Τους
αγαπάμε άραγε τους αρχαίους Έλληνες εμείς οι νεότεροι; Η καταφατική
απάντηση προβάλλει τόσο αυτονόητη, που τελικά απομένει δίχως υλικό
νόημα. Γιατί παραβλέπει το ουσιώδες: ότι δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε
όλοι οι νεότεροι με τον ίδιο τρόπο τους αρχαίους και για τους ίδιους
λόγους.
Ότι δηλαδή το τι επιλέγουμε να αγαπήσουμε και να αναδείξουμε σαν
υπόδειγμα από την αρχαιότητα αποκαλύπτει το πώς εννοούμε τη σημερινή
Ελλάδα, πώς την αγαπάμε και πώς θέλουμε να τη μετασχηματίσουμε.
Μακάρι να υπήρχαν εύκολες απαντήσεις στο ερώτημα πώς να αγαπήσουμε την
αρχαιοελληνική κληρονομιά γενικά, την αρχαία γραμματεία ειδικότερα. Δέκα
φορές μακάρι να υπήρχαν επίσης εύκολες συνταγές επιτυχίας. Και εκατό
φορές μακάρι να πιστεύαμε όλοι, ακαδημαϊκοί και μη, αρχαιόφιλοι
στ’ αλήθεια και επί της ουσίας και όχι κατά δήλωση και εξ «εθνικής
υπερηφανείας», ότι το ερώτημα, πώς να τους προσεγγίσουμε και να τους
αγαπήσουμε, έχει πραγματική βάση. Μακάρι δηλαδή να πιστεύαμε ότι δεν
έχει ήδη απαντηθεί, οπότε περιττεύει να το συζητούμε, περιττεύει να
αντιμετωπίζουμε το ερώτημα σαν πρόβλημα.
Αλλά πρόβλημα υπάρχει. Και το συνιστούν ακριβώς οι
δημοφιλέστερες από τις «απαντήσεις» που έχουν ήδη δοθεί, και οι οποίες
ικανοποιούν εντελώς διαφορετικά αιτήματα από το αίτημα της ουσιώδους
γνώσης και της κριτικής αυτογνωσίας. Το κοινό γνώρισμα των απαντήσεων
αυτών είναι η άρνηση της Ιστορίας ή, έστω, η προκρούστεια θεώρησή της.
Κατά το δόγμα «ό,τι δεν λύεται, κόπτεται», κόπτεται επίσης και ό,τι δεν
βολεύει, ό,τι εκθέτει στον κίνδυνο της ανυποληψίας το προκατασκευασμένο
σχέδιο, όποιο δόγμα κι αν υπηρετεί: το δόγμα της συνέχειας ή της
ασυνέχειας, της φυλετικής μοναδικότητας, της πολιτισμικής υπεροχής, της
θεϊκής σύστασης της αρχαιοελληνικής κ.ο.κ.
Η εχθρότητα προς την Ιστορία που διέκρινε από νωρίς τη στάση των Νεοελλήνων ως προς την προσέγγιση των αρχαίων:
Οι Νεοέλληνες παρακολούθησαν και αυτοί από νωρίς τη στροφή προς την αρχαιότητα, όπως εκδηλώθηκε στη Δυτική Ευρώπη. Μια αρχαιογνωσία, κυρίως γλωσσική, δεν είχε χαθεί ποτέ από τη γενική τους παιδεία. Μάλιστα, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες έρχονταν στην επικαιρότητα, οι Νεοέλληνες ανακάλυπταν σε αυτούς δικούς τους ανθρώπους.
Όπως γινόταν όλο και πιο φανερό, οι πρόγονοι αυτοί μπορούσαν, πέρα από τις αναγνωρισμένες τους υπηρεσίες, να εγγυηθούν και προοπτικές εθνικής αναγέννησης. Η διεθνής αναγνώρισή τους ήταν εφαλτήριο για πολιτικές διεκδικήσεις. Με τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, το πάθος για τους αρχαίους αυξήθηκε. Εκτός από δάσκαλοι αρετής και σοφίας, οι πρόγονοι είχαν πλέον καταστεί και δάσκαλοι ελευθερίας.
Οι Νεοέλληνες εμφανίζονταν έτσι ως διεκδικητές του κράτους που οι αρχαίοι δεν είχαν κατορθώσει να συγκροτήσουν. Όπως οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι, οι Νεοέλληνες προσπάθησαν να συνομιλήσουν με τους αρχαίους κατά δυνατόν άμεσα. Η μεγάλη χρονική απόσταση που τους χώριζε θεωρήθηκε αμελητέα. Έτσι, όταν διάφοροι Ευρωπαίοι στράφηκαν και προς την ιστορία οικοδομώντας το γνωστικό αντικείμενο της (αρχαίας) Ελλάδας, οι Νεοέλληνες επέδειξαν γενική αδιαφορία.
Η εχθρότητα προς την ιστορία πήρε ακόμα πιο εντυπωσιακές διαστάσεις. Καθώς οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν σιγά σιγά να εκδίδονται για λογαριασμό των Νεοελλήνων, οι μεγάλοι ιστορικοί παρέμειναν στα αζήτητα. Η αδιαφορία αυτή εκφράστηκε ακόμα και προς τον Ηρόδοτο. Αλλά και όταν, με μεγάλη καθυστέρηση, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους στη νεοελληνική παιδεία, διδάχτηκαν, πρωτίστως, για το ύφος και τη γλώσσα τους.
Πολύ κοντά πια στη συμπλήρωση δύο αιώνων νεοελληνικού κράτους, πρέπει να
συμφωνήσουμε ότι τουλάχιστον στα πανεπιστήμια δεν κυριαρχούν η απέχθεια
προς την Ιστορία –όταν δεν μας υπηρετεί– και η δυσθυμία μπροστά στα
γραπτά των ιστοριογράφων που δεν ικανοποιούν τις προκάτ δοξασίες μας,
ακόμα κι αν είναι δοξασμένοι αρχαίοι· μη λησμονούμε άλλωστε ότι ο
Ηρόδοτος καταγγέλθηκε σαν ανθελληνικά «κακοήθης» ήδη από την αρχαιότητα,
από κάποιον ψευδο-Πλούταρχο. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι
η Ιστορία των ιστορικών διαφέρει σε πολλά καίρια σημεία από τη δημοσίως
καταναλωνόμενη Ιστορία. Η δημόσιας χρήσης Ιστορία, όπως διοχετεύεται
προς το μεγάλο κοινό από ποικίλους πομπούς, είναι αυτοκολακευτικά
στρογγυλεμένη. Χωρίς γωνίες και αιχμές. Χωρίς κόμπους, αφού τους έχουν
κόψει όλους οι αυτόκλητοι εθνικοί ιστοριογράφοι, που παρουσιάζουν σαν
ουδέτερη διήγηση το μεροληπτικό σενάριό τους.
Σε αυτήν την εκτός Ιστορίας ιστοριογραφία, η αρχαία Ελλάδα,
ένας πλανήτης ξεχωριστός από τον πλανήτη Γη, εμφανίζεται αναδρομικά
ενοποιημένη σε έθνος-κράτος, θαρρείς και ο καθένας δικαιούται να δρα
όπως ο Ευριπίδης στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»· ένα κράτος ενάρετο και
θεοφρούρητο, που πάντα νικάει, γιατί έχει πάντα το δίκιο με το μέρος
του. Η χρήση λοιπόν της αρχαίας γραμματείας, σε όλες τις μορφές της,
πρέπει να υπηρετεί αυτόν τον ανιστόρητο στόχο. Και για να τον
υπηρετήσει, πρέπει να εξαλειφθούν βίαια οι διαφορές, τόσο μεγάλες
εντούτοις, ανάμεσα στους αρχαίους ποιητές, φιλοσόφους και
ιστοριογράφους. Πρέπει να διαγραφούν τα γένη και τα είδη της
γραμματείας, να ακυρωθεί εκ των υστέρων και εξ υστεροβουλίας ο
πληθυντικός αριθμός στον οποίο ανέκαθεν και διά παντός υπάρχει, ώστε να
μιλήσει σε ενικό αριθμό, με μία φωνή, με ένα πρόσωπο. Ή προσωπείο.
Έτσι όμως καλούμαστε να υιοθετήσουμε ένα ομοίωμα, ένα ίνδαλμα. Γιατί
στην Ιστορία όλα υπάρχουν σε πληθυντικό αριθμό. Και όλα βαίνουν καλώς
όταν βαίνουν συγκρουόμενα· η έρις παράγει νόημα και πολιτισμό, αυτή
συγκροτεί δημοκρατικές πολιτείες. ΄Οσο αυτονόητη μοιάζει λοιπόν η σχέση
μας με την ποικίλη αρχαιοελληνική κληρονομιά, από τα γοητευτικά μνημεία
έως την πλουσιότατη γραμματεία, τόσο περίπλοκη αποδεικνύεται στην πράξη.
Αν η ανάγνωση της κληρονομιάς αυτής και η πρόσληψή της βασιστεί
επιπόλαια και αβασάνιστα στο γεγονός ότι ζούμε στον ίδιο τόπο και ότι
μιλάμε μια παρόμοια γλώσσα, με σοβαρές ωστόσο διαφορές, το πιο πιθανό
είναι ότι ο θησαυρός θα μείνει αδρανής και αναξιοποίητος και η
πνευματική μας καλλιέργεια αβαθής. Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν
όταν, ψωνίζοντας Ιστορία που τηλεπωλείται με το κιλό, εμπιστευόμαστε
αφελώς κάποια μυθικά «φυλετικά γονίδια», που δήθεν μας εξασφαλίζουν την
άκοπη προσπέλαση και γνώση της αρχαιότητας.
'Οση κι αν είναι η αγάπη μας για τον αρχαίο κόσμο, δεν επαρκεί για να
οδηγήσει στην ουσιώδη επαφή μαζί του, αν δεν στηριχθεί, από πολύ νωρίς,
στα όπλα που προσφέρει η επιστήμη. Οφείλει επίσης να μείνει ανεπηρέαστη
από τα ιδεολογήματα που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά, και τα οποία
εξωραΐζουν αναδρομικά την αρχαιότητα, θέτοντάς την ουσιαστικά εκτός
ιστορικού χρόνου. Η αγάπη δεν μαθαίνεται. Η ίδια όμως μπορεί να μάθει να
βρίσκει τους δρόμους που οδηγούν από την τέρψη στη γνώση.
Πηγή: