Ωστόσο, οι λόγοι αυτής της ανησυχίας στους κόλπους της ΕΕ, που
εκλαμβάνουν αυτό το σύστημα του Mini-BOT, ως έναρξη διαδικασίας για την
έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη, έχουν πολλαπλά στηρίγματα. Καταρχήν,
η προσφυγή της χώρας σε Mini-BOT ετοιμάστηκε με απόλυτη μυστικότητα,
εμφανίστηκε με χαμηλούς τόνους, αποφεύχθηκε η γνωστοποίηση των
λεπτομερειών αυτής της επιλογής και το σπουδαιότερο, έτυχε γενικής
αποδοχής, ακόμη και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η μυστικότητα αυτή ερμηνεύεται από πολλούς ως προσπάθεια μη διαρροής του
τελικού στόχου, μέχρι την ύστατη στιγμή, ώστε να μην υπάρξει μαζική και
πανικόβλητη προσφυγή των πολιτών στις τράπεζες. Επιπλέον, οι ανησυχίες
της ΕΕ δικαιολογούνται και από το γεγονός ότι αυτοί που τώρα απαρτίζουν
την κυβέρνηση της Ιταλία ουδόλως απόκρυψαν, προεκλογικά, ότι είναι
εναντίον του ευρώ, ενώ η συνύπαρξή τους με αυτό στη συνέχεια ήταν
εμφανώς συγκαταβατική.
Δηλαδή, ουσιαστικά, ουδέποτε παραιτήθηκαν από την αρχική τους πρόθεση να
εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη, την οποίαν αντιμετώπισαν ως προσωρινό
«αναγκαίο κακό». Πέρα, όμως, από την επιλογή αυτή όσων τώρα κυβερνούν
την Ιταλία, υπάρχουν για την περίπτωσή της και ορισμένες δυσκολίες, που
κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε αδιέξοδα αν η χώρα παραμείνει, τελικά, στην
Ευρωζώνη.
Οι αξεπέραστες δυσκολίες της Ιταλίας
Να υπενθυμίσω ότι ο πυρήνας των προεκλογικών δηλώσεων της ιταλικής
κυβέρνησης ήταν η, με κάθε τρόπο, διακοπή της πολιτικής λιτότητας και
αντιθέτως η εφαρμογή μιας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, που θα
επιτάχυνε την οικονομική δραστηριότητα και θα επιτύγχανε υψηλούς ρυθμούς
ανάπτυξης της χώρας.
Με βάση αυτή την υπόσχεση, που εξυπακούεται ότι μετεκλογικά είναι
αδύνατον να υλοποιηθεί εντός της Ευρωζώνης, η ιταλική κυβέρνηση
παραμένει έκθετη, και συνεπώς θεωρούνται βάσιμοι οι φόβοι, γύρω από την
απόφασή της να εγκαταλείψει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Ένας ακόμη πρόσθετος και πολύ σοβαρός λόγος, που συμπληρώνει τον αμέσως
προηγούμενο, και που θα δικαιολογούσε την απόφαση της Ιταλίας να
επιστρέψει στη λίρα της, είναι και το γεγονός ότι πιέζεται από το
διευθυντήριο της ΕΕ να μειώσει άμεσα το υπερδιπλάσιο του ανεκτού
έλλειμμά της, διότι διαφορετικά θα της επιβληθούν κυρώσεις.
Παράδειγμα προς αποφυγήν η Ελλάδα
Εξάλλου, ανταποκρίνεται πλήρως στα πράγματα η υπόθεση ότι η Ιταλία
παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την καταστρεπτική εννεαετή πορεία
της ελληνικής οικονομίας, που παρέμεινε πειθήνια εντός του ευρώ, και που
γι’ αυτό υπέστη πανωλεθρία κάτω από την ασφυκτική σκέπη της ΕΕ και του
ΔΝΤ. Έτσι, παρακολουθώντας την ελληνική διαδρομή, έντρομη η Ιταλία
διαπιστώνει ότι η χώρα κυριολεκτικά πηγαίνει «από το κακό στο
χειρότερο», όπως αναμφίβολα, δυστυχώς, προκύπτει από όλες τις,
τελευταίες εκθέσεις, για την Ελλάδα, από οπουδήποτε και αν έχουν
καταρτιστεί (και που, βέβαια, συμπληρώνουν τις προηγούμενες).
