Η ιστορία που θα σας πω, παιδιά μου, συνέβη τα παλιά τα χρόνια, επί
τουρκοκρατίας, και μου τη διηγηθήκανε και μένα οι γεροντότεροι. Τότε,
λοιπόν, ο λαός ήτανε βαριά σκλαβωμένος. Ότι βιός είχανε οι φτωχοί τούς
το έπαιρναν οι φοροεισπράχτορες των πασάδων, οι φιλότουρκοι τσιφλικάδες
και οι προσκυνημένοι. Περίπου σαν τώρα!
Σε ένα ορεινό χωριό των Αγράφων στην Ευρυτανία ζούσε μια πολύ φτωχή
οικογένεια. Κάποτε αυτή η οικογένεια περίμενε ένα προξενιό για την
μονάκριβη κόρη. Τότε οι πιο πολλοί παντρεύονταν με προξενιό.....
Οι γονείς σκάβανε στο χωράφι και ο αδερφός ψηλά σε μια ραχούλα έβοσκε τα
λίγα προβατάκια της φαμελιάς λαλώντας αμέριμνος τη φλογέρα του!
Είχαν συμβουλέψει το κορίτσι να ΄χει το νου του κι άμα δει να έρχονται οι προξενητάδες να τους φωνάξει αμέσως.
Έτσι κι έγινε. Μόλις η κοπέλα τούς είδε να καταφτάνουν, έμπηξε τις φωνές:
-Εεε μάνα, εεε πατέρα, έρχονται...!!!
-Πόσοι είναι παιδί μ΄, χούγιαξε η μάνα.
-Είναι έξι και το γαμπρό τον λένε Αλέξηηη!
-Καλά ερχόμαστε. Τήρα εσύ να τους καλωσορίσεις τσ' ανθρώπους. Στρώσε την
τάβλα και βάλε για το καλό ότι μας βρίσκεται. Να βάλεις γι' αρχή
πρασόφυλλα και από ένα κεφάλι σκόρδο στον καθένα και φτάνουμε κι εμείς
να τους περιποιηθούμε.
(Να ξέρετε εσείς οι νέοι ότι το κάθε κομματάκι σκόρδο το λέγανε "κεφάλι". Έχει τη σημασία του αυτό!)
Στρογγυλοκάθισε ο γαμπρός ο Αλέξης με την παρέα του, ήρθανε και οι
γονείς κι ο αδερφός της κόρης. Βάλθηκε η μάνα να κάνει ετοιμασίες στο
φτωχικό της, ξεκίνησε να μαγειρέψει και την κότα την καλή ενώ ο πατέρας
έβγαλε το κρασί.
-Για πείτε ορέ παιδιά, τι χαμπάρια, λέει ο νοικοκύρης.
-Τι να πούμε είπε ο γαμπρός και η κομπανία του. Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια. Να πάμε κατευθείαν στο θέμα μας, στην προίκα!
-Ναι, αλλά και το κορίτσι μας είναι καλό... είπε ενοχλημένος ο αδερφός.
-Μωρέ καλό ξεκαλό αυτό θα σας το πάρουμε έτσι κι αλλιώς. Αλλά θέλουμε και το σπίτι.
-Κι εμείς που θα μείνουμε, πετάχτηκε ξανά ο αδερφός. Όλο κι όλο ετούτο
το καλύβι έχουμε. Και καλά εγώ δεν πειράζει, νέος είμαι ακόμα, αλλά οι
γονιοί γερνάνε, δεν κάνει να μείνουνε στις πέντε στράτες.
-Σύχασε παιδί μου, έκρινε ο πατέρας. Ας το πάρετε το καλύβι, χαλάλι σας. Φχαριστημένος γαμπρέ μ΄ ;;;
Σα να χάρηκε ο Αλέξης που αντάλλαξε πονηρές ματιές με τους προξενητάδες.
Γυρίζει τότε ο ένας από δαύτους, εκείνος ο κουτσός, και λέει στον πατέρα:
-Ναι, αλλά δεν φτάνει μονάχα αυτό, πρέπει να μας δώσετε και το καζάνι, τις κατσαρόλες, το μουλάρι και τα δέκα πρόβατα!
-Καλά, κομμάτια να γίνει, πάρτε τα κι αυτά, ξαναείπε ο πατέρας.
-Εμείς δε συμφωνάμε, πρέπει να βάλουν κατιτίς ακόμα, είπαν μ΄ ένα στόμα οι άλλοι συνοδοί.
-Σάμπως μας απέμεινε και τίποτις, όλα μας τα παίρνετε, ψέλλισε ο δυστυχής γονιός.
-Σα δεν ντρέπεστε, έκανε αγριεμένος ο γιος. Πάτε να μας πάρετε τ΄ ομορφοκόριτσο και χαλεύετε κι από πάνω.
-Εσύ Αλέξη μ' τι λες;;; ρώτησε το γαμπρό ο γέροντας. Εσύ είσαι θ΄κό μας
παιδί απ΄τα μέρη μας και ξέρεις τη χλιμάρα μας, οι άλλοι είναι απ' αλλού
και δεν χαμπαριάζνε.
-Ααα μπάρμπα, εμένα μη μ΄ανακατεύεις, ότι πουν οι ξένοι ανθρώποι, αυτοί ξέρουν καλύτερα, απάντησε ο γαμπρός.
Κοίταξε ο πατέρας μία το γιο που έβραζε απ΄το κακό του και μία τη μάνα που έβραζε την κότα για τους μουσαφιραίους.
Τότε η μάνα αφού έβγαλε την κότα απ΄τη φωτιά και σκούπισε τα χέρια της πήρε το λόγο και είπε:
-Άιντε Αλέξη μ΄ στο καλό, άι φεύγα κι εσύ κι η ξενούρα σ΄. Δεν το ΄χουμε
το παιδάκι μας ούτε για το παζάρι ούτε για πούλημα. Φάτε το κεφάλι σας
(το σκόρδο που λέγαμε!) κι αδειάστε μας τη γωνιά.
Το κορίτσι έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας.
-Μα..., τόλμησε να πει ο γαμπρός και οι προξενητάδες, να ξέρετε ότι εμείς δεν εννοούσαμε ότι...
Ο πατέρας έπιασε το ξιθάλι κι ο αδερφός τη γκλίτσα.
-Ακούσατε ορέ, όξω από δω μη σας περιλάβουμε και μετρήσετε την τελευταία.
Έφυγαν κι ακόμα φεύγουν μέχρι... έξω απ΄τα σύνορα... του χωριού!!!
Αυτά παιδιά μου έγιναν εκείνα τα χρόνια.
Σήμερα οι έξι προξενητάδες που ήρθανε για να εκμεταλλευτούν την όμορφη κόρη που τη λένε Ελλαδίτσα ποιοι να είναι άραγε;;;
Τους μετράω και άκρη ακριβώς δεν βρίσκω! Πες ότι τρεις είναι η τρόικα
της ευρώπης, κι ένας ο άλλος ο αμερικανός τέσσερις, και ένας ακόμη ο από
μέσα ο έλληνας τσιφλικάς, μας κάνουν πέντε.
Εμ δεν μπορώ να βρω ποιος είναι ο έκτος, ο γαμπρός ντε, που εκείνα τα χρόνια τον λέγανε Αλέξη...!!!Πηγή: