Τα μνημονιακά προγράμματα, εκτός από τον στόχο της εξισορρόπησης του δημοσιονομικού και εξωτερικού ελλείμματος, εμπεριείχαν εγγενώς κάτι που απορρέει από τη λογική που τα διέπει. Εμπεριείχαν και τον στόχο της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Τα ίδια, αυτά καθ’ αυτά, τα βάναυσα κοινωνικά και αναποτελεσματικά οικονομικά μέτρα, που εφαρμόστηκαν οδήγησαν και στην αποσάθρωση μεγάλου μέρους της υπάρχουσας παραγωγικής βάσης με το σκεπτικό ότι ήταν πλήρως αναποτελεσματική σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.Υπάρχει σαφής σχέση αιτίου και αιτιατού. Το μνημονιακό αφήγημα συνεχίζεται με την υπόθεση ότι μετά την βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή (η οποία είναι εγγενώς αναπτυξιακή!) θα αρχίσει σιγά-σιγά να κτίζεται μια νέα παραγωγική βάση. Αυτή θα περιλαμβάνει επιχειρήσεις προσαρμοσμένες στον διεθνή ανταγωνισμό με εξαγωγικό προσανατολισμό, οι οποίες θα ενσωματώσουν καινούργια τεχνολογία κτλ. Αυταπάτη και απάτη συγχρόνως.
Η προσδοκία σωτηρίας από το εξωτερικό ως η μόνη λύση προκύπτει από την αδυναμία να προταθεί κάτι που χτίζει πάνω σε εσωτερικές δυνατότητες. Υποστηρίζεται ότι ακόμη και το δυναμικό που σήμερα σχολάζει, απαιτεί εξωτερική πυροδότηση για να ενεργοποιηθεί: Μια εκδοχή λέει ότι λείπουν κεφάλαια. Άλλη ότι λείπει η τεχνολογία. Μια τρίτη ότι λείπει η οργάνωση. Κοινή, πλην άρρητη, παραδοχή ότι λείπει ένα κρίσιμο συστατικό που αναζητείται από το εξωτερικό.
Πώς εξηγείται η ηττοπάθεια και η αμηχανία, η οποία θα συνεχιστεί και το 2019; Μα απλά γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Βασική ατμομηχανή της δημιουργίας της νέας παραγωγικής βάσης ανακηρύσσονται οι άμεσες ξένες επενδύσεις. Δίχως αυτές δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και νέα παραγωγική βάση.
Καθεστωτική νεοφιλελεύθερη αντίληψη
Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε συγκυριακή. Αντιθέτως, βρίσκεται στο κέντρο της κυρίαρχης οικονομικής καθεστωτικής νεοφιλελεύθερης αντίληψης, η οποία μάχεται κάθε τι που σχετίζεται με την έννοια του δημόσιου νοικοκυριού και της ενδογενούς ανάπτυξης της οικονομίας. Δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε σε περισσότερες θεωρητικές διερευνήσεις στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.Είναι σημαντικό να επισημανθεί πάντως ότι οι ξένες επενδύσεις αποτελούν παράγοντες έξω από την ελληνική οικονομία. Πρόκειται για παρεμβάσεις που για να συμβάλλουν στη δυναμική της πρέπει να ισχύουν πολλές προϋποθέσεις. Δεν είναι απλοί παράγοντες, που σώζουν την παρτίδα όταν όλα έχουν χαθεί. Το ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν προσαρμόσει τη σκέψη τους στην εξωτερική παρέμβαση (και ερίζουν ποιος θα τη διεκπεραιώσει πιο αποτελεσματικά), καταδεικνύει τη μοιρολατρία που μαστίζει την οικονομία μας.
Αυτό φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού όταν κανείς παρατηρήσει την αδήριτη πραγματικότητα: τα αποτελέσματα, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος, κινούνται στον αντίποδα των προβλεπόμενων. Απ’ όλες τις πλευρές και αν κοιταχτούν, τίποτε από όσα είχαν σχεδιαστεί δεν πραγματώθηκε!
Από την άποψη της ποσότητας, τα τελευταία 20 χρόνια αποτελούν περίπου κατά μέσο όρο με 1% του ΑΕΠ, όταν ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) κυμαίνεται αντίστοιχα περίπου στο 20%. Στον Πίνακα 1 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι άμεσες ξένες επενδύσεις και ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου σε απόλυτους αριθμούς (σε εκατομμύρια ευρώ).
Από το 2011 ο Καθαρός Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου έχει περάσει σε αρνητικές τιμές (όπως φαίνεται παρακάτω. Αυτό είναι συνέπεια της δραστικής μείωσης του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου από το 2010. Διατηρείται σε αρνητικές τιμές μέχρι και σήμερα.
Στο ξέσπασμα της κρίσης (2008), οι επενδύσεις (Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου, Γραφική παράσταση 2) ανέρχονταν σε 23% του ΑΕΠ (εκ των οποίων 7,5% του ΑΕΠ σε κατοικίες, 5,6% του ΑΕΠ σε δημόσιες επενδύσεις, και 9,9% σε ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις). Αντιστοίχως το 2017, το σύνολο των επενδύσεων είναι 12,9% του ΑΕΠ (εκ των οποίων 0,5% του ΑΕΠ είναι σε κατοικίες, 4,4% του ΑΕΠ δημόσιες επενδύσεις και 8% του ΑΕΠ σε ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις).
Οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις είναι σήμερα χαμηλότερες από το επίπεδο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Οι επενδύσεις σε κατοικίες έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει και είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου. Προσοχή, ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου στις κατοικίες προσέφερε ετησίως πάνω από 20 δισ. ευρώ στις συνολικές επενδύσεις.
Το βασικό ερώτημα
Το καυτό ερώτημα είναι: ποιος θα υποκαταστήσει αυτές τις επενδύσεις για να πλησιάσουμε πάλι το μέσο όρο της ΕΕ στον Ακαθάριστο Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου; Ποιος θα επενδύει ετησίως 20 δισ. ευρώ επιπλέον από τις σημερινές επενδύσεις; Αυτή είναι η αδήριτη πραγματικότητα. Γίνεται αμέσως κατανοητό ότι τουλάχιστον ένα μέρος από αυτό θα πρέπει να καλυφθεί από την αύξηση των επενδύσεων σε κατοικίες. Όμως, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά κατοικιών, στο τραπεζικό σύστημα αλλά και στο διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων μας απομακρύνει από μια μεσοπρόθεσμη λύση. Είναι, ωστόσο, αναγκαία για να αυξηθούν αυτού του είδους οι επενδύσεις.Οι δημόσιες επενδύσεις, επίσης, έχουν συμπιεσθεί σε ανεπίτρεπτα χαμηλό επίπεδο. Πολλές δημόσιες υποδομές έχουν μεγάλη ανάγκη αναβάθμισης. Όμως και εδώ υπάρχουν αντικειμενικοί περιορισμοί (έλλειψη πόρων), αλλά και υποκειμενικοί (δημιουργία υπερπλεονασμάτων από μια «αριστερή» κυβέρνηση, εις βάρος των δημοσίων επενδύσεων, προκειμένου να αυξηθεί η επιδοματική πολιτική.
Τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια οι Έλληνες οικονομολόγοι (προερχόμενοι από κάθε οικονομική σχολή) ανακοίνωναν το τέλος της ελληνικής μικρής οικογενειακής επιχείρησης και την επικράτηση της μεγάλου μεγέθους. Κάθε φορά διαψεύδονταν, καθώς έκλειναν οι μεγάλοι και επιζούσαν οι μικροί και ευέλικτοι. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονομία και αυτό αποτελεί αδήριτη πραγματικότητα.
Η διαφορά αυτής της κρίσης από τις άλλες –και ένας από τους λόγους που είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι– είναι ότι τώρα η κρίση έχει πλήξει περισσότερο τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: στον μεταποιητικό τομέα, πριν την κρίση, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με πάνω από 9 εργαζόμενους συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη) συμμετείχαν με 46% της απασχόλησης και 32% της προστιθέμενης αξίας (14% και 7% αντίστοιχα στην ΕΕ-27).
730.000 χαμένες θέσεις εργασίας
Στα χρόνια της κρίσης περίπου 220.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (30% των υπαρχόντων έκλεισαν) και περίπου 730.000 θέσεις εργασίας απωλέσθηκαν. Όλα τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν είχαν σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε σχέση με τις μεγάλες. Ένα παράδειγμα αρκεί. Η δυναμική, μικρή οικογενειακή επιχείρηση ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας προς όφελος της παραγωγής.Τα οικογενειακά ακίνητα αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Ο ΕΝΦΙΑ μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε θανάσιμο μειονέκτημα για την επιχειρηματικότητα, τη στιγμή που η τραπεζική πίστη στέρευε. Η υπερφορολόγηση, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2016, έφερε άλλο ένα πλήγμα. Όταν η φορολογία έπληττε τη ρευστότητα, η λιτότητα ήλθε να περικόψει κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα που χρειάζονται οι μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικτυωθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Έτσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε τόσο στη χρηματοδότηση, όσο και από τη μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών. Πώς εξηγείται αυτή η αντιμετώπιση; Οι εγχώριοι οικονομολόγοι ήταν πάντα απορριπτικοί για τη μικρή επιχείρηση. Η Αριστερά ποτέ δεν απογαλακτίστηκε από τον Μπάτση και τη «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Το ίδιο και οι νεοφιλελεύθεροι Δεξιοί που αναφέρουν τη μικρή επιχείρηση μόνο ως τροχοπέδη: είτε επειδή ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή είτε ως ανίκανη να αφομοιώσει τεχνολογία.
Η προκατάληψη αυτή εναντίον του μικρού μεγέθους έχει ως αποτέλεσμα η μικρή επιχείρηση να γίνεται στόχος, για τον οποίο ελάχιστοι κόπτονται πραγματικά. Όταν λείπουν πόροι, οι πολιτικοί προτιμούν να επισωρεύουν και άλλα βάρη σε επιχειρήσεις, παρά να δυσαρεστήσουν κάποιους ψηφοφόρους. Η ελληνική μικρή επιχείρηση είναι το εύκολο θύμα.
Η κατακλείδα είναι ότι, αφού η ελληνική οικονομία αποτελείται πρωταρχικά από μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να βρεθεί κάποια λύση που δεν απαιτεί θαυματουργή εξωτερική παρέμβαση, αλλά πολιτικές που θα βοηθήσουν τις υπαρκτές εγχώριες επιχειρήσεις.
Πηγή: