Το παρόν ήταν η βάση μιας εισήγησης στη σειρά εκδηλώσεων που
διοργάνωσε η έδρα του Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. υπό
την εποπτεία του αγαπημένου φίλου και αξέχαστου καθηγητή Γιάννη
Μανωλεδάκη (τέλη 1982). Δημοσιεύθηκε στην πλήρη μορφή της στο περιοδικό
«Ιανός» (τχ. 4, Ιανουάριος 1983), και περιλαμβάνεται στο Κλεάνθης
Γρίβας:
Η Εξουσία της Βίας (Ιανός, 1987). Μ’ αυτή τη μορφή της
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Μακεδονία (5/11/2006) και στο περιοδικό
Ζενίθ (Ιούλιος 2012).
Ο Karl Marx (1818-1883), ξεκινάει το σημαντικό έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» (1852), γράφοντας με περιπαιχτική διάθεση ότι: «Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σα να λέμε, δύο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μία φορά σαν τραγωδία και την άλλη σαν φάρσα».
Αυτό έμελλε να αποδειχθεί απλό ευφυολόγημα στον ενάμιση αιώνα που ακολούθησε τον θάνατό του (1883): Ένα ευφυολόγημα που δεν έχει καμιά εφαρμογή σε τουλάχιστον δύο από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που επαναλαμβάνονται αενάως στην αιματοβαμμένη ιστορία του ανθρώπινου κτήνους:
(α) στον πόλεμο που (σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη διαρκώς αυξανόμενη- εθνικιστική παραφροσύνη από τα μέσα του 19ου αιώνα) επανεμφανίζεται πάντοτε όλο και πιο τραγικός και καταστρεπτικός, και
(β) στη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών και των παιδιών (δηλαδή του μισού και πλέον πληθυσμού του πλανήτη), εξαιτίας της συνειδητής ή ασυνείδητης συμμετοχής ή ανοχής κάθε κοινωνίας.
Πράγμα που αποδεικνύει ότι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα επαναλαμβάνονται πάντοτε ως τραγωδίες.
Ένα παρελθόν που προβάλλεται διαρκώς στο μέλλον
• Οι («φερόμενοι» !!! ως) δράστες «τέσσερα ανήλικα αρσενικά τομάρια, βίασαν την αριστούχο ξένη συμμαθήτρια τους στα αποχωρητήρια του σχολείου τους» (Κ. Ζουράρις).
• Οι γονείς υπεραμύνθηκαν των τέκνων τους (ένας αστυνομικός, ένας «εκπαιδευτικός»-θεολόγος, δύο «μικρο-μικρο-μεσαίοι»).
• Οι «καθηγητές» εξομοίωσαν τους θύτες με το θύμα: «δυσάθλιοι, χοντρόπετσοι, ‘εκπαιδευτικοί’… Δυσάθλιοι, παχύδερμα της συντεχνίας τους, δυσώνυμοι της Ιλιαδορωμηοσύνης, υπήρξαν οι ‘λειτουργοί’-συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ» (Κ. Ζουράρις).
• Η τοπική «κοινωνία» κάλυψε τους δράστες («φερόμενους») και στράφηκε εναντίον του θύματος.
• Η αστυνομία δήλωσε αδυναμία να κάνει αυτό για το οποίο πληρώνεται (να παρέχει προστασία στα θύματα και όχι στους θύτες).
• Μ’ άλλα λόγια, όλοι τους αντέδρασαν ως γνήσιοι εκφραστές του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
• Ο πρόεδρος της δημοκρατίας, με μια συμβολική κίνηση, στάθηκε στο πλευρό του θύματος.
• Πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι δημοσιοποίησαν την αποστροφή και τους φόβους τους.
• Και το ακόρεστο θανατολατρικό τηλεοπτικό Κολοσσαίο προμήθευε το φιλοθεάμον «κοινό» του με «Βία / Αίμα / Σπέρμα» σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις.
• Εμπρός για έναν, δύο, τρεις… πολλούς βιασμούς, που «βιντεοσκοπούνται με το κινητό της αδελφής» μας…
Ανεξάρτητα από τη νομική εξειδίκευσή του από την ισχύουσα ποινική νομοθεσία, ο όρος «βιασμός» επιδέχεται ένα γενικό και ειδικό προσδιορισμό.
• Από γενική άποψη, βιασμό συνιστά οποιαδήποτε βίαιη επιβολή της θέλησης ενός ατόμου πάνω σ’ ένα άλλο άτομο, το οποίο την υφίσταται παρά και ενάντια στη βούλησή του.
• Από ειδική άποψη, βιασμό συνιστά κάθε βίαιη εγκαθίδρυση μιας σχέσης εξουσίας μεταξύ δύο ατόμων, στην οποία το ένα συμμετέχει με τη θέλησή του και το άλλο παρά τη θέλησή του και η οποία αποσκοπεί στη σεξουαλική ικανοποίηση του ατόμου που την επιβάλλει.
Μ’ άλλα λόγια, ο βιασμός είναι ένα φαινόμενο που αφορά δύο άτομα, χαρακτηρίζεται από τα συνδυασμένα στοιχεία της βίας και της σεξουαλικότητας, εκδηλώνεται σ’ ένα καθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο και, ως τέτοιο, προσδιορίζεται από 4 τουλάχιστον παραμέτρους:
• Μια βιολογική, που καθορίζεται από το γεγονός ότι προφανής (αλλά όχι μοναδικός) σκοπός της πράξης του βιασμού είναι η σεξουαλική ικανοποίηση του βιαστή με τη χρήση βίας.
• Μια κοινωνική, που καθορίζεται από το γεγονός ότι προϋπόθεση της είναι η συμμετοχή δύο ατόμων, από τα οποία το ένα παίρνει μέρος με τη θέλησή του και το άλλο παρά και ενάντια στη θέλησή του.
• Μια πολιτική, που καθορίζεται από το γεγονός ότι με την πράξη του βιασμού επιβάλλεται βίαια η θέληση ενός ατόμου πάνω σ’ ένα άλλο, πράγμα που σημαίνει πως ανάμεσά τους εγκαθιδρύεται μία σχέση εξουσίας, δηλαδή μία σχέση πολιτική.
• Μια ψυχολογική, που προκύπτει από τον συνδυασμό των τριών παραπάνω παραμέτρων και καθορίζεται από την ψυχολογική ικανοποίηση του δράστη και τον ψυχολογικό κατακερματισμό του θύματος, με τη βίαιη και ολοκληρωτική επιβολή της θέλησής του θύτη πάνω στο θύμα του.
Στο πλαίσιο κάθε ανδροκρατικής κοινωνίας, ο βιασμός είναι μια ακραία εκδήλωσή της σεξουαλικής κυριαρχίας του άνδρα και ορίζεται με ανδροκρατικούς όρους.
Αυτό σημαίνει ότι η ποινική νομοθεσία σχετικά με το βιασμό, εκφράζοντας τη βούληση του κυρίαρχου στοιχείου, αποσκοπεί κατά πρώτο λόγο στην προστασία της κοινωνίας που αναπαράγει διαρκώς τον εν δυνάμει βιαστή και μόνο κατά δεύτερο λόγο στην «υπεράσπιση» του θύματος της δραστηριότητας που υφίσταται τη δραστηριότητα του βιαστή, πράξη την οποία ποινικοποιεί η ίδια κοινωνία.
Ο βιασμός εγκαθιστά μια ορισμένη σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα, πράγμα που καθορίζει τον χαρακτήρα του ως κοινωνικού συμβάντος.
• Το είδος της σχέσης αυτής που εκφράζεται με τι δίπολο «απόλυτη εξουσία - απόλυτη υποταγή», προσδιορίζει τον χαρακτήρα του ως πολιτικού συμβάντος.
• Το στοιχείο που συνδέει αυτές τις δύο όψεις του φαινομένου βιασμός, είναι η σεξουαλικότητα (σεξουαλική «επιβεβαίωση» ενός ατόμου μέσω της σεξουαλικής υποβάθμισης ή εκμηδένισης ενός άλλου).
Τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτή τη σχέση (το ένα με τη θέλησή του και το άλλο χωρίς και ενάντια στη θέλησή του) λειτουργούν μ’ ένα διπλό τρόπο: Ως αυθύπαρκτες οντότητες και ως μέλη μιας ευρύτερης ομάδας. Δηλαδή, ως άτομα και ως σύμβολα ταυτόχρονα.
Μ’ άλλα λόγια, ο βιασμός αποτελεί ένα έγκλημα σεξιστικό και κοινωνικό, ταυτόχρονα. Πρόκειται δηλαδή για μια ακραία αλλά τυπική εκδήλωση του φυλετικού φασισμού που χαρακτηρίζει (με λανθάνοντα ή ανοικτό τρόπο) τις σχέσεις των δύο φύλων σε όλα τα επίπεδα της προσωπικής ή της κοινωνικής δραστηριότητας.
