Ποιος είναι αυτός: Το μεταπολεμικό πεδίο άσκησης της εγχώριας
και της ευρωπαϊκής πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό με την μορφή του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου όσο και στο πεδίο των διεθνών σχέσεων είχε ως βάση του τη συμμαχία της Κεντροδεξιάς με την Κεντροαριστερά.Η οικονομία της αγοράς συνδυάστηκε με τις πρόνοιες για κοινωνική συνοχή και η ανάπτυξη συνδυάστηκε με σημαντικές κοινωνικές μεταβιβάσεις οι οποίες ενίσχυαν τη συνολική ευημερία των πολιτών, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς διαρκούς προόδου όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Η πολιτική αυτή συμφωνία έχει φτάσει στο τέλος της για μια σειρά από λόγους οι σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι οικονομικοί, πολιτικοί και πολιτισμικοί:
(α) Η μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων σε τρίτες χώρες στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης που έλαβε κυρίαρχη μορφή μετά την εισδοχή της Κίνας στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Οι «χαμένοι» της διαδικασίας αυτής ήταν οι πολλοί ενώ οι συνέπειές της παρουσιάζονταν πάντα ως μια «μοίρα», μια αδιαπραγμάτευτη πορεία την οποία έπρεπε να λάβει η κοινωνική πρόοδος.
Μόνο που αυτή η πρόοδος διαμόρφωνε περισσότερους «χαμένους» παρά κερδισμένους – και αυτό δεν άργησε να μεταφραστεί σε πολιτικά αποτελέσματα από την περίφημη μη κύρωση της συνταγματική συνθήκης για την ΕΕ όπου το πολιτικό σχέδιο για μεταφορά περισσότερων αρμοδιοτήτων στην ελίτ των Βρυξελλών άρχισε να αντιμετωπίζει ρωγμές.
Ορισμένες χώρες-μέλη της Ε.Ε. επέλεξαν τη λύση του δημοψηφίσματος για την επικύρωση της συνθήκης που καθιέρωνε το Ευρωσύνταγμα.
Τέτοια δημοψηφίσματα πραγματοποιήθηκαν το 2005 σε Ισπανία (Φεβρουάριος 2005), Γαλλία (Μάιος 2005), Ολλανδία (Ιούνιος 2005) και Λουξεμβούργο (Ιούλιος 2005).
Οι Ισπανοί ψηφοφόροι τάχθηκαν υπέρ του Ευρωσυντάγματος με ποσοστό 76,7%, όπως και οι πολίτες του Λουξεμβούργου, αν και με μικρότερο ποσοστό 56,5%.
Σε Γαλλία όμως και Ολλανδία, οι πολίτες απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα, με ποσοστά 54,9% στη Γαλλία και 61,5% στην Ολλανδία.
Οι Τσεχία, Δανία, Ιρλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία και Βρετανία άλλαξαν τα σχέδια και δεν προχώρησαν στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το Ευρωσύνταγμα.
(β) Η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του έθνους – κράτους περιόρισε τις πραγματικές πολιτικές αρμοδιότητες των κυβερνήσεων αλλά και το ίδιο το πεδίο άσκησης της πολιτικής.
Οι παλαβές ορισμένες φορές «ντιρεκτίβες» της ΕΕ πρωταγωνίστησαν στην επιχειρηματολογία υπέρ του Brexit στη Βρετανία, καθώς εξέφραζαν την τάση υπερύθμισης της ζωής των πολιτών από ένα μη πολιτικά νομιμοποιημένο κέντρο εξουσίας.
Η ίδια η πολιτική έχανε τα χαρακτηριστικά της εθνικής κυριαρχίας μετατρέποντας τις κυβερνήσεις σε εγχώριους τεχνοκράτες οι οποίοι απλώς επικύρωναν τις αποφάσεις των Βρυξελλών.
Η πολιτική απάθεια απέναντι σε αυτό το σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα έχει μετατραπεί πλέον σε οργή σε συνάφεια με ένα κλίμα διαφθοράς και κυριαρχία του lobbing και άλλων μορφών επιβολής των μεγάλων συμφερόντων (αν δούμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την αδιαφάνεια της συμφωνίας για τα εμβόλια του Bourla της Pfizerμε την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής επιτροπής Ursula von der Leyen) .
Πολιτικές όπως η πράσινη μετάβαση που προκάλεσαν έπληξαν τα εισοδήματα κυρίως στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα επιβλήθηκαν αντιδημοκρατικά παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν (όπως π.χ. τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία).
Η εικόνα είναι ότι οι υπάλληλοι των μεγάλων τραπεζών όπως η Goldman Sachs ως πολιτικό προσωπικό καθορίζουν το μέλλον των λαών σε μια περίοδο που οι οικονομικές προοπτικές της νέας γενιάς προδιαγράφονται χειρότερες από αυτές των γονιών τους.
Η ανοδική κοινωνική κινητικότητα έχει σταματήσει και σημαντικό μέρος της άλλοτε κραταιάς μεσαίας τάξης έχει ρευστοποιηθεί και ζει το φόβο της κοινωνικής καταρρευσης.
(γ). Ένα πολιτισμικό πρότυπο που έχει επιβληθεί στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού αρνείται κάθε είδους συλλογική ταυτότητα.
Από αυτή του φύλου (μεγάλη η συζήτηση για το πόσες .. τουαλέτες θα υπάρχουν στα δημόσια κτήρια) έως αυτές που προκύπτουν από οργανικές πολιτισμικές παραδόσεις, όπως το έθνος.
Η πολιτισμική και κοινωνική πίεση που διαμόρφωσαν οι μεταναστευτικές ροές επίσης επιδείνωσαν το επίπεδο ζωής των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων και επέτειναν την εικόνα της εισβολής αλλότριων στοιχείων τα οποία διαρρηγνύουν τον κοινωνικό δεσμό.
Φάνηκε σε μεγάλα κομμάτια των κοινωνιών ότι κοινωνικές μειοψηφίες (όπως αυτές που θέλουν την ανατροπή π.χ. του θεσμού της οικογένειας) επιβάλλονται αντιδημοκρατικά έναντι των πλειοψηφιών στο πεδίο των αξιών - και τώρα οι κοινωνικές πλειοψηφίες ζητούν να γίνουν σεβαστές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κοινωνικό δεσμό (ταυτότητες) έναντι μιας κοσμοπολιτικής ελίτ που τους καταφρονεί.
Οι ανακατατάξεις
Aς πάμε στην κεντρικότερη Ευρώπη και τις πιο επιδραστικές χώρες της, τι εισπράττουμε;
Πέρα
και πάνω, δηλαδή, από τις ισορροπίες και αυριανές διευθετήσεις στα
δεξιότερα του πολιτικού φάσματος όπως θα αποτυπωθούν στο Ευρωkοινοβούλιο
(και εν συνεχεία στην διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –
Πρόεδρος και «βαριά» χαρτοφυλάκια – Προεδρία Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, νέα
ισορροπία σε Εξωτερικές Σχέσεις/Ασφάλεια/αιχμές προς Άμυνα), πέρα κι από τα παιχνίδια σε Χριστιανοδημοκράτες/ΕΛΚ με Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές/ECR, με Meloni και Πολωνικό PiS και Ισπανικό Vox, καθώς και Ταυτότητα και Δημοκρατία/ID με Le Pen και Salvini – ο Orban συνεχώς διεκδικεί μεγαλύτερη αυτονομία έναντι των Βρυξελλών.
Εισπράττουμε
λοιπόν (α) την αποδιάρθρωση του Γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού
Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελεύθερων, ακριβώς με την εκτόξευση της
ριζοσπαστικής Δεξιάς AfD στην δεύτερη θέση μετά τους Χριστιανοδημοκράτες
στην Ευρωκάλπη, συν με αμφίρροπη την τριτο-τέταρτη θέση μεταξύ
Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων.
Η πρώτη θέση των Χριστιανοδημοκρατών, εν τω μεταξύ, δεν θα κρύβει επί πολύ την ηγετική αμηχανία στον χώρο τους
– ο Friedrich Merz, τρία σχεδόν χρόνια μετά τις Ομοσπονδιακές εκλογές
θεωρείται «ηγετική φιγούρα της άρνησης», δηλαδή χωρίς προοπτική.
Οι Φιλελεύθεροι του Christian Lindner φλερτάρουν με την παραμονή «εκτός» όταν έλθουν εθνικές εκλογές, ενώ στην Αριστερά η ιδιότυπη νέα φιγούρα της Sahra Wagenknecht που αποσχίσθηκε, «γράφει» σχεδόν διπλάσια ποσοστά από τον πυρήνα των Die Linke (με
συνδυασμό ενός έντονα αριστερού κοινωνικού προγράμματος με ανοιχτά
αντιμεταναστευτικό μήνυμα σε μια παράδοξη σύγκλιση με την
Εναλλακτικη΄για τη γερμανία).
Αν, τώρα, στραφεί κανείς στην Γαλλία – που δεν παύει να είναι χωνευτήρι εξελίξεων – βλέπει τον Λεπενικό Εθνικό Συναγερμό/RN σαφώς υπερδιπλάσιο από το Μακρονικό LREM: η φιγούρα του 28χρονου Ζορντάν Μπαρντελλά, προστατευόμενου μιας μη-αντιΕυρωπαίας πλέον Marine Le Pen κάνει κάποιους να μιλούν για «συνταγή Macron» στα Δεξιά, υπό την έννοια του νεοφερμένου ως εικόνα και ως «άλλη» εκφορά λόγου από το αναμενόμενο.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι στην τρίτη θέση κοντά στο LREM, μεν, και αρκετά πάνω από την «Ανυπότακτη Γαλλία» (Melencon) αλλά χωρίς ουσιαστικό στίγμα.
Ενώ οι παραδοσιακοί δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι, οι Πράσινοι, το άλλοτε κραταιό ΚΚ είναι σκιές στο διάγραμμα.
Αφήνοντας, λοιπον, ήσυχη την Ιταλία – όπου όμως η διεθνής υπερπροθυμία να αναγάγει σε κεντρική και κεντρώα (σχεδόν) φιγούρα την Giorgia Meloni, ενώ δυο άλλες σημαντικές φιγούρες , ο Enrico Letta και ο Mario Draghi καλούνται
να διαδραματίσουν ρόλο «συνείδησης της Ευρώπης» - και στην γωνία την
Ισπανία που δεν είναι σ’ αυτήν την στροφή των πραγμάτων επιδραστική.
Η επόμενη ημέρα - Η αφομοίωση και τα ρήγματα
Τα πατριωτικά κόμματα θα διαλύσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όπως διατείνονται οι διακινητές σεναρίων τρόμου;
Το πιο πιθανό ότι συγκεκριμένες πολιτικές διαφωνίες -κυρίως για τον πόλεμο της Ουκρανίας- και οι δραστικά
αποκλίνουσες πολιτικές στρατηγικές θα εμποδίσουν τα διάφορα ακροδεξιά
κόμματα της Ευρώπης να σχηματίσουν μια «υπερομάδα».
Πριν
από τις τελευταίες ευρωεκλογές του 2019, η Ευρώπη τρόμαζε από την ιδέα
ότι ο Steve Bannon, ένας Αμερικανός πολιτικός ακτιβιστής και το
στρατηγικό μυαλό πίσω από τη νίκη του Donald Trump το 2016 επρόκειτο να
κάνει τα μαγικά του για να ενώσει τα ακροδεξιά κόμματα του μπλοκ.
Αλλά οι περισσότεροι παρατηρητές δεν
κατάλαβαν ότι η συμμαχία που οραματίστηκε ο Bannon και οι συνεργάτες
του ήταν στην πραγματικότητα εκτός πραγματικότητας για τη συγκεκριμένη
πολιτική συγκυρία.
Και ενώ η ακροδεξιά είχε καλή απόδοση στις κάλπες εκείνο το έτος, παρέμεινε
χωρισμένη μεταξύ δύο μεγάλων ομάδων στο Κοινοβούλιο: Identity and
Democracy (ID) και την ελαφρώς λιγότερο αντιευρωπαϊκή ομάδα των
Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR).
Οι
προβλέψεις ότι η ακροδεξιά θα παρέλυε το Κοινοβούλιο - παρόμοια με τους
Ρεπουμπλικάνους που απειλούν τακτικά να κλείσουν το Κογκρέσο των ΗΠΑ -
αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Ταυτόχρονα, η συμβατική σοφία έλεγε ότι τα έντονα εθνικιστικά κόμματα δεν μπορούν να ενωθούν πέρα από τα σύνορα αντανακλά την ιστορική άγνοια και τον πολιτικό εφησυχασμό.
Τον
19ο αιώνα, οι αντιιμπεριαλιστές φιλελεύθεροι από όλη την Ευρώπη
συσπειρώθηκαν γύρω από την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης και
αλληλοενισχύθηκαν σε διάφορους αγώνες εναντίον των Αψβούργων και άλλων
αυτοκρατοριών.
Είναι αλήθεια ότι αν ο εθνικισμός ήταν ανερχόμενος σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ, οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες θα ήταν πιθανότατα πιο δύσκολες από ό,τι είναι ήδη.
Όμως, τα ακροδεξιά κόμματα συγκλίνουν πλέον σε ένα όραμα για την ίδια την ΕΕ και, μετά την αποτυχία του Brexit, έχουν αποκηρύξει σχέδια να αποχωρήσουν από το μπλοκ.
Αντίθετα,
επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
καθιστώντας τον πρόεδρό της απλό «υπάλληλο» των κρατών μελών, όπως το
έθεσε πέρυσι ο Ούγγρος πρωθυπουργός Viktor Orban.
Αυτό
το σχεδόν γκωλικό όραμα για μια «Ευρώπη των πατρίδων» είναι πολύ πιο
αποδεκτό από τους ψηφοφόρους που φοβούνται ότι δραστικά μέτρα όπως η
έξοδος από την ΕΕ θα οδηγούσαν σε χάος.
Αλλά οι θεμελιώδεις διαφορές πολιτικής στέκονται εμπόδιο σε μια ενοποιημένη ακροδεξιά.
Ο Orban, ο οποίος πιέζει για «κατάληψη» αντί για διαζύγιο με τις Βρυξέλλες,
υποστηρίζει μια συμμαχία μεταξύ της ηγέτη της γαλλικής αντιπολίτευσης
Marine Le Pen της οποίας το κόμμα είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την
ομάδα ID, και της Ιταλίδας πρωθυπουργού Giorgia Meloni, της βαρέων βαρών φιγούρα στην ECR.
Αλλά η Le Pen είναι... διαβόητα ήπια με τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Purin,
ενώ η meloni έχει κερδίσει διεθνές κύρος ούσα ένθερμη υποστηρικτής της
Ουκρανίας (πράγμα που έχει αμβλύνει την κριτική για τις εσωτερικές
πολιτικές της).
Επιπλέον, ο Orban, ο οποίος απέσυρε το κόμμα του Fidesz από το κυρίαρχο συντηρητικό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) το 2021 για να αποφύγει τη διαγραφή του, είναι στενά ευθυγραμμισμένος με τον Putin – περισσότερο ανοικτά από τη Le Pen.
Έτσι, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το Fidesz, το οποίο επιθυμεί να ενταχθεί στο ECR μετά τις εκλογές, να έχει αρμονική σχέση με το Meloni και το έντονα αντι-ρωσικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη της Πολωνίας.
Το
θέμα είναι εάν ο κόπωση των λαών της ΕΕ από την Ουκρανική περιπέτεια
στην οποία ττους εχει εγκλωβίσει η ελίτ της ΕΕ θα αποτελέσει το έναυσμα
για μια χειραφέτηση
από την αμερικανική ηγεμονία
στη οποία θα ηγηθούν τα κόμματα της πατριωτικής δεξιάς είτε θα υπάρξει η
αφομείωση αυτών από τις Βρυξέλλές - εκεί μένουν πολλά να αποδειχθούν.
Υπάρχει επίσης το πρόβλημα των αποκλινουσών πολιτικών στρατηγικών
Η Le Pen, με το βλέμμα της στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2027, συνεχίζει τη στρατηγική της για να κατοχυρώσει ένα ήπιo πολιτικό προφίλ.
Για να «αποδαιμονοποιηθεί» το κόμμα του Εθνικού Συναγερμού – που παλαιότερα ονομαζόταν Εθνικό Μέτωπο – και να γίνει αποδεκτό από το κυρίαρχο ρεύμα απαιτεί να μοιάζει περισσότερο με ένα έγκριτο κεντροδεξιό κόμμα παρά με ένα περιθωριακό εθνικιστικό κίνημα (ενώ ταυτόχρονα κατηγορεί την άκρα αριστερά για το πολιτικό χάος στο γαλλικό κοινοβούλιο).
Ως μέρος αυτής της προσπάθειας, η
Le Pen έχει αποστασιοποιηθεί από τον ιστορικό ρεβιζιονισμό του πατέρα
της, του προηγούμενου ηγέτη του κόμματος που περιβόητα αποκάλεσε τους
θαλάμους αερίων των Ναζί «λεπτομέρεια» της ιστορίας.
Έτσι, όταν ο Maximilian Krah, ο κορυφαίος υποψήφιος του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν εγκληματίες όλοι όσοι φορούσαν στολή των ναζιστικών SS, ήταν δώρο για τη Le Pen.
Επιμένοντας στην αποβολή του AfD από την ομάδα ID, θα μπορούσε να αποδείξει ότι το κόμμα της απορρίπτει της θέσεις των ρεβιζιονιστών.
Αλλά δεν επιδιώκει κάθε ακροδεξιό κόμμα την αποδαιμονοποίηση.
Οι
πολιτικοί που στοιχηματίζουν στη ριζοσπαστικοποίηση συνήθως θέλουν να
φέρουν τον mainstream πολιτικό λόγο πιο κοντά τους και όχι το
αντίστροφο.
Εξάλλου, οι συντηρητικοί και οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν ολοένα και πιο πρόθυμοι να σχηματίσουν κτβερνητικούς συνασπισμούς με την ακροδεξιά.
Ακόμη και εκείνοι που αρνούνται να συνεργαστούν με αυτά τα κόμματα συχνά υιοθετούν τη ρητορική τους, δίνοντας νομιμοποίηση στις θέσεις τους.
Φαίνεται
απίθανο τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης να ενωθούν (αν και αν τα
κατάφερναν με κάποιο τρόπο, η ομάδα τους θα μπορούσε θα ήταν το δεύτερο
μεγαλύτερο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
Αλλά η συνεχής πολιτική ενσωμάτωση της ακροδεξιάς σημαίνει ότι αυτά τα κόμματα θα διατηρήσουν σχεδόν σίγουρα επιρροή.
Αυτό αντανακλά περισσότερο την παραδοχή της αδυναμίας και τη νέα στρατηγική της κεντροδεξιάς παρά τη δύναμη της ακροδεξιάς.
Όπως έχει τονίσει ο Ολλανδός μελετητής Cas Mudde, εάν
η δεξιά πτέρυγα του ΕΛΚ συνεχίσει να φλερτάρει τη Meloni – ή ακόμα και
να απειλήσει να εγκαταλείψει τον κυρίαρχο συνασπισμό με την Renew Europe
και την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών – τα ακροδεξιά
κόμματα θα πραγματοποιήσουν τους στόχους τους, από την κατάργηση του
ασύλου στην αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, ακόμα κι αν
δεν έρθουν ποτέ επίσημα στην εξουσία.
Η διάρρηξη αυτών των παραδοσιακών συμμαχιών θα αποτελέσει τον πραγματικό πολιτικό ευρωπαϊκό σεισμό.
www.bankingnews.gr