Ποιος φοβάται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση;

Ποιοι άραγε φοβούνται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και θέλουν να την κάνουν έναν λάιτ αποχαιρετισμό με ανεμώνες λόγων, με ψαλμουδιές και κοιμισμένες αργοσερνάμενες εκδηλώσεις;
Μήπως είναι οι προσήλυτοι του θαυμαστού
νέου κόσμου, που σιτίζονται στο πεδίο βοσκής του σύγχρονου ρεύματος; (Βλέπετε τα ψόφια ψάρια πάνε με το ρεύμα).
Μήπως οι γκαουλάιτερ της ορθής και υποταγμένης σκέψης;
Μήπως η συνωμοσία της σιωπής;
Μήπως τα προοδευτικά άλλοθι του νέου μεσαίωνα;
Μήπως το καθεστώς δουλοπαροικίας που δεν κουράζεται να κάνει τις έννοιες λάστιχο, τη μνήμη ομίχλη και την ελπίδα ενοχή;

Όλοι αυτοί οι μυωπικοί πυροβολητές του καινούργιου και όλες εκείνες οι παραδρομές, οι συμμαχίες της ντροπής και της οξείδωσης, επενδύουν σε εορταστικές παρλάτες, σε αγορασμένες συνθηκολογήσεις, δηλαδή, στο κουρασμένο θέαμα που τελικά θα μουτζουρώσει σελίδες εφημερίδων και θα καλύψει άφθονο τηλεοπτικό χρόνο. Όλο αυτό το σκηνικό της μεγαλόπνοης και αλλοπρόσαλλης ρότας είναι η χαρά που ακούει στο όνομα showbiz και η εφορία της αντιληπτικής βλακείας.
Το κλίμα της εορταστικής επετείου έχει σκηνοθετηθεί επιμελώς θα περιέχει το απόρθητο μετερίζι του επιστημονικού φράκου, το ακαδημαϊκό περιτραχήλιο, τους «πολυθρωνάτους δεκάρικους», άντε και καμιά παράφωνη τρομπέτα να ψάλει άριες, κοντολογίς όλα τα χάρτινα όπλα της δημοσιότητας και όχι της επικοινωνίας. Εύθυμες κλωστές γύρω από τη στενή σανίδα της καθημερινότητας.
Ή για να το πούμε αλλιώς όλο το μεγαλείο της ασέβειας, της κενολογίας, και της ανοησίας, που με συστηματικότητα και σχέδιο έχει εκπονηθεί. Η θανάσιμη πλήξη σε εγρήγορση.
Παγιδευμένοι στο γιγάντιο παιχνίδι του σόου θα αποκαθηλώσουν πρόσωπα και γεγονότα. Ήδη ξεκίνησαν οι παραμονάριοι της επιτροπής για το 21 να ρίχνουν πέτρες και να αφοδεύουν σε μνήμες και αγωνιστές. Παραχαράκτες του παρελθόντος φενακίζουν, μολύνουν, αερολογούν και δογματίζουν. Αυτός είναι εξάλλου και ο ρόλος που τους έχει ανατεθεί από τα κάστρα της Ελλαδικής γραικίας. Να αποδείξουν εκείνο που λέει ο Πίντερ «δεν συνέβη ποτέ ακόμη και όταν συνέβαινε».
Και μη βιαστούν κάποιοι και πουν θα θέλατε άραγε τα πολεμοχαρή θούρια; Τους νοσταλγούς της χρονικότητας; Τις θρηνητικές μεγαλοψαλμωδίες; Όχι γιατί όλα τα παραπάνω και των δύο τάσεων αποτελούν το ξέφτισμα των συμβόλων και κινούνται μεταξύ ολέθριου αρχοντοχωριατισμού και φυσήματος ηρωικής γραφικότητας. Ο παγκοσμιοποιημένος αρχοντοχωριατισμός μας λέει – με υψωμένο τον δείκτη του χεριού – να ξαναγράψουμε την ιστορία μας με νέους φθόγγους και νέο μελάνι, να αμφισβητήσουμε τα πάντα, να ακυρώσουμε το ίχνος των καταγεγραμμένων αναμνήσεων, το νεύμα της καταγωγής μας, να αποϊεροποιήσουμε σύμβολα και σήματα και να χυθούμε στον μιμητισμό και στον μανιερισμό του σαρκασμού των καιρών.
Εξάλλου μας το λένε σε καθημερινή βάση ότι ο κόσμος όλος χωράει σε μια γεύση. Σε αντιδιαστολή του αόριστου τίποτα που εκφράζει ο αρχοντοχωριατισμός αντιτάσσεται το φύσημα της ηρωικής γραφικότητας που μας ταξιδεύει στα σύννεφα με φλογερή πίστη να μη δεχόμαστε την όποια ήττα. Είναι οι συντηρητικοί καθαρολόγοι με τα υπερηχητικά φωνήεντα και τις άστοχες καταλήξεις. Κάνουν ευχές στις περπατησιές της ιστορίας, ψάχνουν να βρουν που χορεύουν οι ίσκιοι του παρελθόντος και θέλουν να εκτελωνίσουν τα καλά από τα κακά του ιστορικού χρόνου.
Όμως το μαχαίρι και το καρπούζι το έχουν σήμερα οι παγκοσμιοποιημένοι αρχοντοχωριάτες. Είναι εκείνοι που ως πιστοί μισθοφόροι στους «κεκανονισμένους» ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης και ως απολέμιστοι πολεμιστές, βγάζουν τα φιρμάνια της μοίρας του τόπου, τους εκπαιδευτικούς πειθαναγκασμούς, και τις κοινωνικό οικονομικές διαβαθμίσεις. Η όλη δράση τους αποτελεί μια παθολογία του πραγματικού, όλοι οι ορίζοντες που βάζουν σε βάθος χρόνου είναι μια ηλεκτροπληξία στην εσωτερική κίνηση της σημασίας, μια τεχνική ευωχία μιας παραίσθησης στο στοίχημα του τέλματος της συμβατικής διαβίωσης.
Τι θα μπορούσαν να υποψιαστούν από το πάθος της άρνησης των Ελλήνων του ΄21, που ήταν πάθος της πονεμένης λευτεριάς οι μηδαμηνολόγοι παγκοσμιοποιητές; Τίποτα. Kαι αυτό γιατί το ψυχικό περίσσευμα είναι ανύπαρκτο, η βαρύτητα των παραδοσιακών πίστεων σε αποδρομή, τα αρχέτυπα σε εξαφάνιση.
Επειδή η ιστορία δεν κοιλοπονάει πια δεν σημαίνει ότι δεν γέννησε κάποτε ανθρώπους με αυθεντική θέαση του τόπου, των συμβόλων, της ανεξαρτησίας του. Επειδή ζούμε τη νύχτα της ιστορίας και την παταγώδη σιωπή της, δεν σημαίνει πως και οι Έλληνες του ΄21 δεν την έζησαν. Το μάταιο και το εσαεί απωλεσμένο της εθνικής κυριαρχίας ήταν σε πρώτη γραμμή στους φιλάρεσκους εξουσιόφρονες της εποχής αλλά εκείνοι ονειρεύτηκαν τη στιγμή της απελευθέρωσης και βροντοφώναξαν «Ελευθερία ή Θάνατος». Θέλησαν να δουν μέσα από το καμίνι του αγώνα την μέρα που θα σήκωναν το κεφάλι ψηλά.
Και επειδή όσο περνάει ο καιρός – το βλέπουμε και εμείς σήμερα – τόσο οι αράχνες δένουν όλο και νέες αράχνες, δεν σημαίνει πως και τότε εκείνοι δεν το έβλεπαν (υπήρχε και τότε η Ιερά Συμμαχία, δηλαδή η Νέα Τάξη Πραγμάτων της εποχής), αλλά ήξεραν πώς να μην κάνουν την αθωότητα αφέλεια ντύνοντας την με τόλμη, και ταξιδεύοντάς την με νου και όραμα. Όπως ήξεραν πως δεν υπάρχει ενοχική ρίζα στη λατρείας της πατρίδας ενώ σήμερα η λατρεία της πατρίδας θεωρείται μια νεύρωση ιδεοψυχαναγκαστικής απαίτησης ενός κέντρου της ζωής (γιατί η σύγχρονη εποχή θέλει το άκεντρο), και επιπλέον θεωρείται ένα πένθος στο βάθος της όρασης, που δεν εξοικειώθηκε με το καινούργιο.
Να γιατί το ΄21 ο λεπτοδείχτης σταμάτησε στο σημείο ελευθερία, να γιατί η ελευθερία ήταν όπιο ερεθιστικό. Γιατί την ελευθερία δεν την μαθαίνεις διαβάζοντας Μάρξ, Μπακούνιν, αλλά την μαθαίνεις μέσα στα δρομολόγια της σκλαβιάς, μέσα στην δοσοληψία του τρόμου (Γιατί τα ‘σκιαζε η φοβέρα. Και τα πλάκωνε η σκλαβιά).
Και αν βρεθούν κάποιοι και πουν πως μια συγκεκαλυμμένη τάξη κοτζαμπάσηδων επέβαλε διπλή κατοχή, θα πεις ναι έτσι είναι. Ποιος δεν θυμάται τον Σισίνη στην Γαστούνη, τον Ράμφο που παζάρευε να γίνει και εκείνος κοτζαμπάσης, τον Γιάννη τον Βρικόλακα, που συνθηκολόγησε, τον Μαυροκορδάτο και τον Ιγνάτιο, τον Καρατζά και τον Κοραή, και άλλους πολλούς που μπορεί κάποιες φορές να τους φτύνεις από σιχασιά, αλλά θυμάσαι και όλους εκείνους που σε κάποιες στιγμές τους φτύνεις από «βάσκαμα», όπως τους Υψηλάντηδες, τον Κανάρη (όχι μόνο για την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας αλλά και για την επιδρομή στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για να βυθίσει τον στόλο του Ιμπραήμ, και για άλλα πολλά) τον Κριεζώτη επίσης για πολλά, αλλά και για την εκστρατεία του στον Λίβανο, τις γυναίκες της μεσσηνιακής Μάνης στη μάχη της Βέργας, κλπ.
Είναι εξάλλου πολλά που μπορείς να γράψεις για τις ελληνικές ψυχές γιατί γνώριζαν με ένα απίστευτο ένστικτο ότι το θεμέλιο της ύπαρξης βρίσκεται στο οριακό βίωμα της λευτεριάς, έτσι πάντρευαν το αριστοκρατικό με το επαναστατικό.
Να γιατί δεν παραμένεις στα φτηνά και φτυσμένα της Επανάστασης όπως τα καπάκια, εκείνες τις μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμενης με τους Τούρκους. Αλλά αυτά αποτελούσαν διασταυρωμένα δρομολόγια σε κάθε επανάσταση. Και ο Ταλλιέν και ο Μπιλλύ-Βαρέ και ο Μπαρέρ στη Γαλλία με καπάκια λειτούργησαν σε βάρος του Ροβεσπιέρου. Και μην κάνουν το λάθος κάποιοι που ψάχνουν να βρουν στις εφαπτόμενες αναζητώντας ομοιότητες μεταξύ Γαλλικής και Ελληνικής Επανάστασης, γιατί ανυποψίαστα μηδενικά μου, είναι άλλο να έχεις αντίπαλο τον Σεφέρ και άλλο να έχεις αντίπαλο τον Ιμπραήμ.
Να γιατί η αιωνιότητα κοίταξε τους Έλληνες του ΄21 απορημένα και υποκλίθηκε στην άπιαστη τους μέθη για λευτεριά. Όμως η αγυρτεία και η άγνοια έστησαν χορό στη χώρα μας, γιατί τα συμβόλαια και τα συγχωροχάρτια κρατούν πρόσωπα και πολιτικές και έτσι η κάθε μπαλαφάρα για το ΄21 διαδίδεται ατιμωρητί.
Κάποιοι λοιπόν θα γιορτάσουν τον αποχαιρετισμό γιατί επενδύουν σε αυτό που λέει ο Μπατάιγ «η καταστροφή φροντίζει για όλα» και επιπλέον γιατί θεωρούν ότι μνήμη και νοσταλγία είναι απαγορευμένες. Και κάποιοι άλλοι θα γιορτάσουν τον αγώνα της ύπαρξης που φωτίστηκε από την ελευθερία της.
Απόστολος Αποστόλου
Δρ. Φιλοσοφίας

olympia.gr