Ανάμεσα στο μηδέν και το ένα

 

 

ImageΠρώτη φορά φέτος είδα να φοβούνται άνθρωποι, που δεν περίμενα ότι θα φοβούνται. Αυτό ήταν ένας επιπλέον κλονισμός, γιατί πέρα από το δικό μου τον κρυμμένο φόβο, είδα ότι υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που, ενώ δεν θα έπρεπε, μιλούσαν φοβισμένοι για το μέλλον και κοίταζαν συχνά κάτω στο χώμα ή στο βάθος, σα να έψαχναν κάτι ή τελικά, σα να μην έψαχναν τίποτα. Στα χαμένα μόνο κοίταζαν. Και μάλιστα άνθρωποι, που η στάση της ζωής τούς είχε μετατρέψει σε δείκτες σθένους και τόλμης, απέναντι στα δύσκολα και οξύαιχμα της ζωής.

 

 

 

 

 

Γιατί φοβούνται οι άνθρωποι; Γιατί τους τρομάζει το μέλλον, που ενώ ερχόταν συνήθως υπό τύπον απειλής, το προσπερνούσαν εστιάζοντας στο παρόν, σε βαθμό επιθετικής ειδωλολατρίας;

 

 

 

 

 

Διότι καταρρίπτονται οι βεβαιότητες που με τόσο κόπο, μεθοδικά και ενστιγματικά σαν τα μυρμήγκια, είχαν ορθώσει. Οι φωλιές των τερμιτών ανεβαίνουν προς τα επάνω, κοιτάζουν από το στόμιο τον ουρανό και κάποτε τον σημαδεύουν. Αλλά δεν τον πετυχαίνουν. Γιατί πρόκειται για μυρμήγκια και αυτά δε σκαμπάζουν από κενοδοξίες και βεβαιότητες.

 

Διότι αυτό που παρουσιάζεται ως φαντασία του μέλλοντος, διαφέρει τρομακτικά από το φαντασιακό του παρόντος και την περιορισμένη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης ή ανάταξής του.

 

Διότι από τόσο ψέμα τόσον καιρό, σαλεύει κανείς όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και την αλήθεια.

 

Διότι ανάμεσα στην εθελοτυφλία και το στρουθοκαμηλισμό, η χορδή που κάνει τα άκρα να κυρτώνονται και να συναντιούνται, δεν είναι παρά η υποκρισία.

 

 

 

 

 

Και η πραγματικότητα είναι εδώ: με ανθρώπους που έχασαν μια μέρα τη δουλειά τους και ύστερα έχασαν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους, με κόπους ζωής που καταστράφηκαν, με αναγκαστικούς ξενιτεμούς σε χώρες ξένες και άφιλες, με ύπνους αξημέρωτους και αγρύπνιες οδύνης, με μία απειλητική κατάθλιψη που σκιάζει κάθε υποψία χαμόγελου, με δελτία ειδήσεων που πολλαπλασιάζουν επιτήδεια τον πανικό, με όλα τα βολεμένα τρωκτικά των κομμάτων και της πολιτικής να προσπαθούν σα νέοι μαυραγορίτες και δωσίλογοι να επωφεληθούν από την καταστροφή της χώρας τους, με τα εγγόνια του Χίτλερ, τα Ορκ με τους υπαινιγμούς των αγκυλωτών σταυρών να εκπροσωπούνται στη βουλή που θέλουν να κάψουν, με τον προελαύνοντα εκφασισμό μιας κοινωνίας, που έχει χάσει πια πυξίδα και προσανατολισμό.

 

Αλλά έως εδώ.

 

 

 

 

 

Στον καιρό της αφθονίας όλη η παθολογία αυτής της κοινωνίας κρύβονταν έντεχνα από την επίπλαστη μαυλιστική ευημερία, τώρα στα δύσκολα όλο αυτό βγήκε γυμνό και δυσειδές και το βλέπεις, το βλέπεις στα υστερικά κάθε τρεις μήνες ραντεβού με την καταστροφή, στην απώλεια κάθε ψυχραιμίας και λογικής, στο ίντερνετ όπου ο καθένας πήρε ένα πληκτρολόγιο και πυροβολεί με posts, tweets, τοίχους, ανοησίες και απειλές, στο ολοένα και πιο συχνό ‘‘καλά του/της έκαναν’’, ένα ισοπεδωτικό πλεγματικό μίζερο και χαιρέκακο ‘‘καλά να πάθουν’’, που δείχνει το μέγεθος της στρέβλωσης και τη φρίκη του τέρατος που διαμορφώνεται.

 

Όπως ένας αποτυχημένος για τον οποίο φταίνε όλοι οι άλλοι για την αποτυχία του, εκτός από τον ίδιο.

 

Αλλά έως εδώ. Έως εδώ. Έως εδώ.

 

 

 

 

 

Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα αγαπήσουμε ξανά μια ζωή που έγινε σα μια ξένη και φορτική, βαριά και απεχθής; Πού θα βρούμε την όρεξη να ζήσουμε ωραίοι και γενναίοι; Πού θα βρούμε τα νοήματα που χάθηκαν και τον έρωτα για τη μέρα που ήρθε; Πώς θα νιώσουμε ξανά τον πόθο για τα μάτια της και την απαλότητα στο δέρμα της;

 

Και ύστερα λέω, απέναντι στο τίποτα που σε περικυκλώνει βάλε ένα κάτι, απέναντι στο μηδέν βάλε το ένα, απέναντι στην έλλειψη νοήματος βρες ένα νόημα, απέναντι στην καταστροφή βάλε τη δημιουργία, απέναντι στην ασχήμια βάλε την ομορφιά, απέναντι στο γκρίζο βάλε χρώμα, απέναντι στην εντροπία βάλε την οικονομία της ζωής.

 

Κι αν χρειαστεί να καταστρέψεις καν’ το, για να ‘ναι αυτό αρχή μιας δημιουργίας.

 

Φύγε μπροστά.

 

 

 

 

 

Μέσα σ’ αυτό το χαλασμό, μόνο η ομορφιά και η κατάφαση στη ζωή θα σε σώσουν. Και επιτέλους, το να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του ή ό,τι του έμεινε από αυτήν. Και αν δε του αρέσει ή δεν την κάνει καλά, να την αλλάξει. Ο δάσκαλος να διδάσκει σωστά, ο παπάς να ποιμαίνει αγαπητικά, ο υπάλληλος να εξυπηρετεί υπομονετικά, ο δικαστής να δικάζει δίκαια, ο βαφέας να βάφει καλά, ο πρωθυπουργός να κυβερνά και ο Αρτοποιός να φτιάχνει επιτέλους καλόν άρτον επιούσιον…

 

 

 

 

 

Εξόχως ηθικοδιδακτικά όλα αυτά, αλλά μιλάς εκ του ασφαλούς: δεν έχεις χάσει ακόμη τη δουλειά σου.

 

Όχι ακόμη, αλλά και τότε τα ίδια θα έλεγα: όταν τα λόγια μας θα συναντήσουν επιτέλους τις πράξεις, τότε τα λόγια μας θα είναι πειστικά και οι πράξεις μας αξιόπιστες. Θα κάνουμε επιτέλους την πολιτική που ονειρευόμαστε, έχοντας κερδίσει επιτέλους σε αξιοπρέπεια. Και ευτυχώς, είμαστε ακόμα οι πράξεις μας.

 

Και επιπλέον: δεν έχω χρήματα.

 

 

 

 

 

Για το διάστημα που έρχεται και είναι υποσχετικό (όπως η αλλαγή μιας εποχής και το πάθος για τους μήνες που αλλάζουν), οι χάρτες θα ανοίξουν ξανά, οι γύρω νομοί θα γίνουν το Galway και η TierradelFuego που τόσο επιθύμησες, στη Θεσσαλονίκη θα τραγουδάς το SousLeCielDeParis, η διαδρομή Φλώρινα-Καστοριά θα γίνει ανωφέρεια των Άλπεων και οι δυτικές ακτές της Λευκάδας θα γίνουν κύματα στο DuneDuPyla. Θα πάρεις το παιδί και θα πάτε να ψήσετε στα βουνά, θα πιεις κόκκινο κρασί μαζί με φίλους σε χαμένα από το χρόνο χωριά, θα βρεθείς σε καφέ-μπακάλικα-ταχυδρομεία να πιεις ελληνικό καφέ, θα διαβάσεις τους Ονειροπόλους της Μπλίξεν, θα γράψεις ένα κείμενο για το χαμένο χρόνο σ’ ένα σημειωματάριο τσέπης, η θάλασσα θα ‘ναι ανήσυχη στο Πόρτο Κουφό και στη Βαρβάρα θα σταματήσεις να ακούσεις τα φύλλα να ανασαίνουν στην παγωνιά.

 

Τι άλλο θέλεις;

 

 

 

 

 

Όταν δεν μπορείς να είσαι στο μαξιμαλιστικό της ζωής, το μίνιμαλ γίνεται ο τρόπος της και ο τρόπος να κερδίσεις το χρόνο που κυλάει, έτσι κι αλλιώς.

 

 

 

 

 

Νέος χρόνος και τα παιδιά του κόσμου εξακολουθούν να ελπίζουν ή -ακόμα πιο έντονα πια- να διεκδικούν.

 

 

 

 

 

Κωνσταντίνος Ν. Καρεμφύλλης

 

 

 

 

Πηγή:

 

Etretat, Normandy, France