Λίγο πριν τις διπλές εκλογές, στην τελευταία στροφή προς τις
βουλευτικές, έρχεται η ώρα για την αποτίμηση τεσσερισήμισι χρόνων
διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μίας πορείας που ξεκίνησε από τις προσδοκίες για
την κατάργηση των Μνημονίων, αλλά κατέληξε στο τρίτο και επαχθέστερο
Μνημόνιο, αυτό του Υπερταμείου και της πλήρους εκχώρησης της δημόσιας
περιουσίας, του αφελληνισμού των τραπεζών, της υποταγής της χώρας για
δεκαετίες σε καθεστώς αυστηρής εποπτείας και πλεονασμάτων που την
καταδικάζουν σε ρηχή ανάπτυξη, φτωχοποίηση του κόσμου της εργασίας και
συρρίκνωση της μεσαίας τάξης.
Η πορεία αυτή, ήδη έξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015,
οδήγησε σε ρήξη και αποχώρηση το 1/3 της κοινοβουλευτικής ομάδας του
κόμματος και την πλειονότητα των στελεχών της νεολαίας του που,
ανεξαρτήτως αν συμφωνεί κανείς με τις θέσεις τους, είχαν την εντιμότητα
να μην δεχθούν την κωλοτούμπα εν ονόματι της ιδιοτελούς νομής της
εξουσίας.
Όμως αυτή η εσωτερική ρήξη ήταν το λιγότερο. Όταν το φθινόπωρο του 2015
ρώτησα ένα γεμάτο αμφιθέατρο φοιτητών, στο πλαίσιο μαθήματος για τον
θεσμό του δημοψηφίσματος, αν θα άλλαζαν την ψήφο που είχαν ρίξει τρεις
μήνες νωρίτερα στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, η απάντηση ήταν σοκαριστική.
Εικοσάχρονα παιδιά, ανεξάρτητα αν είχαν ψηφίσει «ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ»,
απάντησαν ότι δεν θα μετείχαν πάλι σε μια τέτοια παρωδία. Ο ευτελισμός
των δημοκρατικών διαδικασιών και η απαξίωση της Πολιτικής, ιδίως για
τους νέους, αποτελούν το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τρίτο επίτευγμα, μετά το τρίτο Μνημόνιο και την απόμαγευση της
δημοκρατικής συμμετοχής, υπήρξε η επίθεση κατά της ανεξαρτησίας της
δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου. Επιλεκτικές πειθαρχικές διώξεις
δικαστών, απαξιωτικές δηλώσεις για τη δικαιοσύνη ως «εμπόδιο», ο
διορισμός της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου ως επικεφαλής της νομικής
υπηρεσίας του πρωθυπουργού την επομένη της αφυπηρέτησής της, η
εργαλειοποίηση των διωκτικών μηχανισμών εις βάρος πολιτικών αντιπάλων, η
αποτυχημένη προσπάθεια άλωσης του τηλεοπτικού χώρου και η ποινικοποίηση
της πολιτικής ζωής.
Η τέταρτη μείζων κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διάλυση του συστήματος
κοινωνικής ασφάλισης, με ένα νομοθέτημα που άνοιξε τον δρόμο για την
πλήρη απαξίωση του θεσμού, την κατάρρευση της διαγενεακής και
ενδογενεακής αλληλεγγύης και τη διάβρωση της ασφαλιστικής συνείδησης.
Ένα νομοθέτημα που καταστρατήγησε τις αρχές της ανταποδοτικότητας και
της ασφαλιστικής δικαιοσύνης, ισοπεδώνοντας στα όρια της φτωχοποίησης
τις νέες συντάξεις και προετοιμάζοντας το έδαφος για τη στροφή προς την
ιδιωτικοποίηση μέρους της ασφάλισης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διέψευσε την ελπίδα ότι υπάρχει εναλλακτική πρόταση απέναντι
στις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν είχε βέβαια τη δυνατότητα να
αλλάξει την Ευρώπη, όπως γελοιωδώς επαγγελλόταν, μπορούσε όμως να
πετύχει εγκαίρως μία ισορροπημένη συμφωνία αντί να γίνει παγκόσμιος
περίγελως και να καταβαραθρώσει τη χώρα. Δεν το έπραξε, επιδιώκοντας να
γαντζωθεί μία ομάδα στελεχών του στα προνόμια της εξουσίας, δεδηλωμένα ή
άδηλα. Όφειλε να μην συνεργαστεί με τους ΑΝΕΛ και με ό,τι χειρότερο
είχαν να επιδείξουν τα δύο παλαιά κόμματα εξουσίας. Όφειλε να μην
ευτελίσει τις αξίες και τους αγώνες της Αριστεράς. Όφειλε να μην
επικροτεί έναν λόγο αθλιότητας και αναξιοπρέπειας όπως αυτόν που κατ’
εξακολούθηση εκπέμπουν κυβερνητικά στελέχη. Όφειλε να μην υλοποιήσει
εντέλει μία πολιτική αναδιανομής της φτώχιας. Τώρα είναι αργά για να
επανορθώσει.
Πηγή: