«Ουρλιάζεις, επειδή φοβάσαι». (του Ηλία Γιαννακόπουλου)...

 Οι λεκτικοί διαξιφισμοί των πολιτικών μας – που όχι σπάνια αγγίζουν τα όρια των «ουρλιαχτών» - αποκαλύπτουν την απουσία παιδείας στο επίπεδο της τήρησης των κανόνων του διαλόγου και της δημοκρατίας γενικότερα. Οι πολιτικοί αναλυτές στις κραυγές και τα ουρλιαχτά των τρόφιμων της πολιτικής εξουσίας διαβλέπουν μια συνειδητή προσπάθεια να πείσουν όχι τόσο τους πολιτικούς τους αντιπάλους αλλά το εκλογικό σώμα για την ανωτερότητα των θέσεων τους και για το πάθος τους στη διακονία του κοινωνικού συμφέροντος.
            Κάποιοι, άλλοι, όμως, και κυρίως οι ψυχαναλυτές στα ουρλιαχτά ανιχνεύουν περισσότερο το φόβο, την αγωνία και την ανασφάλεια των πολιτικών μας - και όχι μόνο αυτών - και λιγότερο τη δύναμη των επιχειρημάτων. Οι φωνασκίες, οι κραυγές και τα ουρλιαχτά στον πολιτικό διάλογο υποβιβάζουν όχι μόνο τα υποκείμενα αυτών αλλά και την ευπρέπεια - ηθική της δημοκρατίας. Στο τέλος όλες αυτές οι φωνητικές «εξάρσεις» - κενές πολιτικού περιεχομένου - καταντούν απλοί θόρυβοι που σκιάζουν τον «πολιτικό πολιτισμό» και προδίδουν με τον πιο εμφαντικό τρόπο την κυριαρχία ενός απροσδιόριστου φόβου και πανικού - όχι μόνο των πολιτικών - αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού σώματος.
            «Ο φόβος πηγάζει από την αβεβαιότητα. Όταν είμαστε απολύτως βέβαιοι για την αξία μας είτε για την αχρηστία μας, είμαστε άτρωτοι στο φόβο» (William Congreve, Άγγλος συγγραφέας).
            Η ίδια, λοιπόν, η πραγματικότητα και όχι μόνο οι πολιτικές φωνασκίες αναδεικνύει το πρόβλημα των «θορύβων» και των «ουρλιαχτών» ως παράγωγο φαινόμενο που πηγάζει από το εσωτερικό των σύγχρονων ανθρώπων που πασχίζουν να δικαιωθούν μέσα από την ένταση της φωνής και των κραυγών και όχι από την δύναμη των επιχειρημάτων. Μία, επομένως ενδελεχής μελέτη του φαινομένου θα μας δίδασκε πολλά.
Οι φυσικοί και τεχνητοί θόρυβοι
            Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από θορύβους που έχουν ως πηγή το φυ­σικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Οι φυσικοί ήχοι - θόρυβοι έχουν την αιτία τους στη λειτουργία των ακατάλυτων νόμων του σύμπαντος και καταδεικνύουν τους μηχανισμούς αλλά και το μεγαλείο της δημιουργίας του κόσμου. Οι αστραπές, οι βροντές - τα «μπουμπουνητά», οι αέρηδες και οι παφλασμοί των κυμάτων της θάλασσας άλλοτε φοβίζουν τον άνθρωπο και άλλοτε τον εμπνέουν για καλλιτεχνικές δημιουργίες. Πίσω από τους φυσικούς ήχους ο πρωτόγονος άνθρωπος και πολλοί σύγχρονοι ανίχνευσαν και ανιχνεύουν τη δύναμη και τη βούληση του Θείου. Πλάστηκαν μύθοι και ιστορίες που διαποτίζουν και καθορίζουν μέχρι σήμερα τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
            Στους φυσικούς θορύβους-ήχους στις μέρες μας προστίθενται και κάποιοι άλλοι που εκπορεύονται από το ανθρωπογενές περιβάλλον. Οι σύγχρονες, δηλαδή, κοινωνίες παράγουν ήχους και θορύβους που «προδίδουν» και τον τρόπο που είναι δομημένες. Η τεχνολογία έχοντας εισβάλει σε κάθε χώρο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής συνοδεύτηκε από τους δικούς της ήχους, γνώριμους και αναγνωρίσιμους από όλους. Οι θόρυβοι του αυτοκινήτου, του τραίνου, του αεροπλάνου, του πλοίου κατέστησαν συνώνυμοι του πολιτισμού μας. Σε αυτούς τους παραδοσιακούς ήχους, δηλωτικούς της ποιότητας του πολιτισμού μας, προστέθηκαν και προστίθενται καθημερινά νέοι που φανερώνουν ένα άλλο επίπεδο εξέλιξης της τεχνοκρατούμενης αποχής μας. Οι χαρακτηριστικοί ήχοι των Η/Υ, των κινητών τηλεφώνων, των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων συμπληρώνουν το μωσαϊκό των θορύβων και των ήχων του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, χωρίς βέβαια και να το εξαντλούν
Οι θόρυβοι ως έκφραση του εσώτερου Εγώ μας
            Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις χαρακτηρίζονται ως «πολύβουες» και επηρεάζουν αρνητικά τον ψυχικό κόσμο του ατόμου. Το σύγχρονο, δηλαδή, άτομο νιώθει ψυχικά πιεσμένο από την υποχρεωτική συνύπαρξη με χιλιάδες άλλους αγνώστους. Βιώνει ένα αίσθημα ανασφάλειας και ρευστότητας που αποδομούν κάθε ίχνος ψυχικής ισορροπίας. Το «Εγώ» ακροβατεί στο χάος των απρόσωπων κοινωνικών σχέσεων με αποτέλεσμα να διαπλάθονται «φοβισμένα» όντα που ψάχνουν τρόπους διαφυγής και απαλλαγής από τον εφιάλτη της κα­θημερινότητας.
            Έτσι διαμορφώνονται διάφοροι τύποι ανθρώπων με άξονα τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στο «θόρυβο» των άλλων. Άλλοι φωνάζουν δυνατά - ουρλιάζουν για να ξορκίσουν τις φοβίες τους. Άλλοι θορυβούν, γιατί αυτοεπιβεβαιώνονται ως υπάρξεις από τον αντίλαλο της φωνής τους. Άλλοι κραυγάζουν για να φοβίσουν τους άλλους, επιβεβαιώνοντας έτσι την έλλειψη δύναμης (ψυχικής, σωματικής). Άλλοι πάλι ουρλιάζουν, γιατί έτσι νομίζουν πως πείθουν περισσότερο. Υπάρχουν., όμως, και οι άλλοι που σιωπούν. Σιωπούν, γιατί φοβούνται. Σιωπούν, γιατί προβληματίζονται. Σιωπούν, για να κρυφθούν. Σιωπούν, γιατί είναι οργισμένοι. Σιωπούν για να σκεφθούν. Σιωπούν ως διαμαρτυρία απέναντι στα «φοβισμένα» ουρλιαχτά των δυστυχισμένων. Σιωπούν, γιατί δεν έχουν τίποτε το διαφορετικό να πουν.
            «Όποιος δεν καταλαβαίνει την σιωπή σου δεν καταλαβαίνει και τα λόγια σου»  (Από τον Άρχοντα των δακτυλιδιών)
            Η σιωπή, λοιπόν, και τα ουρλιαχτά κυριαρχούν σε μια κοινωνία απελπισμένων ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους. Επιζητούν την επιβεβαίωσή τους από ένα πλήθος ανθρώπων που αρέσκεται στην ένταση της φωνής και όχι στη δύναμη των επιχειρημάτων. Το ουρλιαχτό αφυπνίζει τα άγρια ένστικτα και συνειρμικά παραπέμπει στους «πολιτισμένους» στις πρωτόγονες μορφές επικοινωνίας και ζωής. Το ουρλιαχτό είναι ένας μη - λόγος, μια μη-έννοια. Μπορεί να εκφράζει οργή, διαμαρτυρία, μίσος, δύναμη, ανασφάλεια αλλά ποτέ σκέψη. Το ουρλιαχτό, των ανθρώπων της εποχής μας αισθητοποιεί τις «άγριες» ταλαντώσεις των συναισθημάτων και των παθών και τα νεφελώματα της σκέψης. Οι άτακτες και άναρχες σκέψεις δεν προλαβαίνουν να γίνουν λέξεις - έννοιες και μετασχηματίζομαι σε άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά. Η αυτοπειθαρχία και αυτοσυγκέντρωση, βασικές προϋποθέσεις του στοχαστικού λόγου, εκλείπουν και στη θέση τους κυριαρχούν η βιασύνη και η αβίαστη έκφραση των αντικοινωνικών συναισθημάτων.