ΑΙΤΙΑ
Ο βιασμός όπως και κάθε φαινόμενο που άπτεται της σχέσης των δύο φύλων, έχει και κοινωνικά και βιολογικά αίτια.
• Τα κοινωνικά αίτια της ανδρικής κυριαρχίας σε κάθε ανδροκρατική κοινωνία διερευνώνται στο χώρο της κοινωνικής ανισοτιμίας των δύο φύλων. Με την ίδια λογική,
• Τα βιολογικά αίτια της ανδρικής κυριαρχίας θα πρέπει να διερευνηθούν στο χώρο της υφιστάμενης μυϊκής ανισοτιμίας ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ
Από την πράξη του βιασμού, αποκομίζει ο δράστης κάποιο είδος ψυχολογικής ικανοποίησης, δεδομένου ότι μέσω αυτού επιβεβαιώνει:
• Τον υπολειπόμενο ανδρισμό του σε σεξουαλικό επίπεδο.
• Τη δυνατότητά του για κυριαρχία και έλεγχο.
• Τη δυνατότητά του να χειριστεί μια γυναίκα κατά βούληση (πράγμα που υποβαθμίζει το άγχος για τη δική σεξουαλική του ανεπάρκεια και κοινωνική του κατάσταση).
Στο εύλογο ερώτημα «γιατί δεν είναι όλοι οι άνδρες βιαστές;», θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι:
• Από γενική άποψη, όλοι οι άνδρες είναι δυνάμει βιαστές στο βαθμό που -με τις στάσεις τους- αναπαράγουν το ανδροκρατικό μοντέλο, σε επίπεδο ατομικής ύπαρξης, διαπροσωπικών σχέσεων και πολιτικο-κοινωνικών επιλογών.
• Από ειδική άποψη, βιαστές γίνονται εκείνοι οι «άνδρες» που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη (ατομικά δυνατή) κοινωνική και σεξουαλική καταπίεση και αλλοτρίωση, όταν η αντίδρασή τους σ’ αυτή και στο άγχος της σεξουαλικής ανεπάρκειάς τους (που πηγάζει από τούτη την καταπίεση ξεπερνάει τις υπάρχουσες αναστολές που συνδέονται με το φόβο της τιμωρίας ή με την ηθική.
ΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΒΙΑΣΤΗ
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί το ψυχολογικό (κι όχι ψυχιατρικού) πορτραίτο του βιαστή ως εξής:
Ο βιαστής είναι ένα άτομο κοινωνικά και σεξουαλικά καταπιεσμένο που δίνει διέξοδο στην καταπίεσή του, αναπτύσσοντας το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο της καταστρεπτικής επιθετικότητας που χαρακτηρίζεται ως «σαδισμός».
• Ανασφαλές, αβέβαιο, δειλό και δουλικό.
• Λατρεύει μόνο τη δύναμη που του επιτρέπει να εξουσιάζει απόλυτα ένα άλλο άτομο και υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα σε όποια εξουσία.
• Ερεθίζεται μόνο από αβοήθητα άτομα και είναι πλήρως αντιφατικό: Διακατέχεται από σεξουαλικές επιθυμίες και ντρέπεται γι’ αυτές.
• Ποθεί τη γυναίκα και αντιμετωπίζει υποτιμητικά τις γυναίκες.
• Περηφανεύεται για τη σεξουαλική του επάρκεια και βασανίζεται από το φόβο της σεξουαλικής του ανεπάρκειας.
• Βιάζει μία γυναίκα (ένα παιδί, ένα ομοφυλόφιλο... πάντα κάποιον αβοήθητο) και αποκτάει "ταυτότητα". Ταυτότητα ατομική και φυλετική: Είναι ο «εαυτός» του και είναι «άντρας».
ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ
Στο φως αυτής της προβληματικής, ο βιασμός ήταν, είναι και θα είναι μια ακραία εκδήλωση του διάχυτου σεξιστικού φασισμού που ενυπάρχει σε κάθε ανδροκρατική κοινωνία.
Συνεπώς, μόνη ηθικά δικαιωμένη στάση είναι αυτή που μας θέτει στο πλευρό του θύματος, το οποίο αφανίζεται ψυχολογικά, σωματικά και κοινωνικά από την εμπειρία του σωματικού πόνου, της κουρελιασμένης αξιοπρέπειας και της κατακερματισμένης ταυτότητάς του, κάτω από τη διαλυτική δύναμη που του ασκεί ο δειλός, ανεπαρκής και ανασφαλής βιαστής του.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1. Τα εγκλήματα σε βάρος των παιδιών και των γυναικών πρέπει να αναγορευτούν σε ιδιώνυμο αδίκημα, έγκλημα ατιμωτικό και απαράγραπτο, και να προβλεφθεί ότι οι ποινές που επιβάλλονται γι’ αυτά δεν θα υπόκεινται στις ρυθμίσεις για μείωσή τους που αφορούν σε άλλα αδικήματα.
2. Πρέπει να εξασφαλιστεί η ανωνυμία του θύματος να ώστε να αποφεύγεται ο συνακόλουθος κοινωνικός «στιγματισμός» και η διαδικασία κοινωνικής απαξίωσής του, με απρόβλεπτες και (τις περισσότερες φορές) τραγικές συνέπειες για το θύμα. Παράλληλα, πρέπει να επιδιώκεται ο μέγιστος δυνατός κοινωνικός στιγματισμός του δράστη, πράγμα που (εκτός των άλλων) λειτουργεί και αποτρεπτικά.
3. Πρέπει να διασφαλιστεί η όσο το δυνατό λιγότερο επώδυνη αναβίωση της τραυματικής εμπειρίας του θύματος τόσο κατά την ανακριτική φάση, όσο και κατά τη διαδικασία της εκδίκασης της υπόθεσης.
4. Πρέπει η σύνθεση των δικαστηρίων σε υποθέσεις σωματική και σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών και παιδιών να αποτελείται κατά πλειοψηφία από γυναίκες, δεδομένου ότι ανάμεσα στους άνδρες-κριτές και τον άνδρα-κατηγορούμενο είναι δυνατό να αναπτύσσεται μια υποσυνείδητη ταύτιση απ’ αφορμή (ανάμεσα στ’ άλλα) και το γεγονός ότι και οι δυο διαμορφώνονται υπό την επιρροή του ίδιου μοντέλου φυλετικής κυριαρχίας και ταλανίζονται από την Ιδιά άλυτη (ασυνείδητη) αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής υπεροχής του φύλου τους και της σεξουαλικής υπεροχής της γυναίκας. Κι αυτό, ανεξάρτητα απ' το ότι (αναμένεται πως) οι γυναίκες-κριτές ως γυναίκες και πιθανόν ως συμπάσχουσες, ενδέχεται να έχουν καθαρότερη αντίληψη της γνησιότητας η όχι των καταγγελιών του θύματος.
5. Πρέπει οι επιβαλλόμενες ποινές να εκτίονται σε εγκλειστήρια που διευθύνονται από γυναίκες, υπό την εποπτεία γυναικείων οργανώσεων. Αυτό επιβάλλεται τόσο από ένα πνεύμα δικαιοσύνης απέναντι στο θύμα (ως άτομο και ως σύμβολο) δεδομένου ότι η ηθική ικανοποίηση του αποτελεί βασικό στοιχείο στην όλη προσπάθειά του για το ξεπέρασμα της άκρως τραυματικής εμπειρίας του και για την επανάκτηση της κατακερματισμένης ταυτότητας του, όσο και από την επανορθωτική επίδραση που έχει στη συμπεριφορά του δράστη για τον οποίο έτσι απομυθοποιείται η σχέση σεξιστικής εξουσίας στο πλαίσιο της οποίας διαμορφώθηκε.
6. Πρέπει να διασφαλιστεί η χαλιναγώγηση των Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης (έντυπων, τηλεοπτικών και διαδικτυακών) και που στηρίζουν την κερδοσκοπική δραστηριότητά τους στο τρίπτυχο «Βία – Αίμα – Σπέρμα», με την επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων που ένα μέρος τους θα αποδίδεται στο κράτος για τις «ξενοδοχειακές» υπηρεσίες που παρέχονται στον δράστη και ένα μέρος τους θα αποδίδεται στο θύμα για την αντιμετώπιση του δυσβάστακτου κόστους των ιατρικών και ψυχολογικών υπηρεσιών που απαιτούνται για την –μερική, πάντα- αποκατάστασή του.
Το σύνολο αυτών των προτάσεων μπορεί να φαντάζει «εκδικητικό». Όμως, πριν αποφανθούμε οριστικά ας πάρουμε υπόψη ότι υπάρχουν μόνο τέσσερεις δυνατές σκοπιές από τις όποιες μπορεί να δει κανείς το θέμα της «ποινής»:
α) Μέσα από τη «λογική» της δήθεν υπεