Μια – μάλλον αντιπαραγωγική – συνάντηση του Άντονι Μπλίνκεν με τον Κινέζο ομόλογό του στο Μόναχο, στα απόνερα της οξύτατης αντιπαράθεσης Ουάσινγκτον-Πεκίνου για το κινεζικό αερόστατο πάνω από τις ΗΠΑ. Στη συνέχεια, ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών κατευθύνθηκε στην Τουρκία και την Ελλάδα, ταυτόχρονα με την επίσκεψη της αντιπροέδρου της κινεζικής κυβέρνησης Σουν Τσουλάν στην Αθήνα.
Επίσης, πρόσφατα, είχαμε περιοδεία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στην Άπω Ανατολή, μια περιοχή που έζησε τις τελευταίες μέρες τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις ΗΠΑ-Νότιας Κορέας και την εκτόξευση βαλλιστικού πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς από την πάντα απρόβλεπτη Βόρεια Κορέα. Και δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να δούμε επισκέψεις του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα, όπως και του νέου προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι στην Ταϊβάν, λίγους μήνες μετά την έλευση της προκατόχου του Νάνσι Πελόζι.
Τι δείχνει ο διπλωματικός πυρετός;
Ο εμφανής διπλωματικός πυρετός των τελευταίων μηνών επιτρέπει την εξαγωγή κάποιων πρώτων συμπερασμάτων:
– Μοιάζει κατ’αρχήν θετικό ότι η διπλωματία βγαίνει στο προσκήνιο, στο πλαίσιο της πολύ σύνθετης – και παγκόσμιας – διαπραγμάτευσης που δεν αποβλέπει σε τίποτα λιγότερο από το περίγραμμα μιας νέας, υπό διαμόρφωση, διεθνούς τάξης πραγμάτων. Την ίδια στιγμή, όμως, όλες οι δυνάμεις, μεγάλες και μεσαίες, αναζητούν τις καλύτερες δυνατές συμμαχίες εν όψει της αυξημένης αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τη σημερινή συγκυρία.
Υπ’αυτήν την έννοια, ο διπλωματικός οργασμός υποδηλώνει τη γενικευμένη νευρικότητα για το τι μέλλει γενέσθαι στο πλαίσιο της παγκόσμιας ανακατάταξης που προκαλεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Για την ακρίβεια, υπάρχει απροκάλυπτη αγωνία για το τι μάς επιφυλάσσει το 2023, καθώς μπαίνουμε στον δεύτερο χρόνο του πολέμου.
– Οι κινήσεις αυτές ολοένα και περισσότερο τονίζουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα, με πυρήνες τη διατλαντική εταιρική σχέση ΗΠΑ-ΕΕ και το δίδυμο Κίνας-Ρωσίας. Με αυτούς τους σχηματισμούς, οι οποίοι έχουν και τις εσωτερικές αντιφάσεις τους, συνδέονται με χαλαρούς δεσμούς πολλές άλλες χώρες σε μια διάταξη που διαφέρει αρκετά από τον ψυχροπολεμικό διπολισμό μέχρι το 1989.
Πιο συνεκτικό εμφανίζεται το δυτικό στρατόπεδο, χάρη στη θεσμική συγκρότηση του ΝΑΤΟ ως στρατιωτικού συνασπισμού, ενώ οι ευκαιριακοί συνοδοιπόροι του σινορωσικού διδύμου συγκλίνουν κυρίως στην αναζήτηση ευνοϊκών όρων ασφάλειας ή χρηματοδότησης των οικονομιών τους.
– Παρά την αντιαμερικανική ρητορεία της, η Κίνα δεν αναμένεται να αποτολμήσει – ακόμη (;) – την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στη Ρωσία. Αφενός μεν δεν τής το επιτρέπει η εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας της μετά από την παρατεταμένη πολιτική zero-COVID, τη σημαντική επιβράδυνση που υπέστη πέρυσι και τα δομικά προβλήματα του αναπτυξιακού μοντέλου της.
Αφετέρου δε, ο Ουάνγκ Γι εξήγγειλε στο Μόναχο την παρουσίαση ειρηνευτικής πρωτοβουλίας του Πεκίνου για την επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία. Μένει να δούμε κατά πόσο η πρόταση αυτή θα είναι ειλικρινής και θα συμβάλει σε κάποια ανακωχή και διαπραγματεύσεις, αλλά προς το παρόν οι πιθανότητες εμφανίζονται εξαιρετικά περιορισμένες.
Όξυνση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας
Φάνηκε πως η συνάντηση Μπάιντεν-Σι τον περασμένο Νοέμβριο δεν εξασφάλισε τη συνεννόηση ανάμεσα στις δύο δυνάμεις σε θέματα στρατηγικής σημασίας. Οι χειραψίες και τα χαμόγελα του Μπαλί γρήγορα αντικαταστάθηκαν από τους υψηλούς τόνους και τις συγκεκαλυμμένες απειλές. Μαίνεται – και εντείνεται – ο τεχνολογικός πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων, με τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στις εξαγωγές ημιαγωγών τελευταίας γενιάς σε κινεζικές εταιρείες.
Σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, πληθαίνουν οι αναφορές της αμερικανικής πλευράς σε κινεζικές κρατικές εταιρείες που παρέχουν στη Ρωσία τεχνολογίες διπλής χρήσης ή εξάγουν ανταλλακτικά για τα ρωσικά μαχητικά αεροπλάνα και υποβρύχια. Εφόσον επιβεβαιωθούν αυτές οι πληροφορίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα οξυνθούν έτι περισσότερο οι σχέσεις του Πεκίνου με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα.
Η πιο ανησυχητική εξέλιξη είναι η απουσία σταθερών και αξιόπιστων μηχανισμών επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο λάθος υπολογισμών και υπερβολικών αντιδράσεων σε περίπτωση ατυχήματος. Εάν πράγματι συμβεί κάποιο ατύχημα, οι επιπτώσεις θα είναι βαρύτατες χωρίς καμία αμφιβολία. Στην καλύτερη περίπτωση, η επιβολή κυρώσεων θα επηρεάσει άμεσα και τις δύο χώρες και τη διεθνή οικονομία, καθώς το 2022 το διμερές εμπόριο μεταξύ τους ξεπέρασε τα 690 δισ. δολ.
Η θέση της Ελλάδας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα
Πού βρίσκεται η Ελλάδα σε αυτή την εξαιρετικά πολύπλοκη συγκυρία; Η Αθήνα έχει δείξει εμπράκτως την αφοσίωσή της στους διατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ και ΕΕ) και την υποστήριξη της Ουκρανίας έναντι της επιτιθέμενης Ρωσίας. Ταυτόχρονα, ενισχύει την αμυντική θωράκισή της και την διεθνή θέση της, κυρίως μέσω του δυτικού στρατοπέδου, στο οποίο ανήκει.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως η αιφνίδια επίσκεψη της Σουν Τσουλάν στην Αθήνα αποφασίστηκε ως απάντηση της Κίνας στην επίσκεψη του Μπλίνκεν. Τρόπον τινά, το Πεκίνο θέλησε να στείλει το μήνυμα ότι διατηρεί τις θέσεις του στην Ελλάδα που εμφανίζεται ως “διαφιλονικούμενη” από τις δύο δυνάμεις.
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το Πεκίνο κι έχει κάποια επιχειρήματα γι’αυτήν την επιλογή της. Το σκεπτικό της Αθήνας συνοψίζεται στη φράση «για παν ενδεχόμενο», στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης – αν και όχι σαφώς προσδιορισμένης – εξωτερικής πολιτικής.
Συγχρόνως, όσο η Σουν Τσουλάν εγκαινίαζε κέντρο για την ανάδειξη των αρχαίων πολιτισμών της Ελλάδας και της Κίνας, διεξαγόταν η συνάντηση Μητσοτάκη-Μπλίνκεν εν όψει του τέταρτου γύρου του Στρατηγικού Διαλόγου ΗΠΑ-Ελλάδας. Είναι σαφής η διάκριση ανάμεσα στην επιρροή που επιδιώκει να ασκήσει το Πεκίνο μέσω ενός νεφελώδους αφηγήματος και τις συμμαχίες που σφυρηλατεί η Ελλάδα με στόχο την ομπρέλα ασφαλείας έναντι των πολλαπλών προκλήσεων στον περίγυρό της.
Άλλη μια αναπόφευκτη σύγκριση επιβάλλεται στο πεδίο των επενδύσεων. Η μοναδική πραγματικά αξιόλογη κινεζική παρουσία, αυτή της COSCO στον Πειραιά, είναι αρκετά αμφιλεγόμενη και προκαλεί πολλές αντιδράσεις, ενώ οι αμερικανικές επενδύσεις σε άλλα λιμάνια και σε τομείς υψηλής τεχνολογίας έχουν άλλη δυναμική και ανοίγουν άλλους ορίζοντες στην ελληνική οικονομία.
Η Κίνα παραμένει εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μέσω της εισαγωγής εξοπλισμού για τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση.
Αλλά οι εισαγωγές αυτές, όπως και οι δύο κινεζικές επενδύσεις, συνιστούν εξάρτηση που καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις. Στην απευκταία περίπτωση μιας σφοδρής σινοαμερικανικής σύγκρουσης, είναι φανερό ότι το Πεκίνο δεν μπορεί να είναι σύμμαχος της Αθήνας στον πολιτικό στίβο, ούτε μπορεί η συνεργασία μαζί του να είναι μόνο οικονομική, χωρίς στρατηγικές προεκτάσεις.
Στη γεωπολιτική σκακιέρα που διαμορφώνεται το 2023 θα ήταν χρήσιμο οι ελληνοκινεζικές σχέσεις να τεθούν στις σωστές διαστάσεις τους, βάσει μιας νηφάλιας αξιολόγησης κόστους-ωφέλειας.
infognomonpolitics.gr liberal.gr