«Ναι, ρε! Και στην Ομόνοια με αντίσκηνο!»...


«Δεν μπορείς να καταλάβεις, έτσι δεν είναι; Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ είναι ο τόπος μου. Για μένα τα καυσαέρια της Σταδίου είναι ο καθαρότερος αέρας που υπήρξε ποτέ, γιατί αυτόν έμαθα να αναπνέω. Όλοι αυτοί οι δισεκατομμύρια τόνοι τσιμέντου, χάλυβα, γυαλιού και πλαστικού, που βλέπεις, είναι η πατρίδα μου. 
Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ. Όχι, δεν θα με διώξουν, όση ανεργία, φτώχεια κι εξαθλίωση κι αν κατασκευάσουν, με χίλιους-δυο τεχνητούς τρόπους, όσα γκέτο κι αν «φυτέψουν», όσους φτωχοδιάβολους κι αν εγκλωβίσουν, προσπαθώντας να μας στρέψουν βιαίως τον έναν έναντι του άλλου. Δεν θα με διώξουν, σου λέω, αυτοί που έκλεισαν το Ροζικλαίρ, την Αλάσκα, το Γκρην Παρκ, την Μπλε Αλεπού, όλους τους τόπους που αγάπησαν οι γονείς μου, για να φτιάξουν σούπερ μάρκετ κι εμπορικά κέντρα, οι κανάγιες του κερατά.
Γιατί αυτό είναι πατρίδα και μητρίδα, ο τόπος του πατέρα και της μητέρας, ο τόπος των προγόνων, ο τόπος που το δικό σου «τώρα» συντροφεύει και συνδιαλέγεται νοερά με το «τότε» των άμεσα οικείων σου, ζώντων και τεθνεόντων. Κι ο καθένας μας έχει τον δικό του. Εσύ έχεις το καθαρό ποτάμι και τα αιωνόβια πλατάνια του, εγώ έχω την Ομόνοια, το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια. Δεν υπάρχει ιδεαλιστική αντίληψη για την πατρίδα-μητρίδα, κατάλαβέ το. Για μια αδέσποτη γάτα μπορεί να είναι ακόμη κι ένας κάδος σκουπιδιών, τα πάντα. Ό,τι σε κάνει να νιώθεις αυθεντικά, το συναίσθημα της οικειότητας.
Κι αυτό το συναίσθημα, φίλε μου, όταν δεν το βρωμίζει ο βόθρος της πολιτικής, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ευγενές. Κι οφείλουμε, σε ό,τι ανθρώπινο αναπνέει ακόμη μέσα μας, τα ευγενή συναισθήματα να τα υπερασπιζόμαστε. Να πολεμάμε για αυτά, να μην τα παραδίδουμε αμαχητί στην εξουσία. Ναι, εδώ θα μείνω, δεν γουστάρω να γίνω εμιγκρές, ούτε να αράξω σε καμιά πράσινη ραχούλα, κάπου απροσδιόριστα χαμένος στην ελλαδική ύπαιθρο.
Ο καθένας ας έχει την πατρίδα του, εγώ προτιμώ την «τσιμεντένια Βαβυλώνα μου», γιατί αυτή με διαμόρφωσε και με διαμορφώνει καθημερινά σε αυτό που είμαι, μέσα από την τριβή και την εμπειρία. Και ξέρεις κάτι, ρε φίλε; Εγώ τα έχω βρει με αυτό που είμαι, δεν θέλω να γίνω κάποιος άλλος. Κάποιος ανοίκειος, άγνωστος, όπως θα με ήθελαν «αυτοί». Καταλαβαίνεις; Εγώ όλο αυτό θα το υπερασπιστώ. Εμένα, τη «Βαβυλώνα» μου, την άρρηκτη σχέση μας. Ό,τι κι αν μου κοστίσει. Δεν θα γίνω  ρίψασπις, δεν νιώθω «πολίτης του κόσμου» κι άλλα τέτοια κουραφέξαλα από τα πανέρια της Αιόλου.
Κάθε εκατοστό του Κέντρου της Αθήνας προβάλει εμπρός μου μύριες μνήμες. Δεν πρόκειται να το ξεπουλήσω όλο αυτό γιατί στην Ολλανδία δίνουν «καλές» συντάξεις ή στη Γερμανία θα μου έδιναν τόσα χιλιάρικα μισθό. Υπάρχουν «πράγματα», φίλε μου, που δεν εξαγοράζονται, που είναι μη μετρήσιμα, εν ολίγοις που δεν χωρούν σε κανέναν τιμοκατάλογο. Κι ας ζω όπως-όπως κι ας κάνω κάθε δύσκολη κι αθλίως αμοιβόμενη δουλειά, για να επιβιώσω. Το προτιμώ. Για μένα έχει σημασία να μη με αλλάξουν «αυτοί», να μη με «φορμάρουν» κατά το κέφι τους. Όσο θα αναπνέω, θα προσπαθώ να μένω ακέραιος, δεν θα τους επιτρέψω να με κομματιάσουν. Γιατί αυτός είναι ο στόχος τους, να μας αλλάξουν, να μας απανθρωπίσουν, με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Να μας κάνουν είτε υπηκόους είτε τέρατα, κατ’ εικόνα αυτών και καθ’ ομοίωσιν. Και δεν σταματούν, είναι τρομακτικά ακούραστοι κι επίμονοι.
Κι εγώ όμως δεν πάω πίσω. Εκεί, κόντρα στην κόντρα, πάνω κάτω η Πατησίων, που έγραψε και η Κατερίνα, δεν εγκαταλείπω. Αμύνω δε και μόνος, άμα χρειαστεί. Γιατί εδώ είναι το «κάστρο» μου, εδώ είναι ο τόπος μου, εδώ πρέπει να δώσω τη μάχη, για τα μικρά και τα μεγάλα που αγαπώ. Ό,τι και να γίνει δεν φεύγω. Ναι, ρε φίλε, όπως το ακούς, ακόμη και στην Ομόνοια με αντίσκηνο!».
Πόντιξ ο Σισύφιος
 Στον Σπύρο και στην αμέτρητη αγάπη του για την Αθήνα…

Πηγή: