Η πολιτική ως κοινωνική άθληση...


Αποτέλεσμα εικόνας για πολιτικηΤο θεμελιώδες ψεύδος της παραδοσιακής πολιτικής.
Ποιό είναι το θεμελιώδες ψεύδος και ποιά η κεντρική λογική αντίφαση της παραδοσιακής πολιτικής; Είναι ο ισχυρισμός ότι οι πολίτες δεν είναι υπεύθυνοι για το περιεχόμενο της ζωής τους ούτε και για την ποιότητα και το είδος των κοινωνικών σχέσεων εντός των οποίων υπάρχουν και διαβιούν. H παραδοσιακή πολιτική ρητορική ισχυρίζεται, υπαινικτικά ή
ευθέως, ότι οι πολίτες διαβιούν σε συνθήκες κατώτερες εκείνων που δικαιούνται, όχι με δική τους ευθύνη λόγω των ουσιωδών, πάγιων και καθημερινών τους επιλογών, αλλά με ευθύνη κάποιων άλλων: είτε των πολιτικών αντιπάλων του εκάστοτε πολιτευόμενου δημοκόπου, είτε λόγω κάποιου αντικειμενικού και απρόσωπου συστήματος κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.
Η αποδοχή αυτού του ισχυρισμού από την πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος είναι η θεμελιώδης αιτία της πολιτικής ετερονομίας και των παρεπομένων της, δηλαδή της συλλογικής δυσπραγίας και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης, όπου και όταν αυτές συναντώνται-όπως συμβαίνει σήμερα στην χώρα μας.
Ποιά είναι η απελευθερωτική μορφή της πολιτικής πράξης; Με δεδομένο ότι η αυτονόμηση του πολίτη, και η κοινωνική αξίωσή του δεν είναι δυνατές παρά μόνο μέσα από την συνειδητοποίηση πως το βεληνεκές της πολιτικής πρακτικής ταυτίζεται με το βεληνεκές της κοινωνικής συνείδησης, απελευθερωτική πολιτική πράξη είναι εκείνη η οποία καθιστά τον πολίτη αυτουργό και ταυτοχρόνως υπόλογο για την ίδια την κοινωνική του υπόσταση. Καμμία πολιτική και κυβερνητική εξουσία δεν μπορεί να ”ευεργετήσει” την κοινωνία πέραν των δυνατοτήτων των μελών της να “ευεργετηθούν”. Δεν υπάρχει στην πολιτική “ευγενές ψεύδος” μέσω του οποίου ένας καλοπροαίρετος Μωϋσής να είναι δυνατόν να παρασύρει τον λαό του στην Γη της Επαγγελίας, έστω και αν ο λαός δεν το θέλει, ή έστω και αν δεν έχει τις αντικειμενικές δυνατότητες να βαδίσει έως εκεί.
Αντί του “ευγενούς ψεύδους”, με την υπαινικτική επίκληση του οποίου στην Ελλάδα έχει πολιτευθεί έως σήμερα το σύνολο του πολιτικού κόσμου, στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ένα αναπόφευκτο δίπολο: από την μία είναι η κοινωνική ετερονομία και από την άλλη το αντίθετό της δηλαδή η συμμετοχή και η ενσυνείδητη ευθύνη των πολιτών. Η αναζήτηση του ηγέτη εκείνου, ατομικού ή συλλογικού, ο οποίος μετερχόμενος την τεχνική του “ευγενούς ψεύδους” θα παρασύρει την κοινωνία προς την ευημερία, είναι στην πραγματικότητα αιτία βαθειάς κοινωνικής ετερονομίας και αποτελμάτωσης-φαινόμενο το οποίο έχει κατ’ επανάληψιν παρατηρηθεί στην χώρα μας.
Πως προκύπτει αυτό το “ευγενές ψεύδος” και από που έλκει την αξιοπιστία του; Προκύπτει από την ίδια την φύση της Δημοκρατίας, του πλέον επικίνδυνου και επισφαλούς πολιτεύματος. Ποιό είναι το έπαθλο της Δημοκρατίας; Να δημιουργεί και να διανέμει δικαιώματα και ευημερία στους πολίτες. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί μονομερώς. Προαπαιτεί την ταυτόχρονη, ανάληψη ισοδύναμων υποχρεώσεων και την παροχή ισοδύναμης δημιουργικής εργασίας και συλλογικής συμμετοχικής πράξης από τους ίδιους τους πολίτες.
Η αδυναμία των πολιτών και των συλλογικών μορφών οργάνωσής τους να ανταποκριθούν σε αυτήν την πρόκληση είναι ο λόγος για τον οποίον οι απόπειρες ιστορικής αυτονόμησης των κοινωνιών εκφυλλίζονται και εκπίπτουν στην κοινωνική ετερονομία-και το “ευγενές ψεύδος” των πολιτικών μετατρέπεται στο πλατωνικό “γενναίο ψεύδος” που υποτείνει τις κοινωνικές σχέσεις εξάρτησης και υποταγής.
Αυτή την πλευρά της πραγματικότητας, δηλαδή το γεγονός ότι η Δημοκρατία όντας το κάλλιστο, είναι ταυτοχρόνως και το πλέον ολισθηρό πολιτικό σύστημα εφ’ όσον εναποθέτοντας την μοίρα των ανθρώπων στους ίδιους, στις πράξεις τους και στις επιλογές τους, -πράγμα που απαιτεί αρετή- τους καθιστά την ίδια στιγμή έρμαια των επιλογών τους, είναι μία πραγματικότητα την οποία συσκοτίζει και αποκρύβει η κατεστημένη πολιτική πράξη που υλοποιεί την πολιτική ως αλλοτρίωση και όχι ως χειραφέτηση.
Πέρα από την δεξιά και την αριστερά
Ποιά  είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής διαμάχης στην Ελλάδα στις ημέρες μας και σε ποιό βαθμό ο χωροταξικός προσδιορισμός της πολιτικής (δεξιά-αριστερά, κεντροδεξιά-κεντροαριστερά) αντανακλά κάτι ουσιώδες και πραγματικό; Σε κανέναν βαθμό και καθόλου. Δυστυχώς, όπως η πεζή σημερινή πραγματικότητα μαρτυρά, είναι απλά η συνέχεια ενός μακροχρόνιου αγώνα φατριών για τον έλεγχο και την αξιοποίηση του πελατειακού κράτους, ενός αγώνα ο οποίος κινδυνεύει να οδηγήσει, σε ορατό χρονικό ορίζοντα, την χώρα σε ερήμωση και τον λαό της στον εξανδραποδισμό.
Ο διαχωρισμός σε “αριστερά” και “δεξιά”, στην μετανεωτερική κοινωνία της δεύτερης παγκοσμιοποίησης στην οποία ζούμε, και από την οποία δεν μπορούμε να αποδράσουμε, είναι -διεθνώς και όχι μόνο στην Ελλάδα- ένας διαχωρισμός άνευ περιεχομένου, και γι’ αυτό παραπλανητικός και επιζήμιος για τις κοινωνίες και τους πολίτες.
Στηρίζεται σε και τροφοδοτείται από αξιωματικές αρχές και απόψεις οι οποίες δεν αντιστοιχούν στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, πλην όμως χρησιμοποιούνται από εξουσιαστικές πολιτικές ομάδες για τον ιδεολογικό έλεγχο των πολιτών με σκοπό την επίτευξη των ιδιοτελών στόχων τους. Πρόκειται για έναν διαχωρισμό ο οποίος στηρίζεται σε γενικές αποφάνσεις οι οποίες δεν έχουν αντιστοίχιση στην κοινωνική πραγματικότητα.
Η δεξιά εκπορεύεται από την υποτιθέμενη πεποίθηση πως “η αγορά” είναι ο πλέον κατάλληλος μηχανισμός αποτελεσματικής κατανομής των πόρων και κατοχύρωσης της ελευθερίας των πολιτών. Πρόκειται για μία αφελή και παραπλανητική, στην γενικότητά της, πεποίθηση η οποία παραλείπει να εξηγήσει ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών “αγορές” και εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από την βέλτιστη κατανομή των πόρων προς όφελος των εμπλεκομένων σε αυτήν, είναι μία συγκεκριμένη “αγορά” που έχει πλαισιωθεί, οριοθετηθεί και προστατευτεί από ένα ισχυρό Κράτος Δικαίου. Η συνεχιζόμενη τρέχουσα παγκόσμια οικονομική ανισορροπία είναι μία κραυγαλέα απόδειξη ότι οι δοξασίες που υποτείνουν την ιδεολογία της δεξιάς είναι αθεμελίωτες και εξ ολοκλήρου λανθασμένες.
Η αριστερά προτάσσει την αρχή ότι οι αγορές είναι ένας εγγενώς αποτυχημένος θεσμός και όσον αφορά την αποτελεσματική, και όσον αφορά την δίκαιη κατανομή του δημιουργούμενου πλούτου. Βεβαίως η κριτική στην αριστερή ιδεολογία δυσχεραίνεται τόσο από το εύρος των απόψεων όσο και από τον χαμαιλεόντιο χαρακτήρα της, δεδομένου ότι αυτός εκτείνεται, και προσαρμόζεται ανά περίπτωση, από το ένα άκρο όπου ως στόχος προβάλλεται η αταξική κοινωνία, έως το άλλο, όπου στόχος εμφανίζεται να είναι απλά η μεταρρύθμιση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος επί τω δικαιώτερω.
Και όσον μεν αφορά την ριζοσπαστική εκδοχή της αριστεράς, πρόκειται για ένα πείραμα του οποίου τα αποτελέσματα έχουν πλήρως, και από πάσης απόψεως, διαπιστωθεί και επιβεβαιωθεί: ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, με στόχο την κατάργηση των τάξεων, απολήγει πάντοτε στον ολοκληρωτισμό, στην στέρηση των πολιτικών ελευθεριών και -το κυριότερο- στην όξυνση της κοινωνικής ένδειας και των κοινωνικών ανισοτήτων.
Στις λιγότερο ριζοσπαστικές της εκδοχές η αριστερά ή είναι ένας μηχανισμός που επιζητώντας να ρυθμίσει υπέρ το δέον την κεφαλαιοκρατική οικονομία δημιουργεί κοινωνικές ακαμψίες και οικονομικές αναποτελεσματικότητες, οι οποίες στην ουσία επιφέρουν νέων ειδών ανισότητες στα πλαίσια της κοινωνίας, ή είναι ένας μηχανισμός που επιζητεί να μεταρρυθμίσει με πραγματισμό την κεφαλαιοκρατική οικονομία, πράγμα στο οποίο συναντάται με μετριοπαθείς πολιτικές ομάδες άλλων χώρων, οπότε στην περίπτωση αυτή ο χαρακτηρισμός της αριστεράς στερείται περιεχομένου.
Η ιστορία δεν επικυρώνει πλήρως τα στερεότυπα για την αριστερά και την δεξιά. Το κοινωνικό κράτος πρωτοεμφανίσθηκε στην Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα, υπό ένα σκληρό συντηρητικό καθεστώς της δεξιάς. Ουσιώδεις ελευθερίες στην Ευρώπη, και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προωθήθηκαν στην Γαλλία, το 1936, από την αριστερή κυβέρνηση του “Λαϊκού Μετώπου”. Οι “θεμελιώδεις αλήθειες” και της αριστεράς και της δεξιάς εμφανίζονται ως πειστικές μόνο σε ένα ακραίο επίπεδο αφαίρεσης και γενίκευσης. Οιαδήποτε, όμως, σύγκρισή τους με την πραγματικότητα τις αποκαλύπτει ως λανθασμένες και καταχρηστικές.
Αντιθέτως, στα επιμέρους θέματα και προβλήματα των κοινωνιών, πολλές απόψεις της αριστεράς ή της δεξιάς, κατά περίπτωση, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σωστές. Αυτές, όμως, λειτουργούν συνήθως, και χρησιμοποιούνται ενσυνείδητα έτσι, ως μέσα προσηλυτισμού οπαδών για τις ευρύτερες στοχεύσεις των παρατάξεων, δηλαδή στοχεύσεων που ουσιαστικά αντιστρατεύονται την αρχή την οποία, στο μικροκοινωνικό επίπεδο, υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Και η αριστερά και η δεξιά αποτυγχάνουν να απαντήσουν στα ουσιώδη ανθρώπινα ζητήματα της ισότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της συλλογικής υποχρέωσης. Η δεξιά αποδέχεται την κοινωνική ανισότητα, ακόμη και αν ρητορικά την απορρίπτει, διότι αν δεν την αποδεχόταν δεν θα ήταν συνεπής στην προγραμματική της διακήρυξη για την αποτελεσματικότητα των αγορών. Η αριστερά την αντιστρατεύεται, θυσιάζοντας όμως, ή υποβαθμίζοντας, στην επιδίωξη της κατάργησής της ένα υπέρτερο αγαθό, εκείνο της ατομικής (και συλλογικής επίσης) ελευθερίας. Όσο όμως, το πρόβλημα της ανισότητας τίθεται ως ανταγωνιστικό του προβλήματος της ελευθερίας -πράγμα που συμβαίνει εξ αντικειμένου στην πολιτική και ιδεολογική διαμάχη δεξιάς και αριστεράς- το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μεταλλασσόμενες μορφές κοινωνικής ετερονομίας.
Η πραγματική επιλογή και η αποστολή της νέας πολιτικής
Εάν, όμως, εν τέλει, η απάντηση δεν περιέχεται στο δίλλημα “δεξιά ή αριστερά”, ποιά είναι η νέα πολιτική προοπτική ανάπτυξης και βελτίωσης των κοινωνικών σχέσεων; Και διεθνώς, όπως και στην Ελλάδα, ο ουσιώδης ανταγωνισμός, και η πραγματική επιλογή σήμερα μεταξύ εναλλακτικών πολιτικών είναι ο εξής: πολιτικές που προωθούν ενσωματικές / συμπεριληπτικές μορφές ανάπτυξης (inclusive growth) συγκρούονται με πολιτικές που προωθούν απομυζητικές μορφές ανάπτυξης (extractive growth). Οι πολιτικές της πρώτης κατηγορίας αποτελούν ισχνή μειοψηφία όσων έχουν εφαρμοσθεί στην διάρκεια των αιώνων. Οι κοινωνίες, εν τούτοις, εξελίσσονται, εξευγενίζονται και προοδεύουν, και αυτός είναι ο λόγος που η ενσωματική / συμπεριληπτική πολιτική καθίσταται αίτημα των καιρών. Πρέπει να είναι ο στόχος της νέας πολιτικής και στην Ελλάδα.
Η νέα πολιτική δεν μπορεί να “διανέμει” δικαιώματα και ευημερία στους πολίτες αφ’ υψηλού,  μέσω του κρατικού μηχανισμού γιατί έχει αποδειχθεί ότι αυτό είναι οικονομικά αναποτελεσματικό και καταλήγει να είναι και κοινωνικά άδικο, εφ’ όσον δημιουργεί ομάδες προνομιούχων. Αυτό την διαφοροποιεί από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Δεν αποδέχεται ότι στόχος μπορεί να είναι μία “αταξική” κοινωνία που θα προέλθει από την δράση μίας “πρωτοπορίας” γιατί κάτι τέτοιο οδηγεί πάντα στον ολοκληρωτισμό. Αυτό την διαφοροποιεί από την ριζοσπαστική αριστερά. Δεν αποδέχεται την πραγματικότητα της κοινωνικής ανισότητας ως φυσική κατάσταση των πραγμάτων και αυτό την διαφοροποιεί από την “παλαιά” δεξιά. Δεν αποδέχεται ότι η ατομικότητα είναι δυνατόν να αναπτυχθεί και να ολοκληρωθεί ερήμην των συλλογικών αξιών και αυτό την διαφοροποιεί από την “νέα” δεξιά.
Η νέα πολιτική έχει στόχο την συνολική κίνηση της κοινωνίας προς την χειραφέτησή της. Αυτό ισοδυναμεί με χειραφετημένους, συνειδητούς πολίτες. Δικαιοσύνη είναι η ισοδυναμία της πολιτικής αρετής με την κοινωνική ευημερία. Η νέα πολιτική δεν αποβλέπει στην εξουσία, αποβλέπει στην συνεχή κίνηση των συνασπισμένων πολιτών προς την διαχείριση των κοινών. Είναι μία άθληση εντός της κοινωνίας, που θέτει τον στόχο πάντοτε και συνεχώς μακρύτερα. Όραμα της κοινωνίας πρέπει να είναι η ίδια η κοινωνία, εξελισσόμενη συνεχώς και αυτορυθμιζόμενη ως αποτέλεσμα της ενσυνείδητης δράσης ελεύθερων πολιτών.
Ποιά πρέπει να είναι η αποστολή της νέας πολιτικής, δηλαδή της πολιτικής για την κοινωνική χειραφέτηση; Δεν μπορεί να είναι άλλη παρά να θέτει τους πολίτες προ των ευθυνών τους, δηλαδή να τους προετοιμάζει, (να τους εγκαλεί και να τους εκγυμνάζει) για την λειτουργία τους προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, πράγμα που ισοδυναμεί με την διαχείριση της ίδιας της μοίρας τους. Να γίνουν ικανοί στην ανάληψη υποχρεώσεων ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν τα συνεπαγόμενα δικαιώματα.
Των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου
*Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου  και Χρήστος  Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι
Πηγή: capital.gr