Συγκεκριμένα, πρόκειται για ανύπαρκτη ανάπτυξη, επανέναρξη (απολύτως
άλλωστε αναμενόμενη, σε πείσμα της αβάσιμης κυβερνητικής αισιοδοξίας)
της αναρρίχησης της ανεργίας, μηδενικές επενδύσεις και αρνητική
αποταμίευση, 65% του πληθυσμού, αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του
ανάγκες, διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, επικίνδυνη
υπογεννητικότητα, παντελής καταστροφή της μεσαίας τάξης, και επιπλέον
υποχώρηση ακόμη και του τουρισμού, που διατηρούσε, κατά κάποιο τρόπο, τη
χώρα στην επιφάνεια.
Αλλά, και πέρα από τα τραγικά αυτά αποτελέσματα, που εξαθλιώνουν
σταδιακά και ακατάπαυστα την Ελλάδα, σίγουρα η ιταλική κυβέρνηση έλαβε
γνώση του περιεχομένου της, εκ βαθέων, πρόσφατης εξομολόγησης του ΔΝΤ
(που δεν ήταν η πρώτη φορά), καθώς και της ΕΕ, και στην οποία
αναγνώρισαν (ευθαρσώς) ότι «κατέστρεψαν την Ελλάδα για να σώσουν τις τράπεζες«.
Πανικόβλητοι οι συστημικοί οικονομολόγοι από την πρωτοβουλία της Ιταλίας
να προσφύγει, όπως υποστηρίζεται, σε παράλληλο νόμισμα, κρούουν τον
κώδωνα του κινδύνου, υπενθυμίζουν ότι αυτό είναι παράνομο στο αυστηρό
περιβάλλον του ευρώ, επικαλούνται την λαϊκίστικη ιδιότητα της ιταλικής
κυβέρνησης, με τις επιλογές της οποίας φυσικά διαφωνούν και
επαναλαμβάνουν τις γνωστές απειλές, για την περίπτωσή της, όπως είναι η
ανεξέλεγκτη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και η φυγή κεφαλαίων στο
εξωτερικό.
Οι κίνδυνοι, ασφαλώς, υπάρχουν από την εγκατάλειψη του κοινού ευρωπαϊκού
νομίσματος. Και, μάλιστα, οι κίνδυνοι αυτοί αναμένεται να μεγεθυνθούν,
εξαιτίας της πολύ πιθανής εχθρικής στάσης, που θα τηρήσει η ΕΕ, αν
βασιστεί κανείς στα όσα συμβαίνουν, και πάντοτε τηρουμένων των
αναλογιών, στην παρεμφερή περίπτωση του Brexit.
Το ελληνικό προηγούμενο
Ωστόσο, μετά την παταγώδη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, για την
οποία δεν είναι πια δυνατόν να υποστηριχθούν τα άθλια ανθελληνικά
επιχειρήματα (παρότι, δυστυχώς, κάποτε τα ενστερνίζονται και
συμπατριώτες μας), ότι δηλαδή δήθεν «έφταιγαν οι τεμπέληδες, οι
χαραμοφάηδες και οι αλκοολικοί Έλληνες». Πως, πια, αλήθεια να
εξακολουθήσουν αυτές οι φαιδρότητες, ακόμη και μετά την ομολογία, από τα
επίσημα χείλη των «σωτήρων μας», ότι κρίθηκε αδύνατη η παράλληλη
σωτηρία μας με αυτήν των τραπεζών, και ……προτιμήθηκαν οι τράπεζες;
Αυτά, όλα, βέβαια ήταν γνωστά σε όλους όσοι, από εμάς, ασχοληθήκαμε
σοβαρά και από την αρχή, γράψαμε σχετικά με αυτό το ελληνικό έγκλημα.
Προφανώς, όμως, δεν ήμασταν αρκετά πειστικοί, ώστε να πειστούν αυτοί που
μας κυβέρνησαν τα τελευταία 10 χρόνια, να αλλάξουν την πορεία που μας
οδηγούσε κατευθείαν στο γκρεμό.
Για τι κινδύνους ομιλούμε;
Με τους δυνατούς πια προβολείς να φωτίζουν το κατά συρροή έγκλημα, που
μακροχρόνια συντελείται στην Ελλάδα, οι όποιοι κίνδυνοι, που αναφέρονται
για την περίπτωση επιστροφής μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, στο
εθνικό της νόμισμα, φαντάζουν γυμνοί περιεχομένου. Και τούτο, διότι,
όσοι και όποιοι και αν είναι αυτοί οι κίνδυνοι που απειλούν οικονομία
της Ευρωζώνης, η οποία θα αποφάσιζε να την εγκαταλείψει, οι συνέπειές
τους, αναγκαστικά, θα είχαν περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Ας πούμε από 8 μήνες ως 1 χρόνο. Ώσπου, δηλαδή, να ανανήψει η εθνική
παραγωγή και να σταθεροποιηθούν οι βασικοί δείκτες της οικονομίας της.
Περιττό, συνεπώς, να επεκταθώ στο αυταπόδεικτο, δηλαδή το πόσο είναι
παρανοϊκή η όποιας μορφής προσπάθεια σύγκρισης ανάμεσα στους κινδύνους
που αντιμετωπίζει μια χώρα, η οποία αποφασίζει να εξέλθει της Ευρωζώνης,
και στο αέναο μαρτύριο των μνημονίων και των επιτηρήσεων, που οδηγεί,
ουσιαστικά, στην εξαφάνισή της.
Θέλω να ελπίζω, ότι όσοι έχουν ασχοληθεί με τις απογοητευτικές
προβλέψεις όλων των πρόσφατων ή και παλαιότερων εκθέσεων, για την
Ελλάδα, και όσοι αποφεύγουν να παρασυρθούν από τις κατά καιρούς εξάρσεις
ενθουσιασμού των μνημονιακών κυβερνήσεων, έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει
ότι, ως το 2060 (και βλέπουμε μετά), ο μέσος όρος ανάπτυξης της Ελλάδας
προβλέπεται στο 1%. Που ισοδυναμεί με οικονομική στασιμότητα! Και σε
ό,τι συνεπάγεται αυτή η διαπίστωση.
Το μέλλον της Ιταλίας
Η ίδια ή περίπου η ίδια μοίρα αναμένει και την Ιταλία, της οποίας το
υψηλό χρέος θα πληρώνεται μέσω λιτότητας, δηλαδή με διαρκή επιδείνωση
του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της. Γιατί, βέβαια, υψηλότερη ανάπτυξη
αποκλείεται εντός της Ευρωζώνης, όπως ακριβώς αποκλείστηκε και για
ολόκληρη την τελευταία δεκαετία. Οι πολιτικές λιτότητας είναι εχθροί της
ανάπτυξης. Με σταγονόμετρο το ευρώ, που δανείζονται τα κράτη-μέλη, από
την ΕΚΤ, είναι αδύνατον να χρηματοδοτηθούν οι βασικές αναπτυξιακές ροπές
της οικονομίας.
Η μοναδική λοιπόν λύση (θεωρητικά, λογική), που επικαλείται η προσεχής
ελληνική κυβέρνηση, είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, μια
έστω και γρήγορη ματιά στις προϋποθέσεις/απαιτήσεις προσέλκυσης ξένων
επενδύσεων αποδεικνύει το πόσο απελπιστικά αδύναμη είναι η Ελλάδα, για
να το επιτύχει. Εκτός, βέβαια, και αν εξακολουθήσει να ξεπουλά τον εαυτό
της, όπως ήδη το πράττει, συστηματικά, τα τελευταία χρόνια, και να
εμφανίζει, στη συνέχεια, αυτό το ξεπούλημα ως «παραγωγική επένδυση».
Δεν είναι δυνατόν, προς το παρόν, να προβλέψει κανείς αν τελικά η Ιταλία
θα ολοκληρώσει την επιχείρηση που άρχισε με το ουσιαστικά παράλληλο
νόμισμα, που θέτει σε κυκλοφορία. Υπέρ της συνέχισης, ως την τελική
έξοδο από την ευρωζώνη, συνηγορεί η καθολική υπερψήφιση αυτού του νέου
τρόπου πληρωμής, που θα έλεγα επιπλέον ότι εξασθενεί σημαντικά το
επιχείρημα των ευρωπαϊστών, περί της δήθεν υψηλής προσήλωσης των Ιταλών
στο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας εξόδου από το ευρώ, είναι ακόμη το
σαφές περιεχόμενο του λαϊκισμού, που ανοίγει δικούς του δρόμους μακριά
από τους πεπατημένους, κατά οπωσδήποτε των διεθνών οργανισμών και του
ελιτισμού, και που κατακτά την υφήλιο σε πείσμα της κατακραυγής εναντίον
του. Και, τέλος, υπέρ της συνέχισης είναι οι κυρώσεις με τις οποίες
απειλεί η ΕΕ την Ιταλία, αν δεν συμμορφωθεί με τις προδιαγραφές της.
Αλλά και πάνω από όλα, υπέρ της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ,
συνηγορεί και το θλιβερό κατάντημα της Ελλάδας, που επειδή δεν τόλμησε,
καταστράφηκε.
Τι θα γίνει στην ΕΕ;
Τι μπορεί να προβλεφθεί ότι θα συμβεί στην ΕΕ, αν αποχωρήσει η Ιταλία
από την Ευρωζώνη; Οι πιθανότητες να διαλυθεί, είναι εμφανώς πάρα πολλές.
Και δεν πιστεύω ότι η διάλυσή της θα ισοδυναμεί με καταστροφή.
Αντιθέτως, η κάθε ευρωπαϊκή χώρα θα επανέλθει στο καθεστώς του
έθνους-κράτους, και κυρίως στη δυνατότητά της να ρυθμίζει τη
μακροοικονομική της πολιτική με βάση τις ιδιαιτερότητές της, και όχι με
βάση τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών-μελών, δηλαδή, μέχρι τώρα της
Γερμανίας.
Θα καταρρεύσει, μαζί της, και αυτό το ανθυγιεινό γραφειοκρατικό
μεγαθήριο της Βαβέλ, που απομυζεί ευρωπαϊκούς πόρους, με άκρως
συζητήσιμη απόδοση. Ή ορθότερα, με σαφώς μικρότερη απόδοση από αυτήν που
θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν η διαχείρισή τους γινόταν από κάθε εθνικό
κράτος, και χωρίς τις τωρινές υπέρογκες σπατάλες.
Ελπίζεται, εξάλλου, ότι μετά από αυτό το πείραμα (που θα ακολουθήσει
πολλές παρόμοιες αποτυχίες προσπαθειών συνενώσεων κρατών στο παρελθόν)
θα είναι ευκολότερο για τις χώρες της Ευρώπης, να εξασφαλίσουν στο
μέλλον οδούς συνεργασίας και συνοχής, οι οποίες δεν θα καταργούν την
εθνική τους κυριαρχία, και οι οποίες δεν θα τις υποδουλώνουν στην
εξυπηρέτηση αποτυχημένων ιδεολογιών, που τις καταστρέφουν. Και να
προσθέσω ότι αυτή η διάλυση της ΕΕ, (με τη μορφή που απόκτησε) είναι
επιθυμητή, αλλά και αναγκαία, ώστε η Ευρώπη να μπορέσει, με αναπτυξιακή
φορά και όχι με αέναη οικονομική στασιμότητα, να ενταχθεί στους νέους
και ραγδαίους μετασχηματισμούς της υφηλίου,
Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Πηγή: