Τα κέρδη αυξάνουν την παγκόσμια θερμοκρασία...



Η απροθυμία των μεγάλων τραπεζών να υπογράψουν το κείμενο αρχών για μια υπεύθυνη τραπεζική που συνέταξε ο ΟΗΕ ήταν η κορυφή του παγόβουνου των συμφερόντων που κρύβονται πίσω από την αλλαγή του κλίματος. Το γεγονός ότι μόνο τρεις μεγάλες τράπεζες (Citigroup, Mitsubishi και Commercial Bank of China) δέχτηκαν να δεσμευτούν ότι οι επενδύσεις που θα χρηματοδοτούν στο εξής θα λαβαίνουν υπ’ όψη τους τους στόχους του ΟΗΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κι άλλα μείζονος σημασίας ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος έφερε στην επιφάνεια τα τεράστια συμφέροντα που οδηγούν τον πλανήτη σε υπερθέρμανση. Και στην πράξη, υπονομεύουν κάθε δραστικό μέτρο για την μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Γιατί, η υπογραφή του πρωτοκόλλου των Ηνωμένων Εθνών σημαίνει αποχή από επενδυτικά σχέδια που, μεταξύ πολλών άλλων, περιλαμβάνουν εξορύξεις ορυκτών καυσίμων…


Οι μεγάλες τράπεζες υπεραμύνθηκαν της στάσης τους δηλώνοντας, όπως έκανε για παράδειγμα η Goldman Sachs, ότι ακολουθούν και δεσμεύονται από τους δικούς τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης. Όλοι δε, μπορούμε να φανταστούμε ότι η αρμόδια διεύθυνση για την παρακολούθησή τους θα είναι το τμήμα δημόσιων σχέσεων και επικοινωνίας…
Στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019, απογοητευτική κι αναντίστοιχη των περιστάσεων ήταν πρώτα απ’ όλα η στάση των μεγάλων κρατών που φέρουν την σοβαρότερη ευθύνη για τη ρύπανση του πλανήτη: Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα και Ινδία. Η συμβολή τους στις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν για το 2017, 15%, 28% και 6%, από κοινού εκπέμπουν το 49% όλων των επικίνδυνων ρύπων! Η άρνησή τους να δεσμευτούν για αποτελεσματικά μέτρα στο πλαίσιο όσων έχει ήδη αποφασίσει το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς ή ιδανικά κατά 1,5 βαθμό Κελσίου, όπως και η Συμφωνία του Παρισιού το 2015, καθιστούν αδύνατη την υλοποίηση του παραπάνω στόχου, που έχει χαρακτηριστεί ως ελάχιστος απαραίτητος για να μη βρεθούμε μπροστά σε μη αντιστρεπτές καταστάσεις. Πρόκειται για σενάρια που δεν αφορούν το μακρινό μέλλον. Έρευνα για τους ωκεανούς που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου, μόλις δηλαδή δύο μέρες μετά τη σύνοδο του ΟΗΕ, υπογραμμίζει τους κινδύνους που γεννιούνται για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν στα παράλια λόγω της τήξης των πάγων και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Το κενό που αφήνουν πίσω τους οι μεγάλοι ρυπαντές επιχειρούν να καλύψουν τα υπόλοιπα κράτη, που έχουν κληθεί μέχρι το 2020 να καταθέσουν πιο επιθετικά σχέδια μείωσης των εκπομπών. Ήδη 70 κράτη (από 23 που είχαν συμφωνήσει πριν την πρόσφατη σύνοδο του ΟΗΕ) έχουν δηλώσει το ενδιαφέρον τους να συμμετέχουν σε αυτή την υπερ-προσπάθεια, που ωστόσο είναι καταδικασμένη να αποτύχει για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι η συμβολή και των 70 αυτών κρατών στα επικίνδυνα αέρια ανέρχεται μόλις στο 6,8% των παγκόσμιων εκπομπών. Η συμμετοχή στην σχετική λίστα κατά βάση ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών που το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ τους προέρχεται από τις υπηρεσίες κι όχι την μεταποίηση σημαίνει πώς τα περιθώρια μείωσης είναι μικρά, πέραν του ότι είναι οικονομικά ανώδυνα. Κυρίως όμως είναι αδύνατο να καλύψουν το κενό που προκαλεί η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, χαρακτηριστικά.
Η δέσμευση πολλών κρατών για επιθετικότερους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων, που θα επισημοποιηθούν στη σχετική σύνοδο που θα διεξαχθεί τον Δεκέμβριο στη Χιλή, αν δεν είναι υποκριτική, είναι με βεβαιότητα αντιφατική. Κορυφαίο παράδειγμα είναι η Γερμανία. Η Άνγκελα Μέρκελ τράβηξε για μια ακόμη φορά πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας ανακοινώνοντας, μαζί με το νοτιοκορεάτη πρόεδρο Μουν Τζάε-ιν και τον βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, τον διπλασιασμό των χρηματοδοτήσεων προς το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα που βοηθάει τις αναπτυσσόμενες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές, να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας, κ.α. Η Γερμανία όμως είναι υπόλογη για το σκάνδαλο απόκρυψης των εκπομπών των αυτοκινήτων Volkswagen. Αν δε υπήρχε ο εμπορικό ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας ποτέ δεν θα μαθαίναμε για το λογισμικό που ήταν φορτωμένα τα αυτοκίνητα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας με στόχο να ξεγελούν τα μηχανήματα μέτρησης των αερίων και να ρυπαίνουν  την ατμόσφαιρα ενώ υπόσχονταν στους καταναλωτές χαμηλούς ρύπους!
Ενδεικτικό παράδειγμα επίσης είναι κι η Ελλάδα. Ο έλληνας πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης κατέθεσε το ενδιαφέρον της Ελλάδας να πρωταγωνιστήσει στην κούρσα μείωσης των εκπομπών αερίων, ανακοινώνοντας την κατάργηση της λιγνιτικής παραγωγής μέχρι το 2028. Ταυτόχρονα όμως με την ολοκλήρωση των διαδικασιών παραχώρησης των οικοπέδων, όπως επισημοποιήθηκε με την κατάθεση στη Βουλή των σχετικών συμβάσεων από το υπουργείο Ενέργειας, η δυτική Ελλάδα, από την Κέρκυρα και την Ήπειρο μέχρι νοτιοδυτικά της Κρήτης θα γεμίσει γεωτρύπανα. Αν όλα πάνε κατ’ ευχήν για την κυβέρνηση και τις πετρελαϊκές εταιρείες (ExxonMobil, Total, Repsol, Energean, Ελληνικά Πετρέλαια, κ.α.) χιλιάδες βαρέλια πετρελαίου θα εξορύσσονται καθημερινά για τα επόμενα τουλάχιστον 30 χρόνια. Ακόμη κι αν συμφωνεί κάποιος με την ανάγκη των εξορύξεων ο ένας (πέρα για πέρα αμφιλεγόμενος) στόχος του περάσματος στην μετα-λιγνιτική εποχή δεν αντιβαίνει με τα σχέδια μετατροπής της Ελλάδας σε πετρελαιοπαραγωγική χώρα;
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Πηγή: