Από τη
στιγμή που η κομματοκρατία απηλλάγη από την θεσμημένη (σε δήμο) κοινωνική
συλλογικότητα και από τις δυνάμεις εκείνες που ήσαν ικανές να αμφισβητήσουν το
πολιτικό της ιδιώνυμο, ήταν φυσικό να «παίξει» χωρίς αντίπαλο με λάφυρο το
κράτος, και δι’αυτού την ελλαδική κοινωνία και τον μείζονα ελληνισμό.
Όμως
απέμενε ακόμη να υφάνει τους όρους της νομιμοποίησής της. Για το σκοπό αυτό
προσέφυγε σε τρεις μεγάλες παραχαράξεις της λογικής της πολιτικής, οι
οποίες είχαν ως κοινό παρονομαστή την προσωποπαγή δομή και λειτουργία της
κομματικής και της πολιτειακής ιεραρχίας.
Η πρώτη
αφορά στο πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Μολονότι, δεν περιελήφθη
στις προτεραιότητες της κομματοκρατίας, η οποία μάλιστα συνέβαλε τα μέγιστα
στην ολική του απαξίωση, αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα της εσωτερικής πολιτικής
διαπάλης. Και τούτο διότι η εσωτερική του εκμετάλλευση τροφοδοτούσε τη πολιτική
διχοστασία που ενορχήστρωνε η κομματοκρατία, προκειμένου να το εκφυλίσει και
συγχρόνως να νομιμοποιηθεί στο κοινωνικό σώμα. Μια νομιμοποίηση που, εάν
συνεκτιμήσει κανείς τις δύο μεγάλες ήττες τις οποίες οργάνωσε κυριολεκτικά η
Αθήνα, εκείνες του 1897 και του 1922, έγινε δαπάναις του ελληνισμού.
Η δεύτερη,
μεγάλη παραχάραξη, είναι συναφής με τις ιδεολογίες που φύτρωσαν στην
Εσπερία και απέβλεπαν στην αποτίναξη της φεουδαρχίας και στην εγκαθίδρυση μιας
πρώιμης ανθρωποκεντρικά (δηλαδή με βάση την απλή ατομική ελευθερία και ορισμένα
κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, προσήκοντα στην αιρετή μοναρχία) κοινωνίας.
Όντως, δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί ότι οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού
και του σοσιαλισμού, ήσαν παντελώς ξένες προς την ιδιοσυστασία και,
κατ’επέκταση, προς τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, παρά τις
στρεβλώσεις της οθωμανικής κατοχής, βίωνε, όπως είδαμε, το κλίμα της
μετακρατοκεντρικής οικουμένης: μια οικουμενικού αναπτύγματος νομισματική
οικονομία, ενδεδυμένη με το εταιρικό σύστημα, που επιτάσσει την εφαρμογή της
δημοκρατικής αρχής σ’αυτό. Μια πολιτειακή οργάνωση δομημένη ως επί το πλείστον
στη μέση δημοκρατία και συνακόλουθα μια αντίστοιχη πολιτική εμπειρία και μια
πνευματική παραγωγή που μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ολίγων λαών στην Ευρώπη.
Από τη δεσποτεία στην κοινωνία
Η βίωσή τους
στη θεμέλια κοινωνία της μικρής κλίμακας δεν διαφοροποιεί καμία από τις
πραγματικότητες αυτές. Οι Έλληνες στοχαστές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας
είχαν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ζητούμενο για τον ελληνισμό δεν ήταν η
μετάβαση από την φεουδαλική δεσποτεία στην πρώιμη ανθρωποκεντρικά κοινωνία της
μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, αλλά η ανασυγκρότησή του με θεμέλιο μια
οικουμενική κοσμόπολη, μεθαρμοσμένη σε κράτος της μεγάλης κλίμακας. Η περίπτωση
της «Ελληνικής δημοκρατίας» του Ρήγα είναι παραδειγματικά χαρακτηριστική.
Η επισήμανση
αυτή της διαφοράς φύσεως που διακρίνει τον ελληνικό κόσμο από τις ευρωπαϊκές
κοινωνίες απαντά και στην μόνιμη επωδό της προσαρτηματικής κρατικής διανόησης
ότι τα δεινά της νεοελληνικής κοινωνίας οφείλονται στην ίδια, και συγκεκριμένα
στο ότι δεν περιήλθε στη φεουδαρχία, όπως οι δυτικές κοινωνίες, ώστε να
χρειαστεί να «μεταλάβει» στη συνέχεια του πνεύματος του Διαφωτισμού!
Δεν
αναλογίζεται προφανώς ότι αποτελεί τουλάχιστον παράδοξο να αξιώνεται από έναν
κόσμο, που δεν άγγιξε ούτε κατά διάνοια τη φεουδαρχία, να διαλογίζεται και να
λειτουργεί με τους όρους της και εντέλει στο πνεύμα του Διαφωτισμού, δηλαδή του
διαλογισμού για το πώς της υπέρβασης της κρατικής δεσποτείας και του νέου
πρώιμου ανθρωποκεντρικά κράτους της αιρετής μοναρχίας. Όντως, η ελληνική
στοχαστική διανόηση της εποχής, γνώριζε καλώς ότι τούτο συνεπήγετο την ολική
οπισθοδρόμηση του ελληνισμού στην ομόλογη φάση που εντοπίζεται όντως στην
προδρακόντια εποχή της ιστορίας του.
Το πρόβλημά
της ελληνικής κοινωνίας εστιαζόταν καταρχήν στην εθνική απελευθέρωση με
πρόταγμα ένα κοσμοπολιτειακού τύπου κράτος, και στο πλαίσιο αυτό στην επίλυση
του κοινωνικού προβλήματος σε περιβάλλον εταιρικής οικονομίας, όχι ανατροπής ή
υπέρβασης της φεουδαρχίας.
Διχαστική πολιτική πόλωση
Το γεγονός
αυτό ωστόσο εξηγεί γιατί οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής μετάβασης έπαιξαν
έναν επίσης κρίσιμο ρόλο στο εγχείρημα για την αποξένωση της ελληνικής
κοινωνίας από τις ανθρωποκεντρικές κληρονομιές της και ιδίως για τη συντήρηση
μιας επίπλαστης πλην όμως ακραίας εμφυλιακού τύπου πόλωσης που επέτρεπε στην
προσωποπαγή κομματοκρατία να διχάζει, να χειραγωγεί την κοινωνία και να
νομιμοποιεί την πελατειακή της αποδόμηση.
Κατά τούτο,
δεν προκαλεί απορία ότι η διχαστική πολιτική πόλωση που διαπιστώνεται
διαχρονικά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είχε ούτε έχει αναφορές σε
ιδεολογικές, ταξικές ή άλλες διαφοροποιήσεις, παρά τα όσα διατείνονται οι
κήνσορες της πολιτικής ρητορικής και η προσαρτηματική κρατική διανόηση.
Για την
διχαστική και όλως προσχηματική αυτή χρήση των ιδεολογιών (του φιλελευθερισμού
και του σοσιαλισμού), αρωγός υπήρξε η απουσία συστημικής διαφοροποίησης στον
ίδιο τον πυρήνα τους: και οι δύο, ως πρώιμες ανθρωποκεντρικά ιδεολογίες,
πρεσβεύουν το ίδιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, αφού η διαφορά τους
έγκειται μόνο στο διακύβευμα εάν η ιδιοκτησία της οικονομίας θα κατέχεται από
τον ιδιώτη ή το κράτος.
Και στις δύο
περιπτώσεις, η σχέση κοινωνίας και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής
παραμένουν δραματικά ταυτόσημες. Στην μεν ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος
από τον ιδιώτη ή το κράτος και την κοινωνία της εργασίας στην ιδιωτεία. Στη δε
ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος από το κράτος και τους κατόχους του,
περιάγοντας την κοινωνία των πολιτών στην ιδιωτεία με καθεστώς υπηκόου.
Σύστημα ουσιαστικής κατοχής
Στο γενικό
αυτό κλίμα, στο οποίο εγκιβωτίσθηκε η ελλαδική κοινωνία στο πλαίσιο του
νεοελληνικού κράτους, το πολιτικό σύστημα της αιρετής μοναρχίας ήταν φυσικό να
μεθαρμοσθεί σε μια κομματοκρατία αυστηρά προσωποπαγούς τύπου, σε ένα
σύστημα ουσιαστικής κατοχής επί της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς αναφορές ή
εξαρτήσεις από την κοινωνική (ή έστω οικονομική) συλλογικότητα.
Εξού και η
πολιτισμική βάση της κοινωνίας, στο μέτρο που είναι η μόνη ικανή να κινητοποιήσει
την όποια αντίσταση απέναντι στο εγχείρημα της αποσυλλογικοποίησής της και
εντέλει στη λαφυραγώγησή της, αναδεικνύεται σε μείζονα αντίπαλο, από το σύνολο
της πολιτικής τάξης. Για την τελευταία, η κοινωνική συνοχή ή θα εδρασθεί σε
συμπεριφορές εναρμονισμένες στο ήθος της πολιτικής ή θα διαρραγεί, θα
αποδομηθεί με την τέχνη της πόλωσης και μάλιστα με τα όπλα της κοινωνικής
εναντίωσης προς τα πεπραγμένα της κομματοκρατίας.
Σε κάθε
περίπτωση, μέτρο του ήθους της κοινωνίας οφείλει να είναι βασικά η ύφανση
προσωπικών/πελατειακών σχέσεων και η συγκατάνευση στη διαπλοκή και στη
διαφθορά, με λάφυρο την ιδιοποίηση των δημοσίων θεσμών και την κρατική λεία.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα αξιακό μέτρο που, επειδή εδράζεται σε μια
αυστηρά προσωποπαγή σχέση, προϋποθέτει την διχαστική πόλωση, δεδομένου ότι η
ιδιοτελής φιλοδοξία δεν τέμνεται, δεν υπόκειται σε συμβιβασμούς, δηλαδή σε
συγκλήσεις πολιτικών.
Κατά τούτο,
η κομματοκρατία λειτουργεί όπως ακριβώς και ο κρατοκεντρισμός, δηλαδή σε
περιβάλλον σχέσεων δύναμης, ανομίας ή εφαρμογής της όποιας νομιμότητας υπό το
πρίσμα της συγκατάνευσης ή μη στο εγχείρημα της μεταβολής του δημοσίου σε
ιδιωτικό χώρο. Ο ίδιος αυτός λόγος οδηγεί την πολιτική τάξη της κομματοκρατίας
με περισσή ευκολία να επιζητεί την συνδρομή του εξωτερικού ηγεμόνα, προκειμένου
να αντλήσει στήριξη στη φιλοδοξία της ή νομιμοποίηση στις δύσκολες στιγμές μιας
ολικής αμφισβήτησης των πολιτικών της.
Πηγή: