Η σύντομη ιστορία της ηγεσίας Κασσελάκη αποτελεί αναμφισβήτητα το εμφανές σημείο της βαθιάς προϋπάρχουσας ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ, απόρροια της ιδεολογικής του ανεπάρκειας που καταδείχθηκε κατά την περίοδο
2012-2023. Μέσα σε αυτή την περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε αρχικά έντονα βερμπαλιστικό λόγο έναντι του μνημονιακού οδοστρωτήρα, ενώ στη συνέχεια ως Κυβέρνηση υπερέβαλε στην υλοποίηση των μνημονιακών επιταγών με συνέπεια την αφομοίωση του στο φθαρμένο πολιτικό σύστημα.Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ
Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023 και η σημερινή πολιτική του ρευστοποίηση έχει τις ρίζες στην περίοδο της κυβερνητικής του θητείας (2015-2019) και την περίοδο που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση (2019-2023). Και αυτό, γιατί οι σταθερές της ηγετικής ομάδας του κόμματος καθ’ όλη αυτήν την περίοδο ήταν η εμμονή σε δύο κυρίως πεδία, τον οικονομισμό και τον δικαιωματισμό. Κατ’ αρχήν ο στενός οικονομισμός που αφορά κυρίως την αναδιανομή, χωρίς την πρόταξη της πάταξης του οικονομικού παρασιτισμού και την ανάδειξη ενός σχεδίου ενδυνάμωσης της ενδογενούς παραγωγής (πρωτογενής τομέας, αμυντική βιομηχανία, έρευνα κλπ) κινείται εντός του πεπατημένου διαχειριστικού πλαισίου του ελληνικού και κρατικοδίκαιου καπιταλισμού.
Η οικονομική αυτή αντίληψη και η έλλειψη του απαραίτητου σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας καταγράφηκε κατά την περίοδο της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, όπου κάτω από πίεση των δανειστών εφάρμοσε μια σκληρή πολιτική νεοφιλελεύθερης κοπής, ανεξαρτήτως της εκφερόμενης προοδευτικής “ρητορείας”, που διέλυσε μέσω της υπερφορολόγησης τα μεσαία παραγωγικά στρώματα. Αφρόνως, οι τότε Υπουργοί Οικονομικών Τσακαλώτος και Χουλιαράκης, επαίρονταν στην Βουλή, ότι ασκούσαν δήθεν ταξική πολιτική σε βάρος της μεσαίας τάξης σε μια χώρα με την ιδιομορφία της Ελλάδος και την έντονη μικροιδιοκτησιακή κοινωνική δομή, ενώ την ίδια ώρα δεν άγγιξε στο παραμικρό το παρασιτικό ελληνικό κεφάλαιο.
Επιπροσθέτως, ολοκληρώθηκε ο πλήρης αφελληνισμός του τραπεζικού συστήματος κατά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015, όπου παραδόθηκε ενεργητικό 340 δις ευρώ έναντι μόλις 5 δις, σε ιδιώτες αγνώστου ταυτότητας, με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου επί του πιστωτικού συστήματος. Τέλος, τραγική υπήρξε και η πολιτική για τα κόκκινα δάνεια και τον εσωτερικό δανεισμό των Ελλήνων, που αντί να προχωρήσει σε “σεισάχθεια” κατά το ισλανδικό πρότυπο (στο οποίο υπήρξε οριζόντια μείωση όλων των δανείων κόκκινων και πρασίνων κατά 30-70% ανάλογα με την αγοραστική δύναμη των δανειοληπτών), προχώρησε στη νομοθέτηση της πώλησης των δανείων σε ξένα “funds” αντί “πινακίου φακής”, μη θεσμοθετώντας καν, την λεγόμενη “ρήτρα προτεραιότητας” του δανειολήπτη, όπως έπραξε η Κύπρος την περίοδο εκείνη.
Πάνω σε αυτές τις έτοιμες ράγες κινήθηκε η ΝΔ μετά το 2019, η οποία ως γνήσια νεοφιλελεύθερη δύναμη διόγκωσε τις οικονομικές ανισότητες υπέρ της παρασιτικής ολιγαρχίας, ενώ παράλληλα διεύρυνε την επιδοματική πολιτική επωφελούμενη της ευρωπαϊκής ρήτρας διαφυγής λόγω της πανδημίας του covid-19, υπερχρεώνοντας τη χώρα κατά 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα λεηλάτησε -υπέρ της διαπλεκόμενης παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας- τα προβλεπόμενα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, που αντικειμενικά αποτελούσαν την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδος μέσω εθνικού προγραμματισμού για ουσιαστική αλλαγή του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου της.
Εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ
Η άλλη σταθερή εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο δικαιωματισμός, που έχει άμεσες αντανακλάσεις σε κρίσιμες πλευρές, όπως το εθνικό ζήτημα. Κορυφαίες στιγμές η “καλογερίστικη” αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος και η Συμφωνία των Πρεσπών, ως λύση του “Μακεδονικού” στη βάση των πιέσεων των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Συμφωνία με την οποία η Ελλάδα παραχώρησε εθνότητα και γλώσσα στο πολυεθνικό μόρφωμα των Σκοπίων (Σλάβοι, Αλβανοί, Ρομά και λοιπά). Στα πλαίσια μάλιστα αυτής της υπογραφής, συντελέστηκε και η βάναυση σύνθλιψη της έννοιας του πατριωτισμού, βασικού στοιχείου της αριστεράς στην νεότερη ιστορία της Ελλάδος, μέσα από την δράση του ΕΑΜ.
Αντ’ αυτού, είχαμε την επικράτηση των εθνομηδενιστικών απόψεων στο όνομα ενός “ροζ διεθνισμού” και ενός ακατανόητου “δικαιωματισμού” τρίτων χωρών σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, αλλά και την εκτόξευση απαξιωτικών χαρακτηρισμών σε βάρος όσων ήταν αντίθετοι (και δεν αναφερόμαστε στα πάσης φύσεως ακροδεξιά μορφώματα). Και ενώ τα παραπάνω αποτέλεσαν αντικειμενικά βασικούς παράγοντες για την κυβερνητική φθορά και την απώλεια της εξουσίας το 2019, ουδέποτε επί της ουσίας υπήρξε η αναγκαία βαθιά αυτοκριτική, που αποτελεί βασικό μηχανισμό αντιμετώπισης των κρίσεων στα προοδευτικά κόμματα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αναδειχθούν οι αρνητικές πλευρές που θα έπρεπε να αποκατασταθούν μέσα από γενναίες αποφάσεις.
Καθ’ όλη την περίοδο της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, επικράτησε η λογική του “ώριμου φρούτου” ότι δηλαδή δε χρειάζεται να αλλάξει τίποτα, κατά το μηχανιστικό πρότυπο της προηγούμενης περιόδου της Μεταπολίτευσης του κλασσικού δικομματισμού και της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι δεν υπήρξε σοβαρός προγραμματικός λόγος απέναντι στην ΝΔ και κυρίως η σοβαρή εκπόνηση ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου για την πραγματική έξοδο της χώρας από την κρίση.
Τα παραπάνω ζητήματα αναμφισβήτητα αγγίζουν ένα ευρύ πλαίσιο των αιτιών που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην πτώση στο 17% το 2023. Παραμένει όμως να αναδειχθεί ποια είναι η ρίζα του προβλήματος, δηλαδή το “προπατορικό αμάρτημα” της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από το οποίο εκπορεύτηκαν οι παραπάνω πολιτικές ανορθογραφίες. Παρά τις επιφανειακές επικοινωνιακές προσπάθειες, ουδέποτε υπήρξε η πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική υπέρβαση του περίκλειστου αρχικού κομματικού στενού πυρήνα του 4%, που είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στον καθορισμό της κυβερνητικής ατζέντας την περίοδο 2015-2019 καθώς και αποκλειστικό λόγο στην οργανωτική και κομματική δομή και εξέλιξη αυτού. Η καθυστερημένη και όλως επιφανειακή ένταξη κάποιων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στον ηγετικό πυρήνα στο μέσο της αντιπολιτευτικής περιόδου (2019-2023) που αναζητούσαν κάποιο πολιτικό ρόλο και παράλληλα η ένταξη -χωρίς καμία αξιολόγηση- κάθε γυρολόγου ενόψει των εκλογών του 2023, σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονταν κατ’ ελάχιστο στην προαναφερόμενη αναγκαιότητα της ουσιαστικής διεύρυνσης και ενσωμάτωσης.
Επικοινωνία και πολιτική
Έτσι, στην περίπτωση αυτή είχαμε το σχήμα όπου ένα γραφειοκρατικό κομματικό σώμα με διαφορετική ιστορία, προέλευση και ιδεολογικές αφετηρίες να επικάθεται σε ένα κοινωνικό – εκλογικό σώμα διαφορετικής πολιτικής και ιδεολογικής προέλευσης, χωρίς καμία προσπάθεια σύγκλισης. Αυτό είχε καταλυτικές συνέπειες τόσο σε πολιτικό και ιδεολογικό όσο και σε οργανωτικό επίπεδο, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη μη ορθολογική, προοδευτική και ισχυρή πολιτική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Η μη οργανωτική και πολιτική ένταξη εκατοντάδων στελεχών και χιλιάδων μελών προερχόμενα κυρίως από τον ευρύτερο χώρο του ΠΑΣΟΚ με ιδεολογική και πολιτική αφετηρία την πρώτη ριζοσπαστική του φάση, που θα παρείχαν σημαντικό πολιτικό “αίμα” και θα συνέβαλαν στον αναγκαίο επικαθορισμό του πολιτικού και ιδεολογικού στίγματος αυτού (σύνθεση του Εθνικού με το Κοινωνικό) -κάτι που αποτελεί παρακαταθήκη του Α. Παπανδρέου στην πολιτική ζωή του τόπου- περιχαράκωσε την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ως μια ελιτίστικη πρωτοπορία τόσο επί των αρχικών μελών του, όσο και επί όλης της κοινωνικής πλημμυρίδας που προσήλθε ξαφνικά στις γραμμές του.
Πρόκειται για κακή χρήση του γενναιόδωρου της Ιστορίας προς αυτόν εξαιτίας των συνθηκών της χρεωκοπίας της χώρας το 2010 και της κατάρρευσης του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ σταδιακά στην ύστερη περίοδο της Μεταπολίτευσης και εκρηκτικά στην έναρξη της χρεωκοπίας το 2010, με αποτέλεσμα ένα μικρό κόμμα του 4% να γίνει κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και κυρίαρχος κορμός της ευρύτερης ιστορικής δημοκρατικής παράταξης της χώρας καλούμενο να αποτελέσει τη σχεδία σωτηρίας της χώρας.
Έτσι, δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη πολιτική σχέση με το ευρύτερο πολιτικό του ακροατήριο του 2015, αφού κατ’ επιλογή της ηγεσίας του, η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών που προσέτρεξαν το 2015 παρέμειναν σε καθεστώς “εκλογικού μετανάστη”, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Σταύρου Λυγερού, οι οποίοι χωρίς την απαραίτητη πολιτική και οργανωτική σύνδεση ήταν εύκολο να μετακινηθούν. Περαιτέρω, στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο παρέμεινε κυρίαρχος ο δικαιωματισμός έναντι του εθνικού, παρά τον πραγματικό κίνδυνο της τουρκικής επεκτατικότητας. Δεν επικράτησε η απαραίτητη και σύγχρονη σύζευξη αυτών, η οποία ήταν άκρως αναγκαία για ένα προοδευτικό αριστερό κόμμα εξουσίας, ενώ στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο κυριάρχησε η αντίληψη της διανομής και όχι ο στόχος – επιβίωση του Ελληνισμού, που είναι η δημιουργία ενδογενούς παραγωγικής ανάπτυξης και με βάση αυτήν η δίκαιη διανομή.
Η μυωπική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ
Επίσης, στο οργανωτικό επίπεδο δεν υπήρξε η ζωτική για τα αριστερά κόμματα ενίσχυση και ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων και η παρέμβαση του κόμματος αυτού στους ενδιάμεσους θεσμούς του κράτους, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, ο συνδικαλισμός, το φοιτητικό κίνημα κλπ στα οποία οι επιδόσεις του παρέμειναν τραγικές. Αυτή η μυωπική πολιτική, νεοσταλινικής αντίληψης του ηγετικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ ως δήθεν πεφωτισμένης πρωτοπορίας έναντι της κοινωνικής πλημμυρίδας που προσέφεραν τα μνημόνια και η χρεωκοπία της χώρας, αποτελεί το μίτο της Αριάδνης για την ανάδειξη της βαθύτερης αιτίας για τη σημερινή πολιτική κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, που πέραν των άλλων έχει και σοβαρές συνέπειες για το ευρύτερο αριστερό κίνημα στην Ελλάδα.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις γενικότερες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες κατά την ύστερη μεταπολίτευση και μνημονιακή κηδεμονία που επέτειναν την αποπολιτικοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, καθώς και την απαξία στο υπαρκτό πολιτικό σύστημα της χώρας, δημιούργησαν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη ως πρωταγωνιστικού παράγοντα της επικοινωνίας και του θεάματος έναντι της ουσίας και των πολιτικών και στρατηγικών.
Οι επικοινωνιακοί συμβολισμοί έναντι της πολιτικής δράσης. Η εκτόξευση του μεσσιανισμού και των απλοϊκών αντιλήψεων για αναζήτηση ηγετών – σωτήρων με βάση το “επικοινωνιακό χρηματιστήριο” ανεξαρτήτως των υπαρκτών ή όχι προϋποθέσεων περί αυτού. Στη χώρα μας έχει εκφυλιστεί αργά και σταθερά η πολιτική με συνέπεια τα πάντα να βασίζονται στο επικοινωνιακό παιχνίδι , με ευθύνη φυσικά του πολιτικού προσωπικού που έχει κυβερνήσει. Και εδώ ο Σ. Κασσελάκης είναι αλήθεια ότι επέδειξε πολύ μεγάλες ικανότητες, που δεν μπόρεσε όμως να τις μετουσιώσει σε μια στοιχειώδη σύγχρονη πρόταση εξουσίας απέναντι στην κρίση και παρακμή της χώρας. Αντ’ αυτού όλο το διάστημα κυριάρχησε η δημοσιοποίηση του εκκωφαντικού εσωτερικού σπαραγμού ενός αποϊδεολογικοποιημένου και βαθύτατα γερασμένου πολιτικού οργανισμού εξαιτίας των παραπάνω.
Παπασίμος Γεώργιος slpress.gr