Σταύρος Λυγερός: Ξεχάστε την ευρωπαϊκή Γερμανία, προσγειωθείτε στη γερμανική Ευρώπη!

Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα οικοδομήθηκε στη βάση της ισοτιμίας κάθε κράτους-μέλους, ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος. Αυτή η αρχή ήταν, άλλωστε, που το κατέστησε ελκυστικό. Ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργούσε σαν ατμομηχανή, αλλά οι σύνοδοι κορυφής ήταν πάντα πεδία σκληρής εποικοδομητικής διαπραγμάτευσης.
Προφανώς, ποτέ η Γερμανία δεν μετρούσε το ίδιο με τη Μάλτα, αλλά υπήρχε χώρος για τα συμφέροντα ακόμα και
του πιο μικρού εταίρου. Κι αυτό ήταν που στο πολιτικό επίπεδο ενίσχυε τον συνεκτικό δεσμό και την ελκτική δύναμη. Η εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, μάλιστα, θεσμοθετήθηκε για να συμβολίσει ακριβώς τη θεμελιακή αρχή της ισοτιμίας, η οποία σήμερα έχει καταντήσει κέλυφος, όπως κέλυφος έχει αποδειχθεί η περιβόητη σύγκλιση των οικονομικών.
Η σημερινή Ευρώπη είναι πολύ διαφορετική από αυτό που ήταν πριν το 2008. Σήμερα η Ευρώπη έχει αποκτήσει "αφεντικό" και οι χώρες-μέλη έχουν ιεραρχηθεί με ορισμένες απ' αυτές, όπως η Ελλάδα να έχουν μετατραπεί σε άτυπες μεταμοντέρνες αποικίες του ευρωιερατείου. Καταλύτης για να εκδηλωθούν οι υφέρπουσες ηγεμονιστικές τάσεις του Βερολίνου και για να μεταλλαχθεί η ΕΕ ήταν η τότε οικονομική κρίση. Αντί για ευρωπαϊκή Γερμανία που ήθελαν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, αλλά και η προηγούμενη γενιά Γερμανών πολιτικών που βίωσε τον απόηχο του ναζισμού, έχουμε εδώ και χρόνια διολισθήσει στη γερμανική Ευρώπη.
Αυτό δεν θα είχε καταστεί δυνατόν εάν η πολιτική του Βερολίνου για επιβολή της μονοδιάστατης λιτότητας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια δεν συνέπλεε –μέχρι την εκδήλωση της πανδημίας– με τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας του χρήματος. Εάν για τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου η πολιτική του ευρωιερατείου, στους κόλπους του οποίου ο γερμανικός παράγοντας κατέχει δεσπόζουσα θέση, προκαλεί σκληρή δοκιμασία, στην Ελλάδα των Μνημονίων και των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων προκάλεσε και προκαλεί καταστροφή.
Οικονομικός εθνικισμός και γερμανική Ευρώπη

Η νέα γενιά Γερμανών πολιτικών έχει υιοθετήσει ως άξονα πολιτικής τον οικονομικό εθνικισμό. Κατά μία έννοια, η Μέρκελ λειτούργησε σαν γέφυρα για τη μετάβαση από την ευρωπαϊκή Γερμανία στη γερμανική Ευρώπη, αν και το έδαφος το είχαν στρώσει οι κυβερνήσεις Κολ και Σρέντερ. Στο επίπεδο της ρητορικής, πάντως, η καγκελάριος είναι ευρωπαΐστρια, αλλά στην πράξη είναι μία πιο μετριοπαθής και πιο ευέλικτη εκδοχή του Σόιμπλε, εμβληματικού εκπροσώπου του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού.
Μπορεί η "κοινοτική αλληλεγγύη" να είναι ένας αγαπημένος όρος στην ΕΕ, αλλά στην πράξη επανειλημμένως έχει αποδειχθεί "άδειο πουκάμισο". Το διαπιστώσαμε στην ελληνική κρίση το 2010 και στη συνέχεια στην κρίση του ευρώ. Για όποιον είχε ακόμα αμφιβολίες, παπαγαλίζοντας τα περί "ηθικού κινδύνου", τα προσχήματα έπεσαν αυτές τις ημέρες με το ζήτημα του κορονοομολόγου. Με άλλα λόγια, οι πράξεις καθιστούν την καγκελάριο –ως εκπρόσωπο των γερμανικών αρχουσών ελίτ– υπονομευτή του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, έστω κι αν αυτοπροβάλλεται σαν το αντίθετο.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, μεγάλοι νικητές ήταν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, αλλά και η ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία. Το μήνυμα, μάλιστα, ελήφθη από τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι μετατοπίστηκαν για να προσαρμοσθούν και να σταματήσουν την εκλογική διαρροή. Μπορεί τα δύο αυτά μεσαία κόμματα να έχουν πολύ διαφορετική προέλευση και διαφορετική ρητορική, αλλά έχουν κοινό παρονομαστή τον οικονομικό εθνικισμό κι όχι μόνο.
Χωρίς "ναι μεν αλλά"

Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες αποκλείουν την καθ’ οιοδήποτε τρόπο μεταφορά πόρων από τη Γερμανία στην Ευρωζώνη, όπως, άλλωστε, το αποκλείει ατύπως σχεδόν συνολικά το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Εξ ου και η κατηγορηματική άρνηση στην έκδοση κορονοομολόγου. Απλώς, το υποτίθεται κεντρώο αυτό κόμμα πήγε πιο μακριά προς αυτή την κατεύθυνση και ανταμείφθηκε εκλογικά γι’ αυτό.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες δηλώνουν ευρωπαϊστές, όπως και ο Σόιμπλε, αλλά δεν κρύβουν πως θέλουν μία Ευρώπη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των γερμανικών συμφερόντων. Υποστηρίζουν φωναχτά και χωρίς “ναι μεν αλλά” αυτά που προωθούν με προσχήματα και τακτικισμούς οι Χριστιανοδημοκράτες. Η Μέρκελ είναι με το ένα πόδι σ’ αυτή τη γραμμή, αλλά με το άλλο προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες για να περνάει την πολιτική της στην ΕΕ.
Και η καγκελάριος θέλει μία Ευρώπη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των γερμανικών συμφερόντων, αλλά φροντίζει να αμβλύνει τις ενδοευρωπαϊκές αντιδράσεις. Αυτό έπραξε και τώρα, βάζοντας την Ολλανδία να παίξει τον ρόλο του "κακού μπάτσου" για να παίξει η Γερμανία τον ρόλο αυτού που αναζητάει συμβιβασμό, αλλά συμβιβασμό στα δικά της μέτρα, όπως και έγινε.
Η ιδεολογική μετάλλαξη της γερμανικής κοινωνίας
Η εκλογική επιτυχία των Ελευθέρων Δημοκρατών και της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, όπως επίσης η σκληρή στάση του Βερολίνου στο ζήτημα του κορονοομολόγου, αντανακλούν την ιδεολογική μετάλλαξη που συντελείται στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας κι όχι κάποιο επιδερμικό πολιτικό ρεύμα ή μία συγκυριακή σκλήρυνση. Όταν ο κόμπος φθάνει στο χτένι, ακόμα και στις τόσο ειδικές συνθήκες της πανδημίας, το ευρωπαϊκό προσωπείο του Βερολίνου πέφτει, για όσους τουλάχιστον θέλουν να δουν.
Η Γερμανία συμβάλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό με περίπου 20 δισ. ευρώ ετησίως (αντιστοίχως η Γαλλία συμβάλει με περίπου οκτώ δισ.). Από την άλλη πλευρά, όμως, αποκομίζει πολλαπλάσια οφέλη και εμπορικά και χρηματοπιστωτικά. Η Γερμανία τοποθετεί εντός της ΕΕ το 25% του ΑΕΠ της (η Γαλλία μόλις το 12,8%) και αντλεί από την ΕΕ το 50% του εξωτερικού εμπορικού πλεονάσματός της.
Επίσης, λόγω της ανασφάλειας, υπάρχει μεγάλη ροή κεφαλαίων στη Γερμανία, γεγονός που έχει καταστήσει αρνητικά τα επιτόκια, δηλαδή το κόστος του χρήματος που δανείζεται το γερμανικό δημόσιο και όχι μόνο. Με άλλα λόγια, έχει αποδειχθεί κατά τρόπο αναμφισβήτητο ποιος είναι ο μεγάλος κερδισμένος και ποιοι οι περισσότερο ή λιγότεροι χαμένοι από την υιοθέτηση του ευρώ.
Γι’ αυτό η Μέρκελ αποφεύγει να τραβήξει το σκοινί μέχρι να σπάσει, προωθώντας ευνοϊκούς για τη Γερμανία συμβιβασμούς. Αυτό συνέβη και τώρα με το πακέτο για την πανδημία. Το Βερολίνο τα καταφέρνει, επειδή γνωρίζει αφενός πως οι κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου φοβούνται περισσότερο από το ίδιο μήπως σπάσει το σκοινί, αφετέρου πως ο παράγοντας-κλειδί Γαλλία, όταν απειλείται ρήξη, αναζητάει συμβιβασμό, με αποτέλεσμα να σπάει το όχι και τόσο αρραγές μέτωπο των Νοτίων.
Αντιγερμανικός άνεμος

Η πραγματικότητα είναι ότι η μεταπολεμική Γερμανία αποτελεί πλέον παρελθόν. Η ενοποίηση ήταν η αφετηρία για τη μετάβαση από την Γερμανία, που ντρεπόταν για τα ναζιστικά εγκλήματα και έθετε όρια στον εαυτό της, στον σημερινό κλιμακούμενο εθνικισμό και ηγεμονισμό. Η μετάβαση αυτή έγινε σταδιακά και διακριτικά για να μην αναζωπυρώσει μνήμες και προκαλέσει αντιδράσεις.
Επί των κυβερνήσεων Μέρκελ η Γερμανία εκδηλώνει πλέον τον ηγεμονισμό της, αλλά –όπως προανέφερα– κατά τρόπο που να τηρεί στοιχειωδώς τα προσχήματα. Έχουμε, όμως, φύγει πλέον από την περίοδο της ευρωπαϊκής Γερμανίας και έχουμε για τα καλά εισέλθει στην περίοδο της γερμανικής Ευρώπης. Το γεγονός ότι αυτή η διολίσθηση επηρεάζει ευθέως την επιβίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχει καταστεί σαφές από τη μία μέχρι την άλλη άκρη της Γηραιάς Ηπείρου.
Η κρίση του ευρώ τα προηγούμενα χρόνια προκάλεσε έναν αντιγερμανικό άνεμο στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά η πανδημία απογύμνωσε το Βερολίνο και τους ακολούθους του από δικαιολογίες, με αποτέλεσμα αυτός ο άνεμος να μετατρέπεται σε πολιτική οργή, η οποία κάποια στιγμή θα εκδηλωθεί και μάλιστα βίαια. Το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην Ιταλία και στην Ισπανία, όπου οι βαριά πληττόμενοι από την πανδημία πολίτες αναρωτιούνται εάν έχει λόγο ύπαρξης η ΕΕ.
Το ρήγμα αυτό έχει βαθύνει πολύ και εκ των πραγμάτων συνδυάζεται με το γεγονός ότι στην ανατολική Ευρώπη πνέει άνεμος εναντίον των Βρυξελλών, που ωθεί σε εθνική περιχαράκωση. Αλλά ακόμα και στην ίδια τη Γαλλία γίνονται δεύτερες σκέψεις για την προσκόλληση στο άρμα του Βερολίνου. Αναλόγως με το τι κάθε φορά τους συμφέρει, οι Γερμανοί άλλοτε κρύβονται πίσω από την ΕΕ και άλλοτε δρουν μονομερώς, ή με επιλεκτικές συμμαχίες.

Πηγή: