Το ερώτημα είναι πώς
επηρεάζουν οι αλλαγές αυτές το συνδικαλιστικό κίνημα και πώς καλείται να
τις αντιμετωπίσει.
Στην πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης η συνδικαλιστική πυκνότητα,
δηλαδή το ποσοστό συμμετοχής των εργαζόμενων στα συνδικάτα, συνεχίζει να
μειώνεται, παρά την εντατικοποίηση των προσπαθειών αναδιοργάνωσης. Αυτή
η τάση, σε συνδυασμό με τη γήρανση της σημερινής βάσης των μελών,
προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον των οργανωμένων εργατικών
κινημάτων. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες η συνδικαλιστική πυκνότητα
κυμαίνεται περίπου στο 10% του ενεργού πληθυσμού και συρρικνώνεται
περαιτέρω. Η αποδυνάμωση των συνδικάτων δυσκολεύει την αντίδρασή τους
στις ακολουθούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σε αυτό το περιβάλλον
τίθενται σε αμφισβήτηση τα παραδοσιακά μέσα δράσης του συνδικαλιστικού
κινήματος. Πόσο αποτελεσματικές μπορούν να θεωρούνται σήμερα, για
παράδειγμα, οι απεργίες ή οι δημόσιες συναθροίσεις και ποια είναι πλέον η
μαζικότητά τους;
Τα συνδικάτα είναι αναγκασμένα να απομακρυνθούν από το οργανωτικό
μοντέλο και τους τρόπους δράσης του παρελθόντος. Δεν θα πρέπει να
υποκύψουν σε αυτό που αποκαλείται «οργανωτική δομή αδράνειας». Η
συρρίκνωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Το
πρώτο σημείο αλλαγής πρέπει να είναι η εντατικοποίηση της παρουσίας τους
στους χώρους εργασίας, με ενίσχυση του εσωτερικού διαλόγου, της
εκπαίδευσης και της δημιουργίας ενός μόνιμου, ανοικτού διαύλου
επικοινωνίας μεταξύ μελών και συνδικαλιστικής ηγεσίας. Σε αυτή τη γέφυρα
είναι αξιοποιήσιμα όλα τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και κοινωνικής
δικτύωσης για την καλλιέργεια του λεγόμενου «κοινωνικού κεφαλαίου» των
μελών τους. Το σοβαρότερο οργανωτικό πρόβλημα σήμερα είναι τελικά η
διαδεδομένη αντίληψη ότι η συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει πια
χρησιμότητα και λυσιτέλεια.
Κρίσιμο είναι επίσης να αφομοιωθεί ότι μέσα στον κόσμο της εργασίας
συνυπάρχει ένας πλουραλισμός διαφορετικών κατηγοριών εργαζομένων και
ποικίλα συμφέροντα, που η συνδικαλιστική οργάνωση καλείται να
εναρμονίσει και να ενοποιήσει, δημιουργώντας μηχανισμούς ενσωμάτωσης και
εκπροσώπησης αυτής της ποικιλομορφίας, των κατακερματισμένων κατηγοριών
εργαζομένων, που εμφανίζονται διασπασμένες ως προς το είδος της
εργασίας και της εργασιακής σχέσης, του τόπου και του τρόπου εργασίας.
Είναι ταυτόχρονα αναγκαία μια στρατηγική συστηματικής συμπερίληψης στις
συνδικαλιστικές οργανώσεις επιμέρους ομάδων εργαζομένων όπως οι
μετανάστες, οι εργαζόμενοι σε επισφαλείς θέσεις εργασίας και οι νέοι
εργαζόμενοι σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης, που απαρτίζουν το λεγόμενο
«πρεκαριάτο», στο οποίο περιλαμβάνονται πλέον και μέλη της μεσαίας
τάξης.
Ένα ευαίσθητο ζήτημα αποτελεί η αναθεώρηση της σχέσης των συνδικάτων με
τα πολιτικά κόμματα, που σε συνθήκες μεταδημοκρατίας έχουν πληγεί όσο
κανένα άλλο συλλογικό υποκείμενο από την κρίση αντιπροσώπευσης και από
τα φαινόμενα αντιπολιτικής και αντισυστημικότητας. Τέλος, ένα νέο πεδίο
δράσης των συνδικάτων αποτελεί η επεξεργασία ενός συνεκτικού
προγράμματος για την προσαρμογή τόσο της συνδικαλιστικής οργάνωσης όσο
και κάθε κλάδου και εργαζόμενου στις μεταβολές και τις επιπτώσεις της
νέας ψηφιακής τεχνολογίας.
Οι απόψεις που εκφράζονται για τη μετάβαση στην μετασυνδικαλιστική
οργάνωση είναι υποβολιμαίες. Αποτελούν πρόσχημα αποδυνάμωσης της
συλλογικής εκπροσώπησης και της συνδικαλιστικής δράσης του κόσμου της
εργασίας. Όμως οι νέες συνθήκες επιτάσσουν οργανωτικές τομές στη
λειτουργία των συνδικάτων. Το παραδοσιακό κάθετο μοντέλο μπορεί να
μεταμορφωθεί με την αξιοποίηση νέων μορφών δικτύωσης, διαβούλευσης και
συντονισμού της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Μπροστά στην άνοδο των αυταρχικών και εθνολαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων
στην Ευρώπη έχει τεράστια σημασία πώς θα αντιδράσουν οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις του κόσμου της εργασίας. Απαιτείται μία στρατηγική απέναντι
σε αυτό το Εθνολαϊκιστικό Μέτωπο, που απειλεί το δημοκρατικό κράτος
δικαίου και, μεταξύ άλλων, αποσκοπεί να περιορίσει τη συνδικαλιστική
ελευθερία και την ισχύ του εργατικού κινήματος.
Το μέλλον των συνδικάτων |
Πηγή: