Η ήττα του Τραμπ στις ΗΠΑ ερμηνεύθηκε από πολλούς ως η αρχή του τέλους των λαϊκιστών σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι τον Τραμπ ψήφισαν 73 εκατομμύρια Αμερικανοί, έξι εκατομμύρια περισσότεροι από το 2016, η επιρροή του λαϊκισμού δεν φαίνεται να μειώνεται ούτε στην Ευρώπη ούτε στον υπόλοιπο κόσμο. Προϋπόθεση για να τελειώσουμε με τον λαϊκισμό είναι να εκλείψουν οι λόγοι της εμφάνισης και της ανόδου του, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, πρωτίστως να αντιμετωπιστούν οι αλληλένδετες κρίσεις που τον τροφοδοτούν – κρίση αντιπροσώπευσης, οικονομική κρίση, διεύρυνση των ανισοτήτων και κρίση πολιτικής αξιοπιστίας.
Η πανδημία δεν λειτούργησε ευθύγραμμα ως προς το λαϊκιστικό φαινόμενο. Από τη μία πλευρά, το απρόβλεπτο και δυσεξήγητο της πανδημίας τροφοδότησε τη συνωμοσιολογία. Ταυτόχρονα η πανδημία προκάλεσε νέες οικονομικές και κοινωνικές επισφάλειες, που διευρύνουν το ακροατήριο του λαϊκιστικού λόγου. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι λαϊκιστές ηγέτες που διαχειρίστηκαν την οικονομική κρίση σε πολλές περιπτώσεις προκάλεσαν εκατόμβες νεκρών και συνακόλουθα κοινωνική αποδοκιμασία. Εκτός από τον Τραμπ, του οποίου η εκλογική ήττα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αποτυχία του να τιθασεύσει την πανδημία, ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία, ο Τζόνσον στη Βρετανία και άλλοι επέλεξαν καταστροφικές πολιτικές.
Ο λαϊκισμός αναπτύσσεται σε έναν εσμό ψευδοειδήσεων, ψευδογεγονότων και παραπλανητικών εξηγήσεων για όσα συμβαίνουν. Εκφράζοντας τη διαρκή αντιπαράθεσή τους με τις εθνικές και υπερεθνικές ελίτ, οι λαϊκιστές συσκοτίζουν την ουσία των προβλημάτων και δαιμονοποιούν τους αντιπάλους τους. Το μανιχαϊστικό πρίσμα υπό το οποίο προσεγγίζονται τα κοινωνικά διακυβεύματα, η ρηχή ηθικοποίηση της πολιτικής και η υποτίμηση του δημοκρατικού κράτους δικαίου αποτελούν τις κύριες συντεταγμένες του λαϊκιστικού λόγου. Η αδιαμεσολάβητη σχέση που επιδιώκουν οι λαϊκιστές ανάμεσα στον ηγέτη και στον λαό δεν εδράζεται σε γνήσιες αμεσοδημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά στην επιδίωξή τους να αποδεσμευτούν από θεσμικά αντίβαρα και από τη λογοδοσία σε αντιπροσωπευτικά σώματα.
Η δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να επιδεικνύει διαρκώς την ετοιμότητά της να υπερασπιστεί τις αρχές και τους θεσμούς της. Η δημοκρατία δεν είναι εγγυημένη, όπως επισήμανε και η νέα Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Η προστασία της απαιτεί γνώση, συμμετοχή και μηχανισμούς άμυνας απέναντι στους εχθρούς της. Εχθροί της δεν είναι μόνο όσοι την επιβουλεύονται απροκάλυπτα ή εκτρέπονται σε εγκληματικές ενέργειες, αλλά και όσοι υπόσχονται στους πολίτες μαγικές λύσεις για σύνθετα προβλήματα. Οι λαϊκιστές, ακόμη και όταν δεν προκρίνουν αυταρχικές πολιτικές, αποτελούν έναν συγκεκαλυμμένο εχθρό των δημοκρατικών θεσμών.
Όσο οι πολίτες αισθάνονται αποξενωμένοι από τα κέντρα άσκησης της εξουσίας, τόσο οι λαϊκιστές θα βρίσκουν κατάλληλο έδαφος για τον μνησίκακο και διχαστικό τους λόγο. Η οργή και ο φόβος μπροστά στις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας δεν προκλήθηκαν εξαιτίας των λαϊκιστών, αλλά έλαβαν συγκεκριμένες μορφές δράσης μέσω των ψευδοερμηνειών για τα αίτιά τους.
Οι λαϊκιστές υποσκάπτουν την πολιτική αυτοσυνειδησία και επιτείνουν τη σύγχυση γύρω από τον «πόλεμο των ταυτοτήτων». Η διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς φαίνεται να αναπροσδιορίζεται από τη λαϊκιστική υπόσκαψη των αξιών της ανεκτικότητας, του ορθολογισμού, του κριτικού λόγου και της πολιτικής ευπρέπειας. Η απάντηση στους λαϊκιστές δεν μπορεί να είναι άλλη από περισσότερη δημοκρατία, άμβλυνση των ανισοτήτων και επανεκτίμηση του ρόλου των συναισθημάτων στην πολιτική από τους υπερασπιστές της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας.