«Θεαματική» τιμωρία και καταπολέμηση του εγκλήματος...


της Αγγελικής Καρδαρά.
Η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων στο πλαίσιο των οργανωμένων κοινωνιών, ήταν αυτή που, φαινομενικά τουλάχιστον, οδήγησε στη δημιουργία και επιβολή των ποινών.

 
Υπογραμμίζω όμως το επίρρημα “φαινομενικά”, διότι η ποινή, παρά την αδιαμφισβήτητη σχέση της με το έγκλημα, δεν αποτελεί απλά και μόνο μέσο καταστολής εγκληματικών συμπεριφορών.

Η ποινή, δηλαδή, δεν λειτουργεί αποκλειστικά ως “αρνητικός” μηχανισμός καταστολής, παρεμπόδισης ή περιορισμού του εγκλήματος. Αυτός θα λέγαμε ότι είναι ένας από τους πολλούς σκοπούς της. 

 Πρωτίστως εξυπηρετεί σκοπιμότητες που σχετίζονται με την αύξηση των ωφελειών (θρησκευτικών, οικονομικών, πολιτικών, που υλοποιήθηκαν στην πάροδο των αιώνων με διάφορα μέσα, όπως τον εγκλεισμό σε μοναστήρια, τη φυλάκιση με σωφρονιστική εργασία, την εξορία κ.λπ.) της οργανωμένης κοινότητας, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις της.

Οι θεωρίες περί ποινής: ανταποδοτικές και ωφελιμιστικές

Ερευνητικά μπορούμε να διακρίνουμε δύο μεγάλες ομάδες θεωριών περί ποινής:
  • Η πρώτη και πιο διαδεδομένη ομάδα θεωριών περιλαμβάνει τις: απόλυτες θεωρίες, σχετικές ή ωφελιμιστικές θεωρίες και θεωρίες της κοινωνικής άμυνας.
  • Η δεύτερη ομάδα, που προβαίνει σε σχεδόν παρόμοια με την προηγούμενη διάκριση, περιλαμβάνει τις: απόλυτες ή κλασικές θεωρίες, σχετικές ή ωφελιμιστικές θεωρίες και ενωτικές θεωρίες.
Η πρωταρχική διαφοροποίηση μεταξύ των ανταποδοτικών και ωφελιμιστικών θεωριών έγκειται στο ότι οι πρώτες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο παρελθόν του δράστη, ενώ οι δεύτερες στο παρόν και το μέλλον όχι μόνο του δράστη αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας.

Τα βασικά σημεία που διέπουν την ανταποδοτική θεωρία (retributive theory) συνίστανται, πρώτον στο ότι πρέπει να τιμωρούνται μόνο όσοι έχουν διαπράξει εγκλήματα με δική τους, αποκλειστικά, υπαιτιότητα και, δεύτερον στο ότι η ποινή αυτή καθαυτή έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από όσο η προστασία του κοινωνικού συνόλου.

Αντίθετα, η ωφελιμιστική θεωρία (utilitarian theory) αποβλέπει στο γενικότερο όφελος της κοινωνίας, με την αποτροπή νέων εγκλημάτων. Άρα, ο χαρακτήρας της είναι προληπτικός. Για την επίτευξη του στόχου της, επικεντρώνεται στη «βελτίωση» του δράστη και τελικά στην επανένταξή του στην κοινωνία.

Η τιμωρία σαν θέαμα

Είναι αξιοσημείωτο ότι η τιμωρία ξεκίνησε να έχει το χαρακτήρα του θεάματος, με σκοπό να αποτρέψει τα μέλη της κοινωνίας από εγκληματικές ενέργειες, αχρηστεύοντας ταυτόχρονα το δράστη.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «θεαματικής» τιμωρίας αποτελεί η καταδίκη, στη Γαλλία στις 2 Μαρτίου του 1757, του πατροκτόνου Damiens, να ομολογήσει δημόσια τα σφάλματά του μπροστά στην κύρια πύλη της Εκκλησίας των Παρισίων, όπου θα τον οδηγούσαν με κάρο, γυμνό και με έναν αναμμένο κέρινο δαυλό στο χέρι, ο οποίος ζύγιζε δύο λίβρες.

Επίσης, ήταν επιβεβλημένο να τον οδηγήσουν με το ίδιο κάρο στην Πλατεία της Grève, όπου θα στηνόταν με πυρακτωμένες λαβίδες στους μαστούς, στα χέρια, στους μηρούς και τις κνήμες, κρατώντας μάλιστα στο δεξί χέρι το μαχαίρι με το οποίο είχε τελέσει την ανθρωποκτονία, ώστε το χέρι του να καεί και πάνω στις πληγές να χυθεί λιωμένο μολύβι, καυτό ρετσίνι, βραστό λάδι, κερί και θειάφι.

Αποκορύφωμα του εν λόγω «θεάματος» ήταν η απόφαση να διαμελιστεί από τέσσερα άλογα και τελικά να αποτεφρωθεί.

Η τελευταία «πράξη του δράματος» διήρκησε πολλή ώρα και χρειάστηκαν έξι άλογα, τα οποία όμως αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούσαν για το διαμελισμό του. Γι’ αυτό, αποφάσισαν να  του κόψουν τα νεύρα, προκειμένου να δώσουν ένα οριστικό τέλος. Η «αυλαία» έπεσε με την αποτρόπαια θανάτωσή του….

Σοκάρει το μέγεθος της βίας και ταυτόχρονα αποδεικνύει το πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η απονομή της δικαιοσύνης σε κάποιες ιστορικές φάσεις, με συνέπεια να μετατρέπεται η τιμωρία σε αντεκδίκηση και να χάνει το βαθύτερο νόημα και περιεχόμενό της.

Είναι το θέαμα της βίας εθισμός;

Γιατί όμως η τιμωρία, όσο “θεαματική” κι αν είναι, δεν οδηγεί σε καταστολή ή έστω σημαντική μείωση της εγκληματικότητας; Δεν μπορώ να δώσω μια απόλυτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αλλά θα διατυπώσω τις σκέψεις μου.

Η εικόνα της βίας γίνεται, τελικά, “εθισμός”. Το κοινό από ένα σημείο και μετά δεν σοκάρεται από τη φρίκη, αλλά εθίζεται σε αυτήν. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπαίνει στη θέση του άλλου, ούτε του περνάει από το μυαλό πως μπορεί να βρεθεί στην ίδια θέση. 

Αντίθετα, φτάνει στο σημείο να νιώσει συναισθηματική απάθεια και να ταυτίσει την ουσία της τιμωρίας με το ξέσκισμα της ανθρώπινης σάρκας.

Επίσης, ενδεχομένως και από ψυχολογική σκοπιά μπορεί να ερμηνευθεί το παραπάνω, ότι δηλαδή κανείς μας δεν μπορεί να μπει απόλυτα στη θέση του άλλου και ότι ο κάθε εγκληματικός νους θεωρεί ότι ο ίδιος μπορεί να ξεφύγει και να διαπράξει το… τέλειο έγκλημα.

Ας δώσουμε το λόγο στα θύματα

Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον όμως εάν ρωτούσαμε τα ίδια τα θύματα εάν τελικά λαμβάνουν ικανοποίηση από μια “θεαματική” τιμωρία. Τολμώ να πω ότι η πλειοψηφία θα απαντούσε αρνητικά, δίνοντας έμφαση στην ουσία που πρέπει να έχει η τιμωρία. 

Για παράδειγμα, ένας ανθρωποκτόνος δεν μπορεί, όσο σκληρά κι αν τιμωρηθεί, να φέρει πίσω την ψυχή ή τις ψυχές που αφαίρεσε, αλλά το ζητούμενο σε μια τέτοια περίπτωση είναι να μην επαναλάβει την πράξη του και να αποζημιώσει την οικογένεια του θύματος για τη ζημία που προκάλεσε.

Το θέμα είναι τεράστιο και λαμβάνει πολλές διαστάσεις και προεκτάσεις. Συνεπώς, δεν μπορεί μέσα σε λίγες γραμμές να αναλυθεί πλήρως.

 Αυτό όμως που θα ήθελα να τονίσω κλείνοντας είναι ότι μια “θεαματική” τιμωρία αποκαλύπτει τα άγρια και ζωώδη ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε ακρότητες και χυδαιότητες πέρα από το νόμο και καταπατώντας στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. 

Κρίνω πολύ θετικό γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έχει καταργήσει τις δημόσιες καταδίκες και ποτέ δεν υπήρξε ένθερμη υποστηρίκτρια τους.

Συνοψίζοντας: Τιμωρία & δικαιοσύνη

Η τιμωρία ως θέαμα δεν μπορεί να επιτύχει το σκοπό της πρόληψης, ούτε της αποτροπής της εγκληματικότητας. 

Αντίθετα, εθίζει στην εικόνα της βίας και συχνά έχει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Είναι επομένως σαφές ότι οι φορείς αντεγκληματικής πολιτικής πρέπει να αναζητήσουν αποτελεσματικότερους τρόπους και μέσα με σκοπό την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος. 

Και στη χώρα μας οι πολίτες έχουν ανάγκη να δουν και να κατανοήσουν ότι αποδίδεται πραγματική δικαιοσύνη και ότι τιμωρούνται αυστηρά οι παραβάτες του νόμου, ειδικά σε ειδεχθή εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της γενετήσιας ελευθερίας, χωρίς να χρειάζεται να περνάμε σε ακραίες καταστάσεις -στην ατιμωρησία από τη μία πλευρά και στο ξέσκισμα της ανθρώπινης σάρκας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από την άλλη.

postmodern 

Σημείωση: Βιβλιογραφικές παραπομπές και εκτενέστερη ανάλυση για την ποινική καταστολή στο άρθρο μου στο postmodern της 26ης Νοεμβρίου 2016 http://www.postmodern.gr/piniki-katastoli-exeliktiki-poria-skopi-ke-litourgies-tis-pinis/
 
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ.Τμήματος ΕΜΜΕ - Φιλόλογος. Συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο των elearning προγραμμάτων, έχοντας αναλάβει (συγγραφή και εκπαίδευση) τα εκπαιδευτικά προγράμματα «ΜΜΕ και Εγκληματικότητα: το έγκλημα ως είδηση και ως μήνυμα» και «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ» (Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος: Καθηγητής Γιάννης Πανούσης). Συνεργάζεται επίσης με το Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.), όπου είναι εισηγήτρια σεμιναριακών μαθημάτων με θεματική «Το Έγκλημα στο Αστυνομικό και Δικαστικό ρεπορτάζ». Δίδαξε δημοσιογραφία στο Κολλέγιο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας (CPJ Athens/University of Wolverhampton) στο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Από το 2013 έως το 2016 έδινε διαλέξεις στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, με αντικείμενο "Εγκληματολογία & ΜΜΕ". Ασχολείται με την εγκληματολογική έρευνα και τη συγγραφή.