Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση απαιτεί κοινωνικό όραμα

Χρήστος Γιανναράς
Η μεταρρύθμιση στην Παιδεία δεν μπορεί να είναι παρά μια πολιτική πρόταση και η πολιτική πρόταση νομίζω ότι έχει χάσει σήμερα το λογικό της πλαίσιο. Επιτρέψτε μου να θυμίσω ορισμένα στοιχειώδη δεδομένα.
Οι επιτελικές ομάδες που ονομάζουμε κόμματα μέσα στο σύστημα της λεγόμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στον κοινοβουλευτισμό, έχουν υποχρέωση να προσφέρουν στο λαό, η κάθε μια τη δική της πρόταση για τα κοινωνικά προβλήματα που μας απασχολούν όλους. Ο λαός ακούει τις προτάσεις, μελετάει τις θεωρητικές τους αφετηρίες και τις πρακτικές τους συνέπειες και επιλέγει.
Σήμερα, αυτή η επιλογή δεν μπορεί να λειτουργήσει. ∆εν μπορεί να λειτουργήσει γιατί τα κόμματα εξουσίας καυχώνται να θεωρούνται και να είναι πολυσυλλεκτικά. Να έχουν λίγο απí όλα. Άρα, οι προτάσεις τους είναι ένα ποτ-πουρί από επιμέρους απόψεις που πρέπει να συγκλίνουν σε κάτι κοινά αποδεκτό. ∆ηλαδή σε κάτι άνευρο, σε κάτι το οποίο δεν μπορεί ποτέ, κατά την εκτίμησή μου, να λύσει ή να αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα.
Μένουμε στις βελτιώσεις. Για το λόγο αυτό, κάθε λεγόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των τελευταίων δεκαετιών, εξαντλείται σε βελτιώσεις. Αλλά και αυτές οι βελτιώσεις αποτελούν ισχνή και ατελέσφορη πολιτική πρόταση και όπως κάθε πολιτικό ενέργημα είναι συνάρτηση του κατάλληλου χρόνου.
Αν οι βελτιώσεις, τις οποίες προτείνει σήμερα το Υπουργείο Παιδείας ή η ομάδα Βερέμη και η Σύνοδος των Πρυτάνεων, είχαν επιχειρηθεί τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης της χώρας από τη νέα κυβέρνηση, θα είχαν περάσει ως αυτονόητες. Θα ήταν κάτι αυτονόητο. Ένα κόμμα εξελέγη και ήρθε να εφαρμόσει τις προτάσεις του στο χώρο της Παιδείας. ∆εν υπήρχαν, όμως, ετοιμασμένες προτάσεις και δόθηκαν έτσι δυόμισι χρόνια στη συντήρηση να οργανωθεί. Γιατί είναι ανατριχιαστική συντήρηση αυτή η οποία εκφράζεται με επιφυλάξεις για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Και τώρα είναι μάλλον σίγουρο ότι δεν θα μπορέσει τελικά καμία πρόταση να πραγματωθεί μέσα από το ν διάλογο, αυτή την φενάκη των παράλληλων μονολόγων.
Αναφέρω έναν ακόμα λόγο για τον οποίο θεωρώ πολύ δύσκολο, σχεδόν ανέφικτο, να πραγματοποιηθεί μεταρρύθμιση. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι πάντοτε έκφραση μιας καθολικής πολιτικής πρότασης. ∆ηλαδή, ενός οράματος που έχουμε για την κοινωνία. Ενός κοινωνικού προτύπου που προβάλλει το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές για το πώς θα ήθελε να διαμορφωθεί η κοινωνία του αύριο.
Παράδειγμα: Τις τελευταίες δυο δεκαετίες ως καθολική κοινωνική πρόταση, και μάλιστα με την αξίωση κοινωνικού μετασχηματισμού, εμφανίστηκε ο εκδημοκρατισμός της παιδείας και της κοινωνίας. Και ποιος θα διαφωνούσε με τον όρο εκδημοκρατισμός; Όμως πρόβλημα καίριο δημιουργείται απí τον τρόπο με τον οποίο κατανοήθηκε και εφαρμόστηκε ο εκδημοκρατισμός. Ο εκδημοκρατισμός προβλήθηκε ως μία θεσμικά κατοχυρωμένη πρακτική για την εκπαίδευση των παιδιών, με βάση την προάσπιση των ατομικών τους δικαιωμάτων. Τα βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, οι δομές που δημιούργησε στον πανεπιστημιακό χώρο φανερώνουν έναν στόχο εκπαίδευσης καθαρά συνδικαλιστικό, μια αγωγή με συνδικαλιστικές προτεραιότητες.
Πριν από εμένα το κατήγγειλε ο σεβάσμιος Φαίδων Βεγλερής, όταν ακόμα ζούσε. Ο εκδημοκρατισμός απέβλεπε να μάθει τα παιδιά να κατοχυρώνουν τα ατομικά τους δικαιώματα ενόψει μιας φαντασιώδους επερχόμενης καινούριας χούντας. Μιας χούντας εθνικοθρησκευτικής. Επομένως, όλη η εκπαίδευση έπρεπε να υποταχθεί στις προτεραιότητες αναχαίτισης αυτού του υποθετικού εχθρού. Αλλά, αν από την Α’ Δημοτικού τα παιδιά εθίζονται να διεκδικούν κατά προτεραιότητα τα ατομικά τους δικαιώματα, τότε αναιρείται ο κοινωνιοκεντρικός στόχος που, νομίζω, εξ’ ορισμού και ανέκαθεν είχε η εκπαίδευση των παιδιών. Η παιδεία στα ελληνικά ονομάζεται μόρφωση, που θα πει μορφοποίηση. Ο άνθρωπος πλάθεται στα χρόνια της Παιδείας που η κοινωνία του εξασφαλίζει.
Αλλά η παιδεία του λαϊκίστικου εκδημοκρατισμού έχει ως πρακτική κατάληξη ότι  όλα επιτρέπονται. Όταν θεωρήθηκε κατάκτηση το να καταργηθεί η ομοιόμορφη ενδυμασία και να εισαχθεί στα σχολειά ο ταξικός ανταγωνισμός με την ενδυμασία την πολυποίκιλη, ο συναγωνισμός για επώνυμα ενδύματα... Όταν θεωρήθηκε αντιδημοκρατικό μέτρο η διόρθωση των γραπτών -θυμηθείτε το περίφημο σλόγκαν της δεκαετίας του 80  κάτω τα αιματοβαμμένα γραπτά, μήπως και πληγωθεί ο ψυχισμός του παιδιού απí τη διόρθωση των τετραδίων με κόκκινο μολύβι... Από τη στιγμή που καταργήθηκε (στο επίπεδο κυρίως του προσωπικού, αλλά και στο χώρο της τάξης) η αξιοκρατική ιεράρχηση, δεν υπάρχει Παιδεία.  Διότι, δεν υπάρχει αγωγή χωρίς ιεραρχία. Κάποιος ξέρει περισσότερα και κάποιος ξέρει λιγότερα. Κάποιος είναι άριστος και κάποιος είναι μέτριος. Το εγκληματικό είναι ότι αυτή η κατάλυση της ιεραρχίας προβλήθηκε ως δημοκρατική κατάκτηση και όποιος έχει διαφορετική γνώμη ως προς αυτό, θεωρείται ότι δεν είναι δημοκράτης. Εξ’ ου και η φοβερή ιδεολογική τρομοκρατία, η οποία κυριαρχεί στην ελληνική εκπαίδευση.
Αναφέρθηκα στο παράδειγμα του εκδημοκρατισμού. Ποιο θα μπορούσε να είναι ένα άλλου τύπου παράδειγμα που θα προερχόταν από άλλη πολιτική πρόταση; Για να πω τα πράγματα με το όνομά τους: τι περίμενε κανείς από μια κυβερνητική αλλαγή ύστερα από 20 χρόνια μονόδρομου στην εκπαιδευτική πολιτική; Περίμενε την προτεραιότητα μιας κοινωνιοκεντρικής παιδείας. Και κοινωνιοκεντρική παιδεία θα πει, ότι καλλιεργώ στο παιδί τη χαρά και τη δυνατότητα των σχέσεων κοινωνίας. Για να έχει όμως σχέσεις κοινωνίας, πρέπει να μάθει να παραιτείται από το εγώ του. Πρέπει να μάθει να θυσιάζει κάτι. Όταν επιτρέπεται η οποιαδήποτε συμπεριφορά μέσα στο σχολείο, είναι εντελώς φυσιολογικό να καταλήγουμε σε ακραία φαινόμενα βίας.
Σήμερα, στην παιδεία δεν υπάρχει πολιτική επιλογή διαφορετική από αυτή που κυριαρχεί τα τελευταία 20 χρόνια, είτε σε επίπεδο ισχύουσας πρακτικής είτε σε επίπεδο προοπτικής. Η εκτίμησή μου είναι ότι με τις βελτιώσεις δεν προχωράει ποτέ μια κοινωνία. Μόνο όταν έχει το θάρρος για τομές, μόνο όταν έχει το θάρρος να αναμετρηθεί με τα πραγματικά προβλήματα, όταν δεν κρύβεται πίσω από αισιόδοξους εξωραϊσμούς, τότε μπορεί πραγματικά να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον.
Η Παιδεία στην Ελλάδα είναι πρόβλημα επιβίωσης αυτού του λαού, αυτής της συλλογικότητας. Και όταν λέω επιβίωσης, το εννοώ κυριολεκτικά. ∆εν είναι μόνο συνάρτηση της παραγωγικότητας, είναι και συνάρτηση του γεγονότος ότι, αν η ελληνική γλώσσα και η ελληνική συνείδηση επέζησε 3,5 χιλιάδες χρόνια, επέζησε ακριβώς επειδή η προτεραιότητα δινόταν στην κατά κεφαλήν καλλιέργεια.

Πηγή: