Απεβίωσε στο Παρίσι, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997. Το έργο του κατά
την ενδιάμεση εικοσαετία μέχρι σήμερα δεν σταμάτησε να αποτελεί ένα
ενεργό φιλοσοφικό «σώμα», που συνεχίζει να μένει στο παρόν –άλλοτε
ατόφιο με επανεκδόσεις, άλλοτε συμπυκνωμένο σε φιλοσοφικά περιοδικά ή
διατριβές, άλλοτε σαν αναφορά σε κριτικές προσεγγίσεις νέων βιβλίων κοκ–
και να επηρεάζει το «κοινωνικό φαντασιακό».
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα, που ένωνε στο έργο του φιλοσοφία, πολιτική, οικονομία, ψυχανάλυση, επιστήμη και έφτασε σε μία ριζική καστοριαδική θεώρηση της κοινωνίας. Ανατρέξαμε στα βιβλία, τις συνεντεύξεις, την ιστορία του ίδιου αλλά και τα κείμενα κριτικών αναλυτών του και συγκεντρώσαμε μερικά κομβικά σημεία που τον κατέστησαν διορατικό και τον κρατούν επίκαιρο.
Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη ο ρόλος του φιλοσόφων δεν είναι να σωρεύουν θεωρητικές αναλύσεις για την εξήγηση του κόσμου και να αναλώνονται σε αυτές. Το ζήτημα είναι η πραγμάτωση της περίφημης μαρξικής «11ης θέσης για τον Φόιερμπαχ», της συμβολής δηλαδή στην κοινωνική αλλαγή, πράγμα που προσπάθησε σε όλη του τη ζωή να στηρίξει με τον λόγο και τις πράξεις του παρά τις όποιες συνέπειες, που μάλιστα μεταξύ άλλων τον οδήγησαν στην σύγκρουση με το ΚΚΕ, τη δίωξή του και τη διαφυγή του με το περίφημο Ματαρόα στο Παρίσι. Εκεί, μαζί με τον Κλοντ Λεφόρτ ίδρυσε την επαναστατική ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», το ομώνυμο έντυπο της οποίας αναγνωρίστηκε ως βασική επιρροή για τον Μάη του ’68, φανερώνοντας μία δυναμική που ξάφνιασε ακόμα και τον Καστοριάδη.
Το πρόβλημα, για τον Καστοριάδη, δεν είναι η οικονομική κρίση, αλλά το ζήτημα της ελευθερίας στην καθημερινή ζωή.
Μιλώντας για το ιστορικό παρόν (εννοώντας την κατάσταση που ισχύει στην σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία από την περίοδο του διαφωτισμού κι έπειτα), το πρόβλημα, για τον Καστοριάδη, δεν είναι η οικονομική κρίση, αλλά το ζήτημα της ελευθερίας στην καθημερινή ζωή, από την εργασιακή παραγωγή και την εκπαίδευση μέχρι τις συναναστροφές και την έκφραση. Μία κατάσταση ανελευθερίας, μάλιστα που συνεχώς αναπτύσσεται και εκτοπίζει τα άτομα στην εποχή της «ασημαντότητας», όπου τα πάντα επαναλαμβάνονται ανούσια και καταλήγουν κενά νοήματος. Αυτό ξεκινά από την πολιτική αρένα και διαχέεται σε όλη τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου (τέχνες, φιλοσοφία, λογοτεχνία).
Σχεδόν σε όλη την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, από τη γέννηση του ατόμου (ως τέτοιο νοείται ο άνθρωπος που λειτουργεί μέσα σε μια κοινωνία) μέχρι σήμερα, ο Κορνήλιος Καστοριάδης αναγνωρίζει μία διάχυτη ετερονομία. Μια κατάσταση, δηλαδή, στην οποία τα υποκείμενα δέχονται άκριτα τα θεσμικά παραδεδεγμένα κάθε ιστορικής στιγμής σαν θεϊκά «κληροδοτήματα», χωρίς να υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης –κάτι που βλέπουμε πιο έντονα στις πρωτόγονες, τις φεουδαλικές αλλά και τις βυζαντινές κοινωνίες.
