«Δεν υπάρχει πιο σίγουρος θάνατος για ένα έθνος, πλην να παραδώσεις την πολιτική στους συμμάχους σου».
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία.
Στο άρθρο που ακολουθεί εξετάζουμε την εξωτερική πολιτική στα μνημονιακά χρόνια. Αναφερόμαστε στο πώς υιοθετήσαμε το 2015 ένα καταδικασμένο εκ των προτέρων σε αποτυχία και επικίνδυνο «μοντέλο EastMed», δήθεν «συμμαχίας με το Ισραήλ» και καταστροφής όλων των φιλικών σχέσεων με δυνάμεις εκτός Δύσης, κατόπιν υποδείξεως ΗΠΑ και Ισραήλ.
Αλλά και πώς το εγκαταλείψαμε άδοξα από το 2022-23 για να επαναφέρουμε, πάλι κατόπιν αμερικανικής υποδείξεως, το επίσης εντελώς αποτυχημένο μοντέλο προσέγγισης με την Τουρκία που δοκίμασαν να εφαρμόσουν οι Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου (ΓΑΠ). Αναλύουμε γιατί είναι βαθιά εσφαλμένες και εξαιρετικά επικίνδυνες ορισμένες βασικές παραδοχές με τις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε τη νέα επανέκδοση της πολιτικής προσέγγισης με την Τουρκία. Αναλύουμε επίσης τόσο τη σημασία των 12 μιλίων, όσο και την κεντρική σημασία του Κυπριακού στην ελληνική θεμελιώδη «γεωπολιτική εξίσωση», μια σημασία που φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται καν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
EastMed και δήθεν «συμμαχία» με το Ισραήλ
Η πρόσφατη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας διακρίνεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη άρχισε το 2015 (στην Κύπρο από νωρίτερα), όταν κάποιο χεράκι, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες και εξηγήσεις, έβαλε τον «διακόπτη» της διπλωματίας μας στο κουμπί «ψάχνουμε για αέριο και πετρέλαιο στην ανατολική Μεσόγειο, φτιάχνουμε τον EastMed, συμμαχούμε με το Ισραήλ, καταστρέφουμε τις σχέσεις με τη Ρωσία και άλλα μη δυτικά κέντρα ισχύος».
Είναι η περίοδος που ο Νετανιάχου κυριαρχεί στην Ουάσιγκτον μέσω του Τραμπ και, μαζί με όλη την ομάδα των Νεοσυντηρητικών (με κύριο δημοσιογραφικό εκφραστή για τα δικά μας θέματα τον Μάικλ Ρούμπιν), θέλει να ανατρέψει (πραξικόπημα 2016 στην Τουρκία) ή τουλάχιστο να πλαγιοκοπήσει τον Ερντογάν. Για την πλαγιοκόπηση αυτή θεωρείται σκόπιμη (το γράφει άλλωστε και ο Ρούμπιν) η χρήση Ελλάδας και Κύπρου εναντίον της Τουρκίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έρθει η Αμερική και το Ισραήλ να μας βοηθήσει κατά της Τουρκίας, σημαίνει ότι Αμερική και Ισραήλ θα ενισχύσουν, θα τροφοδοτήσουν και θα χρησιμοποιήσουν τις αντιθέσεις μας με την Τουρκία, κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ο Ρούμπιν σημειωτέον, που γράφει κατά καιρούς και στην Καθημερινή, αλλά υπήρξε και ήρωας διαφόρων ακροδεξιών «εθνικιστών» της κακιάς ώρας, διαρρηγνύει τα τελευταία χρόνια τα ιμάτιά του για το τι έκανε και κάνει η Τουρκία στην Κύπρο, ουδέποτε όμως θυμάται στα άρθρα του ότι την Τουρκία την έβαλε στην Κύπρο αρχικά η Βρετανία και εν συνεχεία οι ΗΠΑ και ειδικότερα ο Κίσσινγκερ, με την υποστήριξη του Ισραήλ. Θα μου πείτε βέβαια ίσως «εδώ τα έχουμε ξεχάσει εμείς, ο Ρούμπιν θα τα θυμάται;» και δεν θα έχετε άδικο.
Να σημειώσω, όμως, κάτι για όσους ενθουσιάζονται τόσο πολύ με τέτοιους τύπους, γιατί νομίζω είναι αρκετά διδακτικό. Ο νεοσυντηρητικός «φίλος μας», ο Μάικλ Ρούμπιν υπήρξε από τους βασικούς δημόσιους υποκινητές του πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία. Προχωρήστε και δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από την Αμερική, το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη, έλεγε, απευθυνόμενος στους Τούρκους αξιωματικούς, ανατρέψτε τον Ερντογάν. Κάμποσοι τον άκουσαν. Μερικοί είναι τώρα στον άλλο κόσμο, μερικοί στην εξορία και μερικοί στα μπουντρούμια του Ερντογάν, κάπως ανάλογα με ό,τι συνέβη και με τον Δημήτριο Ιωαννίδη παρ’ ημίν. (Όπως έχει πει κάποιος: Είναι πολύ κακό να είσαι εχθρός της Αμερικής. Το μόνο χειρότερο είναι να είσαι φίλος της.)
Το «κουμπί» που πατήθηκε το 2015 στην Ελλάδα και νωρίτερα στην Κύπρο ήταν απλούστατα απάτη. Ακόμα περιμένουμε τους θησαυρούς του μαύρου και άσπρου χρυσού που μας υπόσχονται από το 2010. Ο EastMed δεν επρόκειτο ποτέ να φτιαχτεί και δεν φτιάχτηκε. Εγκαταλείφθηκε χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, αφού όμως είχε καταφέρει να κάνει τη δουλειά για την οποία φτιάχτηκε: να φέρει, εκτός των άλλων, Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα πολεμικής αναμέτρησης. Όσο για τη «συμμαχία» με το Ισραήλ, όπως και τις ΗΠΑ, μόνο περί συμμαχίας δεν πρόκειται. Χωρίς να αναλάβουν την παραμικρή δέσμευση και χωρίς να καταβάλλουν κανένα τίμημα, Ισραήλ και ΗΠΑ δεν συμμαχούν, αποκτούν σταδιακά πλήρως την Ελλάδα όπως και την Κύπρο μετά το 2010. Έχουν όλους τους πρωθυπουργούς στο τσεπάκι τους, παρακολουθούν τους πάντες ανοιχτά, ελέγχουν τις ένοπλες δυνάμεις, την εξωτερική πολιτική, τις υπηρεσίες ασφαλείας, φτάνουν τελικά να καθορίζουν ακόμα και την πολιτική της κομμουνιστογενούς αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, αλλά και να βάλουν έναν άνθρωπό τους επικεφαλής της (!), ελέγχουν μεγάλα και στρατηγικά κομμάτια της οικονομίας, της δημόσιας συζήτησης κ.ο.κ. Είναι ζήτημα αν η χώρα βρισκόταν σε τέτοιο βαθμό εξάρτησης ακόμα και την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ή της δικτατορίας.
Σε κάποιες στιγμές κρίσης που τους τρόμαξαν και που ίσως φοβήθηκαν ότι μπορεί να τους πάρουν με τις πέτρες, και ο υπουργός Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ Αποστολάκης και ο επόμενος της ΝΔ Παναγιωτόπουλος ομολόγησαν δημόσια πόσο άξιζε αυτή η πολιτική λέγοντας ότι σε περίπτωση κρίσης ή σύρραξης θα είμαστε μόνοι μας. Αν είναι όμως να είμαστε μόνοι μας, γιατί κάνουμε όλες αυτές τις παραχωρήσεις που έκαναν οι κυβερνήσεις και των τριών κομμάτων εξουσίας τα τελευταία 15 χρόνια, παραχωρήσεις που δεν έχουν προηγούμενο σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο;
Όταν ξέσπασε η πρώτη κρίση με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Ουάσιγκτον εξέδιδε προσεκτικά ισορροπημένες ανακοινώσεις, ενώ οι υπουργοί του Ισραήλ ήταν περισσότερο από σαφείς: «Υποστηρίζουμε το διεθνές δίκαιο, δεν θα στείλουμε όμως τον στόλο μας στη Μεσόγειο».
Πριν από μερικές μέρες εξάλλου, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προκληθείς επανειλημμένως από δημοσιογράφο, αρνήθηκε να πει ότι η Ουάσιγκτον αποδοκιμάζει την τουρκική κατοχή μέρους της Κύπρου.
Σπάνια στην ιστορία μια εξωτερική πολιτική έχει χρεωκοπήσει τόσο πολύ και τόσο κραυγαλέα όσο η πολιτική που ακολούθησε η Αθήνα μετά το 2010 και ιδιαίτερα μετά το 2015. Και αυτό, χωρίς να εξετάσουμε τα των Μνημονίων κλπ.
Αν τα αναμενόμενα οφέλη από αυτή όλη την πολιτική δεν εμφανίσθηκαν ποτέ, είχαμε όμως τις αρνητικές συνέπειες. Ξύπνησαν όλες οι εν υπνώσει τελούσες επί Ερντογάν, μέχρι το 2015, τουρκικές διεκδικήσεις και προστέθηκαν νέες. Τουρκικά γεωτρύπανα μπήκανε στις κυπριακές θάλασσες, υπεγράφη το τουρκολιβυκό μνημόνιο, έγινε τζαμί η Αγία Σοφία, παρολίγον να πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία (τρεις φορές κατά τον πρώην υπουργό Άμυνας Παναγιωτόπουλο). Ξεκινήσαμε έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών που δεν αντέχει η χώρα. Καταστρέψαμε ταυτόχρονα όλες τις κρίσιμες σχέσεις που διατηρούσε επί δεκαετίες η Ελλάδα (και η Κύπρος) με εκτός Δύσης παίκτες και της επέτρεπαν να αντισταθμίζει τις τουρκικές απειλές και τις δυτικές πιέσεις.
«Βρείτε τα με την Τουρκία, μην ασχολείστε με την Κύπρο»
Μετά έφυγε από την προεδρία των ΗΠΑ ο φίλος (αν όχι πράκτορας, γιατί ως πράκτορας συμπεριφερόταν) του Νετανιάχου, ο Ντόναλντ Τραμπ δηλαδή, και η νέα αμερικανική κυβέρνηση άρχισε να σκέφτεται άλλες μεθόδους να τα βρει με την Τουρκία, αναζήτηση που εντάθηκε ιδιαίτερα με την έκρηξη της ουκρανικής κρίσης, διότι πλέον σημασία είχε να μη χαθεί η Τουρκία για το ΝΑΤΟ και να δυναμώσει η ενότητα της συμμαχίας.
Η Ελλάδα έγινε σταδιακά λιγότερο ενδιαφέρουσα ως μοχλός πίεσης επί της Τουρκίας. Το ίδιο το Ισραήλ αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να διαπραγματευθεί με την Άγκυρα τη διέλευση ενός αγωγού EastMed, όχι βέβαια από την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά από την ίδια την Τουρκία.
Οι Αμερικανοί, αφού είχαν αποσπάσει ό,τι είχε και δεν είχε να τους δώσει η Αθήνα, μπορούσαν να σπρώξουν τώρα στην ελληνοτουρκική επαναπροσέγγιση (το έργο που είχε ξαναπαιχτεί, με θλιβερά αποτελέσματα, επί Σημίτη και ΓΑΠ), πετυχαίνοντας με ένα σμπάρο τρία τριγόνια:
– Να δυναμώσουν την ενότητα της συμμαχίας, τόσο αναγκαία για τις ανάγκες του πολέμου κατά της Ρωσίας και, προοπτικά, του Ιράν, της Κίνας και παντός άλλου ενοχλητικού,
– Να ικανοποιήσουν ίσως σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές διεκδικήσεις επί της Ελλάδας και της Κύπρου, ανταλλάσσοντάς τες με θέματα που αυτοί ζητάνε από την Άγκυρα,
– Να χρησιμοποιήσουν τις τουρκικές διεκδικήσεις για να πάρουν οι ίδιοι, με το ΝΑΤΟ, τον έλεγχο των «διαφιλονικούμενων» περιοχών, όπως το ανατολικό Αιγαίο και η δυτική Θράκη. Το είπε και ο Μητσοτάκης κάποια στιγμή, κάνοντας λόγο για «ΝΑΤΟϊκά νησιά».
Και έτσι, μια ωραία πρωία, χωρίς κανείς να εξηγήσει τίποτα στους δύσμοιρους Έλληνες πολίτες, που τους είχαν φλομώσει με τα ακριβώς αντίθετα επί χρόνια, μια «αόρατος χειρ» ξαναπείραξε τον διακόπτη της «ελληνικής» διπλωματίας και τον έβαλε στη «θέση»:
«Ειρήνη πάση θυσία με την Τουρκία, μην ασχολείστε με την Κύπρο, ξεχάστε τους αγωγούς και τους υδρογονάνθρακες».
Πρώτα αποτελέσματα: Αυτοαμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη μετά το 1974 που προχώρησε ήδη σε έναν εξαιρετικά ανεύθυνο και επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό, αφαιρώντας όπλα από την πρώτη γραμμή της ελληνικής άμυνας, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, χωρίς φυσικά το παραμικρό αντάλλαγμα ή κάποια χειρονομία καλής θέλησης από την Τουρκία που διατηρεί, απέναντι από τα νησιά, τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο του κόσμου.
Υποτίθεται βέβαια ότι η Αθήνα δεν το έκανε για να ικανοποιήσει το τουρκικό αίτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, αλλά για να μεταφέρει τα όπλα στην Ουκρανία – διαπράττοντας έτσι και ένα δεύτερο μεγάλο έγκλημα εις βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, γιατί όλα αυτά οδήγησαν τελικά στην καταστροφή των ελληνο-ρωσικών σχέσεων, καταστροφή που συνεπάγεται, εκτός των άλλων, μεγάλη ανατροπή του όλου ελληνο-τουρκικού συσχετισμού ισχύος. Να σημειωθεί ότι η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, ακολουθεί εντελώς διαφορετική πολιτική. Αλλά δεν ενδιαφέρει ο λόγος για τον οποίο υποτίθεται ότι έφυγαν τα όπλα, ενδιαφέρει και έχει σημασία το ότι έφυγαν.
Ακολούθησε η συγκατάθεση της Ελλάδας στη μη αναφορά της Κυπριακής Δημοκρατίας με το όνομά της στους χάρτες του ΝΑΤΟ. Ούτε στις διακρατικές, ούτε στις διαπροσωπικές σχέσεις, η κατάσταση γίνεται καλύτερη με την υποχώρηση σε επικίνδυνους παραλογισμούς. Το αντίθετο, η πλευρά που ωφελείται θα θέτει όλο και περισσότερο παράλογα αιτήματα.
Με εξαίρεση μία τον αριθμό επίσκεψη του υπουργού Άμυνας στη Χίο, κανένας πολιτικός ή ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος δεν επισκέφθηκε τα νησιά του Αιγαίου και το Καστελόριζο, επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες ότι η Αθήνα έχει αποδεχθεί ένα ιδιότυπο καθεστώς μη επισκέψεων. Αυτό είναι εξωφρενικό. Πρόκειται για αυτοϋπονόμευση και αυτοαμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας ακριβώς στην περιοχή που αμφισβητεί και η Τουρκία.
Μπορεί κάποιος, έστω και στον ύπνο του, να φανταστεί τον Ερντογάν να δέχεται να μην επισκέπτεται μέρος της επικράτειάς του μήπως αυτό ενοχλήσει κάποια γειτονική χώρα;
Δεν καταλαβαίνουν οι ιθύνοντες ότι, κάνοντας τέτοια πράγματα, στέλνουν σήμα ότι στερούμαστε οποιασδήποτε σοβαρότητας, ότι κανείς δεν πρόκειται να πάρει στα σοβαρά μια χώρα που αποδέχεται τέτοιους όρους;
Πού το πάει (τον πάνε) ο Μητσοτάκης
Καθώς εγκατέλειπε χωρίς εξηγήσεις την προηγούμενη πολιτική και υιοθετούσε την ακριβώς αντίθετη, με τη συνάντηση στο Βίλνιους με τον Ερντογάν, ο κ. Μητσοτάκης έδωσε μια αποκαλυπτική συνέντευξη στο Σκάι. Εκεί είπε ότι οι ελληνο-τουρκικές διαφορές είναι κυρίως μία, η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Και, δευτερευόντως, το μεταναστευτικό και, ίσως, τα θέματα οικονομικής συνεργασίας. Το δεύτερο που είπε είναι ότι κάθε διαπραγμάτευση συνεπάγεται υποχωρήσεις, εξηγώντας ότι αυτές οι υποχωρήσεις μπορεί να αφορούν κυριαρχία. Είναι ο πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία που είπε κάτι τέτοιο. Πιθανότατα αυτό που έχει στο μυαλό του είναι να αποδεχθεί καθορισμό των ελληνικών χωρικών υδάτων λιγότερο από τα 12 μίλια που δικαιούται η Ελλάδα. (Όταν τα ίδια έκανε η Αθήνα με τον Γιώργο Παπανδρέου, είχε θέσει ως στόχο της, όπως μου τον περιέγραψε σύμβουλος του τότε υπουργού, «οτιδήποτε από εξήμισυ μίλια κι απάνω». Να τελειώνουμε, να ξεμπερδεύουμε, είναι η διαχρονική λογική της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής πολιτικής τάξης, που, όπως και η οικονομική ολιγαρχία θέλει να την αφήσουν ήσυχη στις δύο θεμελιώδεις λειτουργίες της, να εξαρτά τη χώρα εξωτερικά και να την απομυζά εσωτερικά).
Αλλά και ο ορισμός της «βασικής διαφοράς» που έδωσε ο πρωθυπουργός μιλώντας στον Σκάι, είτε είναι προσωπική άποψη του κ. Μητσοτάκη, είτε του την υπέβαλαν οι Αμερικανοί, είναι όχι απλώς εσφαλμένη, είναι εξωφρενική. Ακόμα πιο εξωφρενικό είναι ότι δεν βρέθηκε κανείς να το σημειώσει στη χώρα. Δείχνει το βάθος της «συλλογικής άνοιας» και προχωρημένης αποσύνθεσης που έχει πλήξει τον κοινωνικό και εθνικό σχηματισμό και το κράτος μας.
Είναι γεγονός ότι η Αθήνα αναγνωρίζει διεθνώς μόνο τη διαφορά της οριοθέτησης ως θεμιτή και άρα ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαιτησίας ή εκδίκασης. Το τι αναγνωρίζει η Αθήνα αφορά όμως τη νομική και πολιτική της θέση, το τι δέχεται η ίδια να συζητήσει και να διαπραγματευθεί, όχι την πραγματικότητα. Οι βασικές διαφορές με την Τουρκία είναι πολύ σοβαρότερες από το πρόβλημα της οριοθέτησης. Αφορούν τη στρατιωτική κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου, την τουρκική στρατιωτική απειλή σε Κύπρο και Αιγαίο, τις εδαφικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο, το τουρκικό casus belli και άλλες.
Αυτά όλα είναι πολύ σοβαρές απειλές και κίνδυνοι και προβλήματα. Σε τι ωφελεί η οριοθέτηση και πως μπορεί να γίνει οριοθέτηση, με όλα αυτά επικρεμάμενα; Όμως εδώ βλέπουμε τον Έλληνα πρωθυπουργό (και την αντιπολίτευση) να μη θέτουν κανένα από αυτά τα βασικά ζητήματα. Δεν ακούμε, ούτε και κανείς άλλος διεθνώς. ότι η Τουρκία κατέχει παρανόμως τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, απειλεί και έμπρακτα και de jure την Ελλάδα και την Κύπρο με πόλεμο, έχει εδαφικές διεκδικήσεις στα νησιά του Αιγαίου.
Οι ξένες κυβερνήσεις και η διεθνής κοινή γνώμη ακούνε κάθε δεύτερη μέρα ότι οι Έλληνες διατηρούν παράνομα στρατό στα νησιά και δεν θέλουν λύση του Κυπριακού, έχουν απορρίψει το Σχέδιο Ανάν και καταπιέζουν την «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη, τελευταίως και στα Δωδεκάνησα.
Κανείς διεθνώς δεν ακούει τη λέξη «κατοχή» από τους Έλληνες πολιτικούς για την Κύπρο, ούτε κανένας Έλληνας ή και Κύπριος πολιτικός δεν τολμάει να ζητήσει την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, αποχώρηση που ζητάνε οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Συζητείται το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, λες και μπορεί η Ελλάδα να εισβάλλει και να καταλάβει την Τουρκία από τα νησιά, δεν συζητείται όμως πουθενά το γεγονός ότι απέναντι από τα ελληνικά νησιά υπάρχει ο μεγαλύτερος αποβατικός στόλος του κόσμου, η μόνη δυνατή αποστολή του οποίου είναι η κατάληψη ενός ή περισσοτέρων ελληνικών νησιών. Αυτή η στρατιά ασκείται κάθε χρόνο με αυτό ακριβώς το σενάριο, της κατάληψης ελληνικών νησιών, παρουσία και ΝΑΤΟϊκών Ακολούθων Άμυνας.
Κάθε τόσο ακούμε για την «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη, τώρα και στη Δωδεκάνησο, κανείς όμως δεν μαθαίνει τι συνέβη στην ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη.
Η κυβέρνηση και όλα τα πολιτικά κόμματα μιλάνε για την ανάγκη παραπομπής στη Χάγη της διαφοράς, για την υφαλοκρηπίδα. Δεν ζητάνε όμως από την Τουρκία ρητά να αναιρέσει τις εδαφικές της διεκδικήσεις, ώστε να μπορούμε να πάμε στη Χάγη. Ζητάνε λύση του Κυπριακού, δεν λένε όμως ότι αυτή η λύση πρέπει να σέβεται το ευρωπαϊκό, το συνταγματικό και το διεθνές δίκαιο. γιατί διατηρούν στο «τραπέζι» της διαπραγμάτευσης, παρά την απόρριψή του στο δημοψήφισμα του 2004, το Σχέδιο Ανάν που είναι η άρνηση όλου του δικαίου, ευρωπαϊκού, συνταγματικού και διεθνούς. Εκτός των άλλων, έχει δημιουργηθεί και τεράστια σύγχυση στους Έλληνες πολίτες. που ακούν τους πολιτικούς αρχηγούς τους να αραδιάζουν στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, του Κυπριακού κλπ. λέξεις χωρίς νόημα για τα σοβαρότερα υποτίθεται θέματα της εθνικής μας ύπαρξης (όπως, φοβόμαστε, και για όλα τα υπόλοιπα).
Αυτό δεν είναι ούτε διαπραγμάτευση, ούτε δημόσια διπλωματία. Είναι αυτοϋπονόμευση και δημιουργία προϋποθέσεων παράδοσης. Και οδηγεί είτε σε παράδοση, είτε σε νέα κρίση από χειρότερες θέσεις.
Πριν από τρία χρόνια φλερτάραμε χωρίς λόγο, επειδή μας είπανε τρίτοι, με καταστροφικό πόλεμο. Σήμερα φλερτάρουμε με καταστροφική ειρήνη. Δεν θα πάει μακριά αυτή η βαλίτσα.
Τα χωρικά ύδατα: Το κρίσιμο σημείο
Το μοντέλο Σημίτη-ΓΑΠ που έχει υιοθετήσει εκ νέου ο κ. Μητσοτάκης, επί τα χείρω μάλιστα, όπως επιβεβαίωσε με τη συνέντευξή του, σημαίνει ότι προσπαθείς να ανοίξεις στην πραγματικότητα το δρόμο για μια συμφωνία γύρω από το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, αφήνοντας στο «ράφι» όλα τα υπόλοιπα πολύ σοβαρά ζητήματα και απειλές, σημαίνει ότι δεν ζητάς την προγενέστερη άρση της τουρκικής απειλής σε Αιγαίο και Κύπρο. Και αν αυτό δεν το ξέρει και δεν το καταλαβαίνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, το καταλαβαίνουν ασφαλώς όσοι του εισηγήθηκαν τον ορισμό των ελληνο-τουρκικών διαφορών που χρησιμοποίησε, το καταλαβαίνουν σε κάθε περίπτωση οι Αμερικανοί σύμβουλοί του. Ακόμα και αν μια τέτοια συμφωνία ήταν δυνατή, γιατί να την κάνουμε, αν όλα τα υπόλοιπα ζητήματα και οι απειλές παραμένουν ενεργά;
Πολύ θα ήθελαν και η Άγκυρα και οι Αμερικανοί να παραιτηθεί η Ελλάδα από το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Όμως αυτό είναι το διπλωματικό «πυρηνικό όπλο» της Αθήνας. Η Άγκυρα το θεωρεί αιτία πολέμου και ενδιαφέρεται για αυτό πολύ περισσότερο από το (μικρό σχετικά) όφελος που θα έχει (και αυτό ενδεχομένως, όχι σίγουρα) η Αθήνα από την επέκταση των χωρικών υδάτων. Τα πυρηνικά όπλα ούτε τα ρίχνεις, ούτε τα παραδίδεις. Είναι κρίσιμο η Ελλάδα ούτε να ασκήσει το δικαίωμα στα 12 μίλια (έχουμε εξηγήσει αλλού τους λόγους) ούτε να αποποιηθεί αυτού. Πρέπει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων να παραμείνει το διπλωματικό όπλο ύστατης καταφυγής απέναντι στην Τουρκία.
Ούτε επέκταση, ούτε παραίτηση. Υπό τις παρούσες συνθήκες το θέμα των χωρικών υδάτων πρέπει να παραμείνει ανοιχτό, όπως ανοιχτό το άφησαν όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί έως τώρα, περιλαμβανομένου του Ανδρέα Παπανδρέου.
Δυστυχώς όμως όλες οι ενδείξεις που έχουμε είναι ότι η κυβέρνηση αυτό ακριβώς πάει να προτάξει.
Το Κυπριακό στο ράφι
Στην πραγματικότητα, η περιγραφή του ελληνοτουρκικού προβλήματος, όπως την έκανε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην προαναφερθείσα συνέντευξη, ανοίγει το δρόμο σε μια συμφωνία στο Αιγαίο, διατηρουμένης της απειλής και από την αποβατική στρατιά στα μικρασιατικά παράλια και από το τουρκικό εκστρατευτικό σώμα στην Κύπρο. Ανατρέπει το βασικό αξίωμα των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου, εν πολλοίς και χάρη στη συμβολή του Γιάννου Κρανιδιώτη, που ήταν: πρώτα λύση του Κυπριακού και μετά λύση στο Αιγαίο (μόνο μια φορά πήγε να υπαναχωρήσει ο Παπανδρέου στο Νταβός για να αποκηρύξει τη στροφή του λέγοντας μάλιστα το περίφημο Mea Culpa).
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια συμφωνία στο Αιγαίο είναι δυνατή, κάτι πολύ αμφίβολο, δεν είναι και σκόπιμη και για τους λόγους που αναφέραμε και για άλλους. Ένας βασικός είναι η Κύπρος.
Η κατεχόμενη Κύπρος (το «κρατίδιο» που θα έλεγε και ο κ. Κασσελάκης), είναι, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το πιο «στρατιωτικοποιημένο έδαφος» της υφηλίου. Η Τουρκία έχει συντριπτική αεροναυτική υπεροχή στην Κύπρο, που συνιστά πάντα το δυσμενέστερο σημείο για την ελληνική πλευρά του όλου μετώπου ελληνοτουρκικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης, το οποίο είναι αντικειμενικά ενιαίο και πάει από το Διδυμότειχο στην Αμμόχωστο. Τα πράγματα χειροτερεύουν με την απόφαση της Λευκωσίας να «σκοτώσει» μεγάλο μέρος του οπλισμού της γιατί είναι ρωσικό και δεν το θέλουν οι Αμερικανοί, όπως και με το ότι η Αθήνα δεν περιέλαβε στη συμφωνία αμυντικής εγγύησης με τη Γαλλία την Κύπρο, δημιουργώντας για την Άγκυρα κίνητρο να επιτεθεί στο νησί!
Η ελληνική πολιτική τάξη θέλει να απαλλαγεί από το Κυπριακό από τότε που υπάρχει το Κυπριακό. Ο Γεραπετρίτης πήγε στη Λευκωσία για να εξηγήσει στους Κυπρίους ότι πρέπει να βασίζονται στον εαυτό τους και να ξεχάσουν την Ελλάδα, ενθαρρύνοντας με τον τρόπο του την Τουρκία να κάνει ό,τι γουστάρει στο νησί, αφού η ίδια η Αθήνα την πληροφορεί ότι δεν θα κάνει τίποτα για να την εμποδίσει.
Και η Τουρκία το έκανε και πολύ προκλητικά στη νεκρή ζώνη ακριβώς στις παραμονές της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα.
Ο Χρήστος Ροζάκης, που είναι και νομικός (τρομάρα του), δεν ντράπηκε, εκφράζοντας όλη σχεδόν την «ελληνική ελίτ», που δεν θέλει τα «εθνικά θέματα» να ενοχλούν τις μπίζνες της (δεν το λέμε «μάσα» μη μας περάσετε για επαρχιώτες), δεν ντράπηκε λοιπόν ο καθηγητής αυτός και πρώην υφυπουργός του Σημίτη να βγει και να κατηγορήσει τους Ελληνοκύπριους δημόσια ως υπεύθυνους του προβλήματος. Έπρεπε, λέει, να δεχθούν το Σχέδιο Ανάν ή να συμφωνήσουν στο Κραν Μοντανά: «Δεν μπορούμε να τους περιμένουμε επ’ άπειρον».
Το πράγμα εμπεριέχει μια μεγάλη δόση ανηθικότητας. Γιατί εμφανίζεται ο άτυπος εκπρόσωπος της ελληνικής ελίτ να απειλεί ουσιαστικά, εμμέσως πλην σαφώς, ένα μικρό κράτος κατοικούμενο από μια συντριπτική πλειοψηφία Ελλήνων ότι θα το αφήσει χωρίς καμμιά συμπαράσταση απέναντι στον πάνοπλο και απειλητικό τουρκικό όγκο, γιατί δεν συμφωνεί με τις υποδείξεις της Τουρκίας και της διεθνούς κοινότητας!
Αν η Κύπρος έχει τέτοιους φίλους, τι να τους κάνει τους εχθρούς;
Μια ερώτηση μόνο για τον κ. Ροζάκη, που είναι και νομικός. Συμφωνεί με την κατάργηση του κανόνα της πλειοψηφίας, δηλαδή της δημοκρατίας, με την κατάργηση του διαχωρισμού των εξουσιών και με την κατάργηση του δικαιώματος στην αυτοάμυνα, όπως και στην αυτοδιάθεση, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το Σχέδιο Ανάν; Στάζει χολή ο κ. Ροζάκης κατά των Ελληνοκυπρίων που ψήφισαν όχι στο Σχέδιο Ανάν, το οποίο οι κορυφές της ελληνικής και παγκόσμιας συνταγματικής επιστήμης, Γεώργιος Κασιμάτης, Δημήτρης Τσάτσος και Alfred de Zayas υποστήριξαν ότι «μόνο παράφρων θα μπορούσε να συντάξει». Ακόμα και ο διευθυντής του νομικού γραφείου του Κώστα Σημίτη, ο σπουδαίος νομικός, που υπέκυψε στις πολιτικές σκοπιμότητες και υποστήριξε το σχέδιο, πήγε στην Κύπρο μετά το δημοψήφισμα και μετανοιωμένος ζητούσε συγνώμη από τους Κυπρίους που το είχε υποστηρίξει, παρά τις επιταγές της ηθικής και της επιστήμης του.
Με ανοιχτό Κυπριακό δεν υπάρχει ελληνική άμυνα
Αλλά ας αφήσουμε αυτά τα βαριά θέματα ηθικής και δικαίου, ας αφήσουμε την ηθική και συμβατική υποχρέωση της Ελλάδας να υπερασπίζεται την Κυπριακή Δημοκρατία και ας πάμε σε πιο πρακτικά ζητήματα. Μπορεί η Ελληνική Δημοκρατία να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αν αφήσει στο έλεος της μοίρας τους τους Ελληνοκύπριους;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι».
Λέγοντας στον Σκάι ότι η βασική διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ο κ. Μητσοτάκης εξαφάνισε τις πολύ σοβαρότερες διαφορές, που είναι αφενός η συνεχιζόμενη κατάληψη μεγάλου μέρους της Κύπρου και η απειλή ενός ισχυρότατου τουρκικού εκστρατευτικού σώματος κατά των Ελλήνων της Κύπρου, αφετέρου οι τουρκικές απειλές στο Αιγαίο. Ακόμα και αν δεν θα ήθελε καθόλου να ασχοληθεί μαζί τους, όπως έχει ηθική και συμβατική υποχρέωση και συμφέρον, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί στην πραγματικότητα να το κάνει. Τρεις Έλληνες να σκοτώσουν στο νησί οι Τούρκοι, θα προκληθεί κρίση στην Ελλάδα. Και μόνο δια της Κύπρου η Αθήνα, αν δεν έχει εξασφαλίσει με άλλα μέσα την προστασία των Ελληνοκυπρίων, θα είναι όμηρος των κρατών που μπορούν να τους προστατεύσουν ή να τους απειλήσουν.
Αυτή είναι η στοιχειώδης και θεμελιώδης γεωπολιτική εξίσωση στον πυρήνα της ελληνικής ασφάλειας και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά η πολιτική τάξη που μας κυβερνάει, πολύ χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και αγνοούσα τα θέματα, βαθιά εξαρτημένη και όχι σπάνια διεφθαρμένη, μετά το 1996, με λίγες εξαιρέσεις, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να το καταλάβει. Για αυτό και η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέλειψε να περιλάβει την Κύπρο στη συμφωνία αμυντικών εγγυήσεων με τη Γαλλία, δημιουργώντας κίνητρο στην Άγκυρα να επιτεθεί στο νησί, για αυτό πήγε και ο Γεραπετρίτης στη Λευκωσία να πει στους Κυπρίους «ξεχάστε μας, μη μας υπολογίζετε, κινηθείτε μόνοι σας».
Όλη όμως η ελληνική ιστορία εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστο απέδειξε ότι το Κυπριακό είναι το μείζον ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, είτε μας αρέσει, είτε όχι, και όποιος πολιτικός το αγνόησε είχε κακό τέλος. Δεν ξέρουμε τις ιστορικές γνώσεις του κ. Μητσοτάκη και του κ. Γεραπετρίτη. Να τους ενημερώσουμε πάντως ότι η διάρρηξη των δεσμών αλληλεγγύης, περιλαμβανομένων και των δεσμών στρατιωτικής αλληλεγγύης, ανάμεσα στους Έλληνες της Ελλάδας και στους Έλληνες της Κύπρου υπήρξε η άμεση αιτία όλων των αιματηρών τραγωδιών που γνώρισε ο ελληνικός λαός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.