Ακόμα και την εμπλοκή σε πόλεμο (τη θυσία της ζωής άγνωστου αριθμού πολιτών και την καταστροφή μικρού ή μεγάλου μέρους της κοινωνικής περιουσίας) την αποφασίζουν οι επαγγελματίες της εξουσίας, όχι η κοινωνία των πολιτών. Αποκλείεται θεσμικά να είναι η δημοκρατία αυτοδιαχειριζόμενη συλλογικότητα. Συνεχίζουμε να αποκαλούμε «δημοκρατία» την πρωθυπουργική θεσμική απολυταρχία (συνεχίζουμε το ξίδι να το λέμε γλυκάδι): λογαριάζουμε σαν «πρόοδο» και «εκσυγχρονισμό» την υποταγή της πολιτικής στη λογική (νόμους – αναγκαιότητες) των Αγορών.
Με αυτά τα δεδομένα δεν θα συνιστούσε υπερβολή η επίμονη, συνεχής υπενθύμιση: Ναι, στην Ελλάδα, το πολίτευμα είναι η πρωθυπουργική θεσμική απολυταρχία: Ο πρωθυπουργός επιλέγει και επιβάλλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας, τους επικεφαλής όσων οργανισμών κοινής ωφέλειας δεν έχουν ακόμα πουληθεί σε ιδιώτες. Το κράτος στην Ελλάδα, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, είναι ιδιοκτησία – φέουδο του εκάστοτε πρωθυπουργού. Και πρωθυπουργός μπορεί να εκλεγεί ο πιο επιπόλαιος και αδαής κνίτης ή ονεδίτης ή ο αποδεδειγμένα πιο πειθαρχημένος στις «υποδείξεις» κάποιων ξένων πρεσβειών – μπορεί να εξαγγείλει, μέσα από μια βάρκα στο Καστελλόριζο, τη χρεωκοπία του κράτους ή την κήρυξη πολέμου.
Φυσικά και αποκλείεται να υπάρξουν στη σημερινή Ελλάδα κυρώσεις για
οποιαδήποτε, έστω και την πιο ζημιογόνο, απόφαση πρωθυπουργού. Να
θυμηθούμε, πώς αμνηστεύτηκε αυτονόητα η «νύχτα των Υμίων». Με ποια
γλοιώδη «υπεραναπλήρωση» μειονεξίας χαρίστηκε το όνομα «Μακεδονία» στους
Σκοπιανούς. Πόσο επιδεικτικά ατιμώρητο (από τον λαό) έμεινε το έγκλημα
επιβολής του μονοτονικού. Για έναν ολιγοήμερο πόλεμο και την απώλεια
κάποιων ακόμα νησιών στο Αιγαίο, ποιος θα ζητήσει ευθύνες από ποιον;
Ποιος να ζητήσει ευθύνες για τον δραματικό εξευτελισμό του κράτους στη
Μόρια της Λέσβου – ποιος να τολμήσει το ερώτημα: είμαστε κράτος-μέλος
της Ε.Ε. ή μια υπηρεσία διευθέτησης των απορριμμάτων της;
Ζητούμενο
είναι, και ήταν πάντοτε, ένας θεσμός που θα μπορούσε να ελέγχει
ρεαλιστικά τη διολίσθηση του κοινωνικού λειτουργήματος στην ταύτιση με
το ιδιοτελές επάγγελμα. Ενας θεσμός να βρεθεί, που χωρίς να ασκεί
εξουσία (και χωρίς να μετέχει σε διαδικασίες διεκδίκησης της εξουσίας)
να κρίνει, να αξιολογεί και να ελέγχει τις κρίσιμες για την κοινωνία
αποφάσεις της εξουσίας.
Μάλλον μια τέτοια ανάγκη γέννησε κάποτε σε αρκετές κοινωνίες τον θεσμό της Γερουσίας. Ποιον πολιτικό ρόλο (ευθύνες και αρμοδιότητες) έχει η Γερουσία στη λογική της δημοκρατίας; Είναι σώμα γνωμοδοτικό, αλλά οι γνωμοδοτήσεις του έχουν ισχύ υπέρτερη των κυβερνητικών αποφάσεων. Επομένως και τα κριτήρια επιλογής των γερουσιαστών πρέπει να είναι σαφώς και για όλους υπέρτερα της «λαϊκής εντολής» που διαχειρίζονται οι βουλευτές.
Τον βουλευτή τον επιλέγουν οι πολίτες με την προσδοκία να κάνει πράξη το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος στο οποίο ο υποψήφιος ανήκει. Του δίνουν την ψήφο τους και σε συνάρτηση με την προσωπική του κατάρτιση, την ευφυΐα, το ήθος του, τη δημιουργικότητά του. Τα κριτήρια είναι άμεσα, ρεαλιστικά, υποκείμενα σε εμπειρική επαλήθευση ή διάψευση. Τι περισσότερο πρέπει (και μπορεί) να διαθέτει ο γερουσιαστής;
Η λογική του θεσμού της «Γερουσίας» διαφαίνεται στην «ακουστική εικόνα» που κομίζει η λέξη: Κάθε κοινωνία έχει ανάγκη από ηγέτες ευφυείς, επινοητικούς, συνετούς, οξυδερκείς, αλλά έχει ανάγκη και από τη διορατικότητα που γεννάει η πείρα, την ανθρωπογνωσία που οικοδομείται με την αύξηση της ηλικίας, την αρετή της διορατικότητας που προκύπτει ανεπαισθήτως από τη μακρά εμπειρία. Είναι κατάκτηση ελευθερίας ενός λαού να επενδύει την εμπιστοσύνη του σε ανθρώπους με νεανικό δυναμισμό, ενθουσιώδεις φιλοδοξίες, τολμηρά οράματα. Αλλά και κατάκτηση ωριμότητας η αξιοποίηση της σοφίας των έμπειρων, της αρετής των διακεκριμένων, της νηφαλιότητας των αυτοκυριαρχημένων συνετών.
Το γνώρισμα κοινωνιών, που τις αναγνωρίζουμε «προηγμένες», είναι συνήθως η έκδηλη ευθυκρισία του πληθυσμού – δείγμα όχι μόνο του επιπέδου καλλιέργειας, αλλά και του συλλογικού ήθους. Στο ελλαδικό κράτος, διακόσια χρόνια τώρα, η αξιοκρατία είναι μόνο ανέφικτο όραμα, σπανίως και αίτημα. Φταίει ο μεσογειακός μας χαρακτήρας; Είναι κατάλοιπο συλλογικής ανασφάλειας ύστερα από τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας; Επιβιώνει στους αιώνες το σύνδρομο της ενόχλησης για την κοινή αναγνώριση του ζώντος τότε «δίκαιου Αριστείδη»;
Πάντως, θεσμός Γερουσίας είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να υπάρξει, σε μια κοινωνία, όπου τα κριτήρια «αριστείας» είναι αυτονοήτως και αδιαμαρτυρήτως καταργημένα. Αυτή η διαπίστωση χρειάζεται τεκμηρίωση. Να γνωρίζει ο πολίτης ποιοι βραβεύονται από το ελλαδικό κράτος, ποιοι παρασημοφορούνται, ποιοι και πώς αποκλείονται. Πώς λειτουργεί η αξιολόγηση ως παρωδία σε πάμπολλες επιλογές πανεπιστημιακών καθηγητών, κοσμητόρων, πρυτάνεων, μελών της Ακαδημίας Αθηνών, επιτελικών θέσεων σε υπουργεία, στην εξωφρενικά χρυσαμειβόμενη Δικαιοσύνη και στα πλουτοφόρα «πόστα» πολιτισμού. Μοιάζει παλαβό να εξηγούμε τα πλεονεκτήματα της Γερουσίας με άθικτη την αναξιοκρατία.