Δύο είναι οι περιπτώσεις που αποτελούν εξαίρεση. Η μία είναι η αρχαία Ελλάδα – και συγκεκριμένα η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ. στην οποία και εστιάζει. Τότε για τον Καστοριάδη είναι η πρώτη στιγμή στην ιστορία που ένα σύνολο πολιτών οργανώνεται και αποφασίζει να αυτοκαθοριστεί όπως το ίδιο επιθυμεί, να σκεφτεί πάνω στις έννοιες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας και να επιδιώξει να φτιάξει το δικό του πολιτικό νόμο -κατά μία έννοια να αυτονομηθεί. Χωρίς να βλέπει την αρχαία Ελλάδα προγονολατρικά ή σαν μοντέλο προς μίμηση αλλά σαν «γονιμοποιό σπέρμα» της πολιτικής σκέψης, ο Καστοριάδης αναγνώρισε ότι μέσα στα όρια της πόλης-κράτους τα άτομα διαμορφώνουν και δημιουργούν (με την καστοριαδική πάντα έννοια της δημιουργίας, ως ενεργής/συνειδητής αναδιαμόρφωσης των κοινωνικών θεσμών).
Η αρχαία Ελλάδα είναι η πρώτη στιγμή στην ιστορία που ένα σύνολο πολιτών οργανώνεται και αποφασίζει να αυτοκαθοριστεί όπως το ίδιο επιθυμεί.
Και η δεύτερη περίπτωση που βρίσκει ο Καστοριάδης το στοιχείο της αυτονομίας στο κοινωνικό πλέγμα είναι –έπειτα από αρκετούς αιώνες απουσίας– στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες (μιλώντας από την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό κι έπειτα), όταν ομάδες ατόμων συγκροτήθηκαν για να προωθήσουν το δικό τους συμφέρον ενάντια στα συμφέροντα ενός ολιγάρχη, μιας άρχουσας τάξης κοκ, δηλαδή να αυτοκαθοριστούν ως «αστική τάξη».
Περνώντας από την Κομμουνιστική Νεολαία (1941) σχεδόν αμέσως στην τροτσκιστική ομάδα του Άγι Στίνα (ψευδώνυμο του Σπύρου Πρίφτη –μιας από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού επαναστατικού κινήματος) και από εκεί στην απέχθειά του προς τις σταλινικές πρακτικές, την κριτική του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού» και την τελική ρήξη του με τον μαρξισμό («ή μαρξιστής ή επαναστάτης» κατέληξε το 1964), ο Κορνήλιος Καστοριάδης κρατούσε πάντα ατόφια στον πυρήνα της πολιτικής του σκέψης την αμφισβήτηση.
Αυτή η αμφισβήτηση μάλιστα δεν σταμάτησε στις ιδεολογικές «προτομές» της Αριστεράς. Πέρα από την κριτική στις εργαλειακές εφαρμογές του κομμουνισμού και στον μύθο της ΕΣΣΔ, έβαλε στο στόχαστρο τον ιστορικό, οικονομικό, κοινωνιολογικό και φιλοσοφικό ντετερμινισμό ου Καρλ Μαρξ –χωρίς να παραγνωρίζει τη συμβολή του στην φιλοσοφική του πορεία. Για τον Καστοριάδη, ο Μαρξ όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να βγάλει από πάνω του τα φαντασιακά βαρίδια του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς η μαρξική ιστορία ήταν αυστηρά νομοτελειακή, ήταν μία κατ’ ανάγκη συνθήκη που ήθελε την κοινωνία να έχει σαν μόνιμο στόχο την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και την κυριαρχία πάνω στη φύση. Ο «αφελής υλισμός» του Μαρξ για τον Καστοριάδη δεν ήταν λανθασμένος αλλά ουσιαστικά κενός περιεχομένου, γιατί μέσα σε όλη αυτή την απόπειρα αυστηρής ρύθμισης της ιστορίας («Νεύτων της ιστορίας δεν γίνεται να υπάρξει») αντιλαμβανόταν ακόμα και το επαναστατικό πρόταγμα σαν μια προδιαγεγραμμένη διαδικασία του προλεταριάτου που μόνο αν αναπτύξει το ταξικό του αίσθημα μπορεί να οδηγηθεί στον κομμουνισμό –κάτι που δεν αφήνει περιθώρια ελευθερίας στα υποκείμενα.
Στο κεντρικό έργο του «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» -που δημοσιεύτηκε το 1975 και στάθηκε ορόσημο για την πορεία της πολιτικής του σκέψης–, ο Καστοριάδης, αντί της ιστορικής αναγκαιότητας που προβάλλει ο μαρξισμός, προτάσσει τη φαντασία –ή ορθότερα το φαντασιακό– έννοια που συναντάμε και στον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν (ως το σημείο πραγμάτωσης του καθρεπτικού σταδίου) αλλά ως περιεχόμενο προέρχεται από τη φροϋδική ψυχανάλυση. Στον Καστοριάδη, βέβαια, το φαντασιακό νοείται διττά: αφενός ως το ατομικό, ριζικό φαντασιακό που περιλαμβάνει την εγγενή δημιουργικότητα και τις ενορμήσεις του ατόμου και αφετέρου ως το κοινωνικό φαντασιακό που περιλαμβάνει κάθε είδους κοινωνική σύμβαση και θεσμό (γλώσσα, ήθη, έθιμα, σεξουαλική ταυτότητα κοκ).
Για τον Κατοριάδη, το ουσιαστικό στοιχείο που διαφοροποιεί το ανθρώπινο είδος είναι το φαντασιακό.
Το σημαντικό είναι πως για τον Κορνήλιο Καστοριάδη αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο που διαφοροποιεί το ανθρώπινο είδος (και όχι αυτό του λόγου -της λογικής). Από τη φαντασία πηγάζει όλη η δημιουργικότητα μιας κοινωνίας που την βάζει αυτομάτως σε διαδικασία εξέλιξης και αλλαγής. Τα φαντασιακά «προϊόντα» δημιουργούνται μεν σε ένα πλαίσιο κοινωνικοϊστορικό αλλά πάντα ex nihilo («εκ του μηδενός αλλά μέσα από το μηδέν»), μιας και ακόμα και αν χρησιμοποιούν τα παραδεδεγμένα εργαλεία και μέσα για την πραγμάτωσή τους, καταλήγουν τόσο μοναδικά σε βαθμό που είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν σε προγενέστερα δημιουργήματα και κατηγοριοποιήσεις. Αυτά τα φαντασιακά παράγωγα μάλιστα καθορίζουν άμεσα την πραγματικότητα της κοινωνίας και δεν γίνεται ούτε να υποστηριχθούν αλλά ούτε και να αμφισβητηθούν μέσω της λογικής, μιας και αποτελούν την πρωταρχική ανάδυση παραστάσεων στον ανθρώπινο νου πριν από την εγγραφή των θεσμών.
Αν ρωτούσαμε σήμερα (κάπως δια μαγείας) τον Κορνήλιο Καστοριάδη για την προ εικοσαετίας/ τριακονταετίας κοκ φιλοσοφική του θεώρηση, αναμφίβολα θα την έβρισκε ξεπερασμένη. Όχι με την έννοια της μη έγκυρης ή της άστοχης, αλλά με την έννοια της πνευματικής δημιουργίας που ανήκει στο παρελθόν, που είναι παράγωγο άλλου χρόνου όπως και άλλου δημιουργού. Μπορεί φυσικά να εγείρει ερωτηματικά και να αποτελέσει έμπνευση για τη σκέψη του σήμερα, όμως ο Καστοριάδης θα προτιμούσε να αναιρέσουν απόλυτα πλην λελογισμένα τη φιλοσοφική του θεώρηση παρά να την εξυμνήσουν και να την μιμηθούν.
Το ζητούμενο για τον ίδιο παραμένει η δική μας φιλοσοφική, κοινωνική και φυσικά πολιτική πράξη. «Ή ελευθερία ή ησυχία. Πρέπει να διαλέξετε» έγραφε ο Θουκυδίδης και ο Καστοριάδης συμφώνησε μαζί του.
του Άγγελου Κλάδη,
athinorama.gr
Πηγή: