Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη των Italo Colantone και Piero Stanig “Globalisation and economic nationalism”, τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς πετυχαίνουν τα καλύτερα εκλογικά αποτελέσματά τους σε περιοχές που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις κινεζικές εξαγωγές. Σε αυτές τις περιοχές διαπιστώνεται μια ομοιογένεια στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων, ανεξάρτητα από το αν κάθε ένας από αυτούς έχει υποστεί ή όχι προσωπική οικονομική βλάβη. Η εκλογή Τραμπ το 2016 επιβεβαίωσε το συμπέρασμα αυτής της έρευνας.
Η δυσαρέσκεια, που συχνά μετατρέπεται σε οργή, ενισχύεται στη Δύση από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται εντός του πλαισίου του συνταγματικού φιλελευθερισμού, της “τεχνικότητας” και της κανονιστικής νομιμότητας του κράτους. Αυτό που εν τέλει απειλεί τη δημόσια σφαίρα δεν είναι η οργή των πολιτών, αλλά οι “κανόνες”, η προσπάθεια “ομαλοποίησης” των πολιτικών διαφορών, η τεχνικότητα της “μετα-βιομηχανοποίησης”, η μαζικοδημοκρατία, ο λειτουργισμός και ο οικονομικός υπολογισμός.
Η αύξουσα “τεχνικότητα” του κράτους, δηλαδή η τυποποιημένη διακυβέρνηση διαμέσου διοικητικής οργάνωσης και διοικητικών μέτρων, δεν περιορίζεται στον χώρο της πολιτικής. Ανοίγει ταυτόχρονα την πόρτα για μια μετατόπιση προς αυταρχική διακυβέρνηση. Με διάφορα προσχήματα ή και αλήθειες, αρκετές φορές εγκαθίσταται αργά, αλλά σταθερά, ο περιορισμός των δικαιωμάτων.
Η οδυνηρή διάψευση της πραγματικότητας
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον γίνεται αμέσως αισθητό ότι απουσιάζει η αυθεντικότητα της πολιτικής πράξης. Δεν μπορεί όλοι οι άνθρωποι να γεννηθούν και να πεθάνουν δεξιοί σοσιαλδημοκράτες! Είναι αδύνατον να συζητούν και να αποφασίζουν όλοι με βάση την επικοινωνιακή άποψη του Habermas, ή το κανονιστικό δικαιϊκό πλαίσιο του Rawls. Γι’ αυτό, οι εν λόγω αντιλήψεις παραμένουν μειονοτικές.
Την αυθεντικότητα της πολιτικής πράξης επιδιώκουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο μια σειρά κινήματα, κυρίως της Άκρας Δεξιάς. Τουλάχιστον, αρχικά έτσι πιστεύουν. Λειτουργούν με έντονη κριτική διάθεση έναντι του νομοθετικού κράτους. Επικαλούνται την αρχή της πλειοψηφίας, εκμεταλλευόμενα τη βαθιά αποστροφή ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας για τους υφιστάμενους θεσμούς.
Η αποστροφή οφείλεται στο γεγονός ότι οι θεσμοί επί της ουσίας αναπαράγουν και διαιωνίζουν ένα παρηκμασμένο καθεστώς που συντηρεί συνεχώς τα ίδια και τα ίδια πολιτικά πρόσωπα (οικογένειες). Έτσι έχει αρχίσει να υπονομεύεται το μονοπώλιο της πολιτικής από το κράτος. Τα κινήματα αυτά έχουν μυθοποιήσει την εξουσία. Πιστεύουν ότι με την κατάληψη της εξουσίας θα μπορούν εύκολα να αλλάξουν τα πράγματα. Όμως, η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή την πεποίθηση.
Συλλέκτης επιμέρους συμφερόντων
Η σταδιακή κατάληψη δήμων, περιφερειών, βουλευτικών εδρών κλπ γκρεμίζει αυτές τις αντιλήψεις, επιφέροντας κατά κανόνα την ενσωμάτωση αυτών των κινημάτων στην καθεστηκυία τάξη. Με τρόπο, μάλιστα, που αποσαρθρώνει και τα τελευταία στηρίγματα του νεωτερικού κράτους. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα διαιωνίζεται, βαθαίνει, χειροτερεύει. Οι μελλοντικές εξελίξεις προβλέπονται δυσοίωνες όσο πιο περίπλοκες και διασπασμένες γίνονται οι κοινωνίες, ακολουθούμενες από τον κατακερματισμό του σημερινού ατόμου. Στην προσπάθειά του να επιβιώσει και να συνεχίσει να κυβερνά, το κομματικό-πολιτικό σύστημα μετατρέπεται σε συλλέκτη απίστευτου αριθμού ιδιαίτερων συμφερόντων.
Τα συμφέροντα αυτά, μάλιστα, τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, γεγονός που καθιστά εκ προοιμίου αδύνατη την εξυπηρέτησή τους. Όταν η αδήριτη πραγματικότητα σε οδηγεί σε απόγνωση, η λειτουργία του θυμικού είναι καταλυτική και ο αφορισμός “εθνικολαϊκισμός” ουδόλως θα την συγκρατήσει. Οι αποφάσεις των ανθρώπων σπάνια οδηγούν στην επίτευξη των στόχων για τους οποίους ελήφθησαν. Γι’ αυτόν τον λόγο η Ιστορία είναι ανοιχτή και δύσκολα προβλέψιμη.
Ας το πούμε όσο πιο καθαρά μπορούμε: Η πολιτική πρόκληση για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι να αναπτύξουν μια υπεύθυνη οικονομική αυτάρκεια στο πλαίσιο του εθνικού δημοκρατικού κυρίαρχου κράτους τους, ανοιχτή στις διεθνείς συναλλαγές, σε μια διακριτική και όχι κανονιστική και οριζόντια αλληλεξάρτηση με όλες τις χώρες του πλανήτη. Είναι ξεκάθαρο πως οι ψηφοφόροι διψούν για πολιτικές που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το τοπικό έναντι των ευρύτερων οικουμενικών οικονομικών ανησυχιών. Η αντιμετώπιση αυτής της δίψας με δημιουργικό αντί για καταστροφικό τρόπο είναι η επερχόμενη πρόκληση. Γνωρίζουμε πως δεν είναι βιώσιμη στρατηγική ούτε η αδιαφορία γι’ αυτή τη δίψα των πολιτών, ούτε η δικαιολογία ότι αυτή η δίψα βασίζεται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, που περιγράφονται σαν εθνικολαϊκισμός.
Εθνικολαϊκισμός: Φτηνή ιδεολογική τρομοκρατία
Οι εύκολες ερμηνείες, προκειμένου να ικανοποιηθούν φτηνά ιδεολογήματα, είναι βέβαιον ότι οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς. Είναι μεθοδολογικά χυδαία η κατηγοριοποίηση των διογκούμενων κοινωνικών διεργασιών που παρατηρούνται στις χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης (Ευρώπη και ΗΠΑ) κάτω από τον όρο εθνικολαϊκισμό. Ο όρος αυτός στην εποχή μας χρησιμοποιείται σαν το μοναδικό κλειδί για να λύσει όλα τα σύγχρονα θεωρητικά και κοινωνικά προβλήματα! Δεν προσφέρει, ωστόσο, καμία απολύτως θεωρητική ερμηνεία του τι πραγματικά διακυβεύεται στον πυρήνα των κοινωνικών διεργασιών. Επιτρέπει, όμως, στις πολιτικές ελίτ να συνεχίζουν να αδιαφορούν, εξακολουθώντας να ασκούν τις ίδιες πολιτικές που έχουν προκαλέσει την κοινωνική οργή.
Στην πραγματικότητα, στοχεύει όχι στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά χρησιμεύει σαν ιδεολογικό όπλο εναντίον των πολιτικών αντιπάλων. Εναντίον όσων επιχειρούν να δώσουν τον δικό τους τόνο στα συγκεκριμένα προβλήματα, να τα εκμεταλλευθούν και να προωθήσουν τις δικές τους ιδεολογικές-πολιτικές επιλογές. Επιλογές που βρίσκονται στον αντίποδα των ελίτ που ρίχνουν στο πυρ το εξώτερον τους εθνικολαϊκιστές.
Είναι γεγονός ότι συχνά ακραία δεξιά στοιχεία είναι αυτά που δίνουν τον τόνο μέσω υπερβολών, χυδαιοτήτων και ψεμάτων. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε πως υπάρχει πραγματική αιτία, η οποία επιδρά καταλυτικά στις επιλογές πολλών ψηφοφόρων. Η αιτία αυτή είναι η διογκούμενη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές και ο τρόπος διαχείρισης της εξουσίας από τις ελίτ. Πρόκειται για δύο όψεις μιας πραγματικότητας, τις οποίες ο ψηφοφόρος συνδέει αιτιακά. Για τον μέσο ψηφοφόρο, υπεύθυνο για την επιδείνωση των όρων του βίου του είναι το κατεστημένο πολιτικό σύστημα κι αυτό δεν αλλάζει με ιδεολογικές ρομφαίες.