Τα ουρλιαχτά και το χάος
            Η δεσποτεία, όμως, των ουρλιαχτών σε όλα τα επίπεδα των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων υφαίνει τον ιστό της «κοινωνικής αταξίας», ενισχύοντας έτσι το χάος. Ένα χάος δυσερμήνευτο και αναιτιολόγητο. Οι επιστήμες της ψυχολογίας και της φυσικής αδυνατούν να ερμηνεύσουν και να περιορίσουν το οδυνηρό συναίσθημα του χάους που βιώνουμε ως υπάρξεις. Το χάος, δηλαδή, είναι η αιτία του ουρλιαχτού ή το αποτέλεσμά του; Το εσωτερικό δηλαδή, χάος ενεργοποιεί τις φοβίες μας που εκδηλώνονται με το ουρλιαχτό ως αντίδραση ή τα ουρλιαχτά μας δυσκολεύουν την επικοινωνία και δημιουργούνται έτσι χαώδεις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που αδυνατούν να αυτοπροσδιοριστούν και να λειτουργήσουν ως λογικά και κοινωνικά όντα; Ερωτήματα, διλήμματα...
            Η σύγχρονη θεωρία του «χάους» ήλθε να θέσει εν αμφιβάλω την αιτιοκρατία της φύσης. Ο άκρατος δηλαδή, ντετερμινισμός κλονίστηκε από τη θεωρία που πρεσβεύει πως το τυχαίο μπορεί να παράγει αποτέλεσμα και η αταξία αποτελεί κομμάτι της φυσικής ισορροπίας. Δεν μπορούμε, όμως, να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία του χάους ως κώδικα ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί έτσι παραιτούμαστε από τη δυνατότητα να γίνουμε καλύτεροι. Οι φωνές, οι κραυγές και τα ουρλιαχτά της ζωής μας αισθητοποιούν με τον πιο αδιάψευστο τρόπο την εσωτερική μας φοβία.
            « Θα σου πω πώς πραγματικά είσαι Ανθρωπάκο….. Είσαι ένας «κοινός ανθρωπάκος»….. φοβάσαι να κοιτάξεις τον εαυτό σου, φοβάσαι την κριτική, Ανθρωπάκο, όπως φοβάσαι και τη δύναμη που σου υπόσχεται κάποιος. Δε θάξερες πώς να τη χρησιμοποιήσεις μια τέτοια δύναμη. Δεν τολμάς να σκεφτείς ότι κάποτε μπορείς να αισθανθείς διαφορετικά: ελεύθερος και όχι καταπτοημένος»  («Άκου, Ανθρωπάκο» Βίλχελμ Ράϊχ)
            Όσο, δηλαδή, περισσότερο νιώθουμε ανασφαλείς και φοβισμένοι τόσο περισσότερο ουρλιάζουμε. Για να μας ακούσει ποιος; Το ουρλιαχτό μας ποιον έχει αποδέκτη; Τον απέναντι, τον διαφωνούντα, την κοινωνία, την εξουσία ή τον ίδιο τον εαυτό μας; Οι άλλοι πολύ λίγα γνωρίζουν για τις δικές μας ανασφάλειες, γι' αυτό απορούν για τα ουρλιαχτά μας. Εμείς, όμως, που γνωρίζουμε τι μας φοβίζει, μπορούμε πιο εύκολα να ερμηνεύσουμε τα ουρλιαχτά.
            Ο φόβος λοιπόν, είναι η αιτία και το ουρλιαχτό το αποτέλεσμα. Η συνειδητοποίηση ότι κάτι μας υπερβαίνει και μας «στενεύει» μας αναστατώνει, μας τρομοκρατεί και εμείς αντιδρούμε με ουρλιαχτά. Όταν δεν έχουμε επιχειρήματα, ακροβατούμε στο κενό, τρομάζουμε. Νομίζουμε πως και οι άλλοι γνωρίζουν αυτή την αδυναμία μας και τότε ουρλιάζουμε για να τους πείσουμε ότι έχουμε επιχειρήματα, έχουμε θέσεις, έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας. Βέβαια, όποιος είναι σίγουρος για τον εαυτό του χαρακτηρίζεται από ηρεμία, ψυχραιμία, γαλήνη και σταθερότητα. Πείθει με το σταθερό βλέμμα, με τη σιγανή φωνή και όχι σπάνια με την «ηχηρή» σιωπή του. Λέμε περισσότερα σιωπώντας και πετυχαίνουμε λιγότερα κραυγάζοντας.
            « Ο πολλοίς φοβερός όν, πολλούς φοβείται» (Αριστοτέλης)

            Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά δεν συνιστούν επιχείρημα. Το αντίθετο, αποκαλύπτουν τις εσωτερικές μας φοβίες, ασυνείδητες τις περισσότερες φορές, και το άγχος μας να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των άλλων. Άτομα με μειωμένη αυτοεκτίμηση και ανύπαρκτη αυτοπεποίθηση προσπαθούν να αυτοεπιβεβαιωθούν μέσα από φωνασκίες, μουρμουρητά, κραυγές και ουρλιαχτά. Στα ουρλιαχτά μας λοιπόν, ζητούν δικαίωση οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας και οι μεγάλοι μας στόχοι.
            Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως συμπλεγματικές προσωπικότητες ζητούν εναγωνίως την κοινωνική αναγνώριση μέσα από τις κραυγές. Τα ουρλιαχτά τούς φόβους τους ξορκίζουν και δεν διεκδικούν το δίκαιο και το καλύτερο. Οι φοβισμένοι ουρλιάζουν και οι ασφαλείς ακούνε και επιχειρηματολογούν. Γι' αυτό, λοιπόν,
«ουρλιάζεις, επειδή φοβάσαι».

            Ο Βίλχελμ Ράϊχ το είπε καθαρά:
            «Σου λέω λοιπόν ότι μόνο εσύ ο ίδιος μπορείς να γίνεις ο απελευθερωτής του εαυτού σου»  («Άκου, Ανθρωπάκο» Βίλχελμ Ράϊχ)

Πηγή: