Η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή κεφαλαίου στη μεγέθυνση του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 ήταν αρνητική, δεδομένου ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων από το 2010 υπολείπονται
των αποσβέσεων, μειώνοντας το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας.Μετά την έξοδο από τα μνημόνια και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσαμε να βάλουμε το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων, έτσι ώστε να ξεκινήσει μια συζήτηση για τα ουσιαστικά προβλήματα της οικονομίας και τον μετασχηματισμό της. Ο στόχος όμως είναι ακόμα μακρινός. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής αποτελεί ένα μόνιμο και διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας, το οποίο τα τελευταία χρόνια επιδεινώθηκε.
Απόδειξη για όλα αυτά είναι η συνεχής ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου, η σημαντική διείσδυση των εισαγόμενων προϊόντων τόσο ως προϊόντα τελικής κατανάλωσης όσο και ως ενδιάμεσα προϊόντα στην ελληνική παραγωγή. Επιπλέον, παρατηρούμε μια διαρκή υποχώρηση των ελληνικών προϊόντων από τις αγορές του εξωτερικού. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνεται τα τελευταία χρόνια από 6,6% το 2020 έως 10,5% το 2022.
Τα ίδια μηνύματα παίρνουμε και από την συμμετοχή της εγχώριας παραγωγής στην διαμόρφωση του τελικού προϊόντος. Από το 2009 το ποσοστό της ελληνικής προστιθέμενης αξίας στην συνολική αξία των τελικών προϊόντων βαίνει μειούμενο. Μετά από τόσες μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές παρεμβάσεις, η συμμετοχή της εγχώριας παραγωγής δεν υπερβαίνει το 25%, το οποίο είναι το μικρότερο στην ΕΕ. Επομένως, παραμένει η εξάρτηση της ελληνικής παραγωγής από τις εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού, ημικατεργασμένων και ενδιάμεσων προϊόντων, καθώς και πρώτων υλών.
Το κακό είναι ότι κάτω από την ομπρέλα του όρου ανταγωνιστικότητα ο καθένας μπορεί να εντάξει οτιδήποτε. Με αυτόν τον τρόπο αποπροσανατολίζεται η συζήτηση και δυσκολεύεται η ανεύρεση λύσης. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί όσον αφορά την ελληνική οικονομία η πολύ μικρή παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας, καθώς επίσης και οι σχετικά μικρές επενδύσεις σε σχέση με τις αποσβέσεις.
Οι επενδύσεις σε ακίνητα
Η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή κεφαλαίου στη μεγέθυνση του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 ήταν αρνητική, δεδομένου ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων από το 2010 υπολείπονται των αποσβέσεων, μειώνοντας το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας. Εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στις ξένες άμεσες επενδύσεις, αλλά δυστυχώς απογοητευτήκαμε, διότι πολύ απλά αυτές οι επενδύσεις κατευθύνονται σε αγορές κατοικιών και εξαγορές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η οποιαδήποτε αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στον συντελεστή εργασία και μάλιστα σε θέσεις εργασίας χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης.
Αρνητικά επηρεάζεται επίσης η ανταγωνιστικότητα και από τον διαφορικό πληθωρισμό ιδιαίτερα στα είδη διατροφής. Η Ελλάδα καταγράφει έναν από τους υψηλότερους πληθωρισμούς στα είδη διατροφής σε όλη την ΕΕ. Επομένως τα ελληνικά προϊόντα υποχωρούν από τις εγχώριες, αλλά και από τις αγορές της αλλοδαπής.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σε ένα περιβάλλον χωρίς την δυνατότητα μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών η αύξηση των τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών (στέγαση, υπηρεσίες υγείας, τραπεζικές υπηρεσίες κλπ) επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αυξάνοντας την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία.
Είναι απορίας άξιο πώς φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο όταν βασικός και στρατηγικός στόχος των μνημονίων, αλλά και του συνόλου των προγραμμάτων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, είναι ο παραγωγικός μετασχηματισμός και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Οι λέξεις “διαρθρωτικές αλλαγές” και “μεταρρυθμίσεις” διατρέχουν την καθημερινότητά μας και συνεχίζουν να αποτελούν το βασικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας.
Στην οικονομική πολιτική υπάρχει ένας χρυσός κανόνας που λέει ότι οι πολιτικές εκ του αποτελέσματος κρίνονται και το αποτέλεσμα στον τομέα του παραγωγικού μετασχηματισμού υπολείπεται κατά πολύ των στόχων.