Το 2018 αποτέλεσε σημαντικό έτος για την ελληνική οικονομία. Ολοκληρώθηκε το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που συνοδεύθηκε με συγκεκριμένα μέτρα, έστω και ανεπαρκή, ελαφρύνσεως των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας σε ορίζοντα δεκαετίας.
Παράλληλα, η οικονομική ανάκαμψη ενισχύθηκε σε σχέση με το 2017, παρά την ανεξήγητη, για οικονομικούς λόγους, υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για ένα ακόμη έτος.Η δημιουργία υπερπλεονασμάτων στηρίχθηκε στη φορολόγηση συγκεκριμένων κατηγοριών του πληθυσμού (κυρίως σε όσους τολμούν να δηλώσουν ετήσιο εισόδημα πάνω από 15.000 ευρώ και σε όσους είναι ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος 3ου ορόφου, 15ετίας και επιφάνειας 120 τ.μ. σε μια περιοχή με τιμή ζώνης 1.500 ευρώ), αλλά και στη υστέρηση της προγραμματισμένης δαπάνης των δημοσίων επενδύσεων.
Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλε στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, (με αυξημένη συμμετοχή της μερικής και πρόσκαιρης απασχόλησης κάτι που φαίνεται ότι πλέον έχει σταθεροποιηθεί στην ελληνική οικονομία), αλλά και στη γενική ανάκαμψη σχεδόν του συνόλου των οικονομικών κλάδων. Η επέκταση της απασχόλησης συμβαδίζει με ανάλογη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται, grosso modo, όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας, χωρίς να επιβαρύνεται η ανταγωνιστικότητα (ως προς τις τιμές) της οικονομίας. Όμως, πρόκειται για μια από τις χαμηλότερες αυξήσεις της παραγωγικότητας τα τελευταία έτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Το γεγονός αυτό χρειάζεται να ληφθεί υπόψη από την ελληνική επιχειρηματική τάξη, η οποία φέρει και την κύρια ευθύνη για την υστέρηση της ανανέωσης και της επέκτασης του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Η παραγωγικότητα επί της ουσίας είναι το παν για μια οικονομία.
Τέλος, το αναπτυξιακό πρότυπο του 2018, όπως διαφαίνεται με βάση την ανάλυση των συνιστωσών του ΑΕΠ, στηρίζεται και πάλι στην ιδιωτική κατανάλωση και στις τουριστικές εισπράξεις. Η επενδυτική δαπάνη παραμένει υποτονική. Συνεπώς το παραγωγικό υπόδειγμα συνεχίζει να παραμένει σχεδόν όμοιο με αυτό πριν την κρίση.
Η υψηλή υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος (με τη συμπερίληψη των μη αποτελεσματικών δανείων) να τροφοδοτήσει με την απαιτούμενη ρευστότητα την οικονομία, αποτελούν ακόμη δύο πολύ δύσκολα προβλήματα που κληροδότησε το 2018.
Επίσης οι αποδόσεις, των ελληνικών κρατικών τίτλων εξακολουθούν να βρίσκονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, γεγονός που καθιστά δυσχερή τον εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος κρίνεται απαραίτητος για την αναχρηματοδότηση των αναγκών της χώρας το προσεχές έτος.
Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία το 2019 είναι πολλές. Θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τις πιο σημαντικές.
Ευμετάβλητο διεθνές οικονομικό περιβάλλον
Πρώτον, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκό και πιο ευμετάβλητο. Συγκεκριμένα, η παγκόσμια ζήτηση ενδέχεται να περιορισθεί καθώς υπάρχουν ενδείξεις εξασθενήσεως του αναπτυξιακού ρυθμού σε Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρωζώνη και ΗΠΑ. Η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας αποτελεί μέρος των γεωπολιτικών εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες καθορίζουν παγκοσμίως το γενικό πλαίσιο των συγκρούσεων και του καταμερισμού ισχύος.Ο περιορισμός του διεθνούς εμπορίου θα είναι μια εκ των αρνητικών συνεπειών της εν εξελίξει σύγκρουσης. Το ενδεχόμενο της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) από την ΕΕ, χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνίας, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εμπορικές ροές. Επίσης, να αποδυναμώσει το διαθέσιμο εισόδημα των Βρετανών τουριστών, λόγω εξασθένησης της στερλίνας, και να μειώσει τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους για την Ελλάδα.
Η κατάσταση στην Ιταλία επηρεάζει σημαντικά το κόστος δανεισμού της χώρας μας σε μία περίοδο μάλιστα που το πρόγραμμα πιστωτικής επέκτασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα έχει απενεργοποιηθεί. Θα πρέπει να συνυπολογισθεί και το επιβαρυμένο πολιτικό κλίμα στη Γαλλία και η υψηλή δημοτικότητα των αντιευρωπαϊκών πολιτικών σχημάτων, στον βαθμό που θα αποτυπωθεί στο αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να επιτείνουν την αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διατηρήσουν υψηλά τα μακροχρόνια επιτόκια και κατά συνέπεια να καταστήσουν πιο δυσχερή την προσφυγή της Ελλάδας στις αγορές. Παράλληλα, ενδέχεται να επιτείνουν το πρόβλημα της απουσίας ενιαίας πολιτικής γραμμής σε καίρια ζητήματα της ΕΕ που σχετίζονται με τη χώρα μας (προϋπολογισμός, γεωργική πολιτική, εμβάθυνση Ευρωζώνης, μεταναστευτικό).
Δεύτερον, το 2019 είναι μια χρονιά που θα σημαδευτεί τουλάχιστον από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (εθνικές, ευρωπαϊκές, τοπικές). Ενδεχομένως να έχουμε και μια εθνική εκλογική αναμέτρηση στις αρχές του 2020, εάν η Βουλή δεν καταστεί δυνατόν να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο εκλογικός κύκλος είναι σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος. Ο επιχειρηματικός κόσμος, αλλά και τα νοικοκυριά, ενδεχομένως, να μεταθέσουν επενδυτικές ή καταναλωτικές δαπάνες στο μέλλον. Συνεπώς, η επικρατούσα αβεβαιότητα, επηρεάζει την οικονομική συμπεριφορά των ατόμων, που συνήθως αποτυπώνεται σε μια πιο συγκρατημένη επενδυτική και καταναλωτική δαπάνη.
Αρωγή της δημοσιονομικής πολιτικής
Τρίτον, η μακροχρόνια διατήρηση της επενδυτικής δαπάνης στα έτη εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων, εξασθένισε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας τόσο σε όρους αξίας όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών που έλαβαν πρόσφατα χώρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας είτε να φθίνει είτε να παραμένει υποτονική.Το 2018 δεν φάνηκε μία δυναμική ανάσχεσης των τάσεων αποεπένδυσης. Η ελληνική οικονομία στο νέο έτος βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτή τη σημαντική πρόκληση. Η ελληνική πραγματικότητα (μεγάλος αριθμός μικρών και ευέλικτων επιχειρήσεων) δείχνει τον τρόπο αντιμετώπισης αυτού του θέματος.
Τέταρτον, η κάλυψη του προαναφερθέντος επενδυτικού κενού χρειάζεται, πρωταρχικά, την αρωγή της δημοσιονομικής πολιτικής. Απαιτείται η διαμόρφωση ενός φιλικότερου προς την ανάπτυξη μίγματος πολιτικής εντός του στενού πλαισίου που θέτει ο στόχος για την επίτευξη υψηλού δημοσιονομικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Τούτο σημαίνει ότι χρειάζεται αφενός η πλήρης υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, αφετέρου η μείωση των φορολογικών συντελεστών στο κεφάλαιο και την εργασία.
Τα επεκτατικά μέτρα που έχουν προβλεφθεί για το 2019, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αγροτών και ελευθέρων επαγγελματιών και η σταδιακή μείωση του συντελεστή των επιχειρηματικών κερδών, είναι στη σωστή κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί με τρόπο, ώστε να μην τεθεί εκ νέου σε αμφισβήτηση από τις διεθνείς αγορές το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους.
Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι με τα μέτρα που ελήφθησαν για το 2019, σε συνδυασμό με την κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων, φαίνεται να έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, πέραν δηλαδή της επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Πηγή: