αντίποινα, ενώ πολλές
επιχειρήσεις που αναγκάστηκαν να πληρώσουν τους δασμούς προσέφυγαν στη
Δικαιοσύνη.
Πολλοί από τους θεσμικούς ελέγχους και τις ισορροπίες, όπως και οι άγραφοι κανόνες, έχουν πλέον καταρρεύσει.
Ο
Trump ισχυρίζεται ότι έχει την εξουσία να επιβάλλει δασμούς σε
οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, επ’ αόριστον, με βάση τον Νόμο
περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης (International
Emergency Economic Powers Act) — έναν νόμο που είχε θεσπιστεί για την
επιβολή κυρώσεων σε αντιπάλους όπως το Ιράν ή η Βενεζουέλα.
Ένα δικαστήριο έκρινε την εφαρμογή του νόμου από τον Trump παράνομη• ωστόσο, η απόφαση έχει ανασταλεί.
Όσον αφορά τους εμπορικούς εταίρους, κανείς πλην της Κίνας και του Καναδά δεν έχει απαντήσει με αντίποινα.
Πολλοί
έλαβαν σοβαρά υπόψη την προειδοποίηση του Trump ότι η ανταπόδοση θα
σήμαινε χειρότερη μεταχείριση. Κι όμως, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε.
Ο
Trump απείλησε με δασμούς αντίστοιχους με εκείνους προς την Κίνα και την
Ε.Ε. και το Μεξικό, που δεν είχαν προβεί σε αντίποινα.
Η απουσία
αντίποινων στερεί από τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο —που δεν
συμμερίζονται την αγάπη του Trump για δασμούς σε συμμάχους— τη
δυνατότητα να τον περιορίσουν.
Για τον Trump, ένα ακόμα μειονέκτημα των συμφωνιών είναι ότι, θεωρητικά, και οι δύο πλευρές υποχρεούνται να τις τηρούν.
Όμως ο Trump περιφρονεί τέτοιους περιορισμούς και του αρέσει να αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Επέβαλε δασμούς 25% σε Καναδά και Μεξικό για να τους πιέσει να καταστείλουν τη διακίνηση φαιντανύλης και τη λαθρομετανάστευση.
Το έκαναν, αλλά ο Trump απείλησε εκ νέου με αύξηση των δασμών.
Είναι πιθανό να θεωρεί και τις νέες συμφωνίες εξίσου μη δεσμευτικές με εκείνες της πρώτης του θητείας.
Έτσι, ο Trump έχει επιτέλους τους δασμούς του, ελεύθερο χέρι να τους αυξάνει και ελάχιστη πίεση για να τους ανακαλέσει.
Αλλά
είναι αυτό απαραίτητα καλό; Οι δασμοί του Trump δεν προκάλεσαν την
ύφεση που πολλοί φοβούνταν, αλλά ούτε έχουν οδηγήσει σε αναγέννηση της
μεταποίησης.
Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από δασμούς που εισρέει
στο υπουργείο Οικονομικών προέρχεται από τις τσέπες των αμερικανικών
επιχειρήσεων και καταναλωτών.
Ο κίνδυνος με τη μονομέρεια του Trump
είναι ότι θα ωθήσει τους δασμούς πέρα από τα όρια ανοχής των αγορών ή
των εμπορικών εταίρων.
Οι αγορές εξασθένησαν την Τρίτη, καθώς υπήρξαν ενδείξεις ότι οι δασμοί αρχίζουν να μετακυλίονται στις τιμές καταναλωτή.
Οι
προηγούμενοι πρόεδροι επιδίωκαν πιο ελεύθερο εμπόριο όχι επειδή δεν
ήξεραν να κάνουν συμφωνίες, αλλά επειδή, παρά τα μειονεκτήματά του, αυτό
καθιστούσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις και εργαζόμενους πιο
παραγωγικούς, βελτίωνε τη θέση των καταναλωτών και έκανε άλλες χώρες (με
εξαίρεση την Κίνα) πιο πρόθυμες να επενδύσουν στην ηγεσία των ΗΠΑ.
Ο
Trump ίσως τελικά αποδειχθεί νικητής στους εμπορικούς πολέμους• μένει
να φανεί αν το ίδιο θα ισχύσει και για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι δασμοί θα κάνουν πλουσιότερο τον κόσμο και... φτωχότερες τις διεφθαρμένες ελίτ – Γιατί ο Trump έχει δίκιο
Οι
επικριτές της εμπορικής πολιτικής του Προέδρου Τrump -δασμοί, δασμοί
και πάλι δασμοί- ισχυρίζονται ότι οι δασμοί θα προκαλέσουν πληθωρισμό
και θα φτωχύνουν τους Αμερικανούς και, γενικά, τους πολίτες. Αυτό είναι
ψευδές.
Παρόλο που θα υπάρξει μια σύντομη περίοδος
προσαρμογής της αγοράς, η αλήθεια πως δεν θα προκαλέσουν πληθωρισμό.
Αντίθετα, μακροπρόθεσμα, οι δασμοί θα μειώσουν το κόστος ζωής.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι: πληθωρισμός σε τι; Στα καταναλωτικά αγαθά;
Γιατί
οι επικριτές δεν ανησυχούν για τον πληθωρισμό των στοιχείων
ενεργητικού, όπως οι κατοικίες ή οι επενδύσεις, που προκαλούνται από την
οικονομική παγκοσμιοποίηση και τα εμπορικά ελλείμματα;
Γιατί
οι Δημοκρατικοί και οι Νεοσυντηρητικοί είναι τόσο απασχολημένοι με τη
διατήρηση των τιμών στα φθηνά προϊόντα σε χαμηλά επίπεδα, όταν οι
πολίτες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ούτε το ενοίκιο ή τη δόση του
στεγαστικού τους;
Nτόπια προϊόντα
Αντίθετα με την εδραιωμένη πεποίθηση, οι
δασμοί δεν αύξησαν το κόστος των αγαθών κατά την πρώτη θητεία του
Προέδρου Trump και είναι απίθανο να το κάνουν και στη δεύτερη. Γι’ αυτό
υπάρχουν διάφοροι λόγο:
Ο δασμός είναι ένας φόρος που
επιβάλλεται στις εισαγωγές. Για παράδειγμα, ένας δασμός 25% στον χάλυβα
αυξάνει την τιμή του εισαγόμενου χάλυβα από τον Καναδά ή τη Νότια Κορέα,
αλλά δεν επηρεάζει τον χάλυβα που παράγεται στις ΗΠΑ.
Άρα, οι δασμοί
είναι ένας φόρος που μπορεί να αποφευχθεί. Αν δεν θέλετε να πληρώσετε
δασμούς, αγοράστε ντόπια προϊόντα. Τόσο απλά.
Οι δασμοί δημιουργούν
κίνητρο για τους καταναλωτές να αγοράζουν ντόπια προϊόντα, αλλά και για
τους ξένους παραγωγούς να μειώσουν το κόστος τους.
Αν, για
παράδειγμα, χώρες όπως η Κίνα ή το Μεξικό θέλουν πρόσβαση στην
αμερικανική αγορά -κάτι που σίγουρα θέλουν- θα πρέπει να βρουν τρόπο να
μειώσουν το κόστος τους, ώστε να αντισταθμίσουν τον δασμό.
Οι
επικριτές λένε ότι ακόμη κι αν αγοράζετε ντόπια προϊόντα, θα πληρώνετε
ακριβότερα επειδή οι εγχώριες εταιρείες δεν θα έχουν ανταγωνισμό και θα
αυξήσουν τις τιμές τους.
Αυτό μπορεί να μην ισχύει
βραχυπρόθεσμα και είναι σίγουρα ψευδές μακροπρόθεσμα, διότι η
παραγωγικότητα είναι αυτή που καθορίζει τις τιμές.
Οι τιμές σήμερα
είναι «πειραγμένες» από εξωτερικούς οικονομικούς παράγοντες, όπως η
χειραγώγηση συναλλάγματος και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές από ξένες
χώρες.
Αυτός είναι ο λόγος που αποδοτικά εργοστάσια κλείνουν, ενώ
λιγότερο αποδοτικά εργοστάσια σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γερμανία
συνεχίζουν να λειτουργούν.
Προστατεύοντας την εγχώρια αγορά, η
εγχώρια οικονομία θα λειτουργεί πιο αποδοτικά και το κόστος θα μειωθεί
καθώς η αγορά θα προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.
Επιπλέον, οι δασμοί φέρνουν την επαναβιομηχάνιση και αυξάνουν την εγχώρια παραγωγή.
Η βιομηχανία είναι μοναδικός κλάδος, επειδή όσο περισσότερα παράγουμε, τόσο χαμηλότερο βαίνει το κόστος ανά μονάδα προϊόντος.
Τέλος, ο μοναδικός τρόπος να μειωθούν οι τιμές μακροπρόθεσμα είναι η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης.
Και
ο καλύτερος καταλύτης για αυτό είναι το υψηλότερο κόστος εργασίας, το
οποίο αναγκάζει τις εταιρείες να επενδύουν σε καινοτομία.
Όταν η
Αμερική ευημερεί, ολόκληρος ο κόσμος ευημερεί. Οι δασμοί είναι ένα
αποτελεσματικό εργαλείο για να ανακατευθυνθεί η οικονομία από τη
χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία στην πραγματική παραγωγή.
Οι δασμοί θα επαναφέρουν την οικονομία στην οικοδόμηση του μέλλοντος, αντί να το αγοράζει απ’ έξω.
Σε σύγκριση με τι;
Τα μέσα ενημέρωσης θρηνούν υποστηρίζοντας ότι οι δασμοί θα αυξήσουν τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών.
Ωστόσο,
φαίνεται να αγνοούν εντελώς ότι το τρέχον εμπορικό μοντέλο -τα
τεράστια, χρόνια εμπορικά ελλείμματα που προκαλούνται από αθέμιτο και
ασύμμετρο εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο- επίσης προκαλεί πληθωρισμό,
αλλά διαφορετικού τύπου.
Για παράδειγμα, η Αμερική εισάγει
πολύ περισσότερα από όσα εξάγει. Αυτό δημιουργεί εμπορικό έλλειμμα, το
οποίο πρέπει να καλυφθεί.
Πώς το κάνουμε; Πουλώντας στοιχεία
ενεργητικού και χρέος. Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό έλλειμμα συμβάλλει
άμεσα στην αύξηση των τιμών, δηλαδή στον πληθωρισμό των αμερικανικών
περιουσιακών στοιχείων και του χρέους.
Για παράδειγμα, το
2024, ξένοι αγοραστές αγόρασαν εκτιμώμενα: 42 δισεκατομμύρια δολάρια σε
κατοικίες, 8 δισεκατομμύρια δολάρια σε γεωργική γη, 12 δισεκατομμύρια
δολάρια σε εμπορικά ακίνητα.
Αυτό ανεβάζει τις τιμές των ακινήτων,
αποκλείοντας τους νέους Αμερικανούς από την αγορά και στερώντας τους το
μερίδιό τους στο Αμερικανικό Όνειρο.
Οι ξένοι αγοράζουν και επιχειρήσεις
Εκτός
από τα ακίνητα, οι ξένοι αγοράζουν και εγχώριες επιχειρήσεις. Λόγου
χάρη, στις ΗΠΑ μέχρι τον Ιούνιο του 2023, ξένοι επενδυτές κατείχαν το
17% του συνόλου των αμερικανικών μετοχών.
Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες: Δίνει
άμεση πρόσβαση σε ξένες κυβερνήσεις στις εγχώριες τεχνολογίες, ενισχύει
τη μαζική κλοπή εθνικής πνευματικής ιδιοκτησίας, που κοστίζει
εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, απειλεί την εθνική ασφάλεια.
Είναι σαν να αγοράζουμε τρόφιμα με πιστωτική κάρτα, αλλά σε εθνικό επίπεδο.
Για
παράδειγμα, οι ξένοι κατέχουν περίπου 8,67 τρισεκατομμύρια δολάρια σε
αμερικανικά κρατικά ομόλογα. δηλαδή το 24% του δημόσιου χρέους.
Επιπλέον,
το εταιρικό και ιδιωτικό χρέος της Αμερικής έχει εκτοξευθεί από το
1973, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το
χρέος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο γιατί πρέπει να αποπληρωθούν το
κεφάλαιο και οι τόκοι – κάτι που αυξάνει το κόστος αγοράς ξένων
προϊόντων με τρόπους που οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν λαμβάνουν
υπόψη.
Σκεφτείτε ότι η Αμερική έγινε χώρα-οφειλέτης το 2006 - για πρώτη φορά από τη Μεγάλη Ύφεση.
Ως
αποτέλεσμα, σήμερα πληρώνει πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως
σε ξένους επενδυτές μόνο σε τόκους - για το προνόμιο να αγοράζουμε
προϊόντα που θα έπρεπε να κατασκευάζει η ίδια.
Οι ελίτ δεν ενδιαφέρονται για τον πληθωρισμό
Οι
ελίτ αντιτίθενται στους δασμούς γιατί θα μπορούσαν να αυξήσουν τις
τιμές των καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή των προϊόντων που οι απλοί
άνθρωποι θέλουν.
Όμως η απουσία δασμών αυξάνει τις τιμές των ακινήτων, δηλαδή των αγαθών που οι άνθρωποι χρειάζονται.
Αυτό δείχνει ότι οι ελίτ δεν νοιάζονται για τον πληθωρισμό.
Αντιθέτως,
χρησιμοποιούν την εμπορική πολιτική για να φουσκώσουν τις αξίες των
περιουσιακών στοιχείων που ήδη κατέχουν, όπως ακίνητα και μετοχές, σε
βάρος των απλών Αμερικανών.
Συνεπώς οι δασμοί μπορεί να
αυξήσουν προσωρινά τον πληθωρισμό των καταναλωτικών αγαθών, αλλά θα
εξισορροπηθούν από τη μείωση των τιμών στα περιουσιακά στοιχεία και το
χρέος.
Και όχι μόνο αυτό: Η επιστροφή των εργοστασίων θα
ρίξει τις τιμές μακροπρόθεσμα και θα δημιουργήσει εύφορο έδαφος για
καινοτομία.
Η λογική είναι ξεκάθαρη: Χρειαζόμαστε δασμούς για να επαναφέρουμε τη βιομηχανία και να ανακτήσουμε οικονομική ανεξαρτησία.
www.bankingnews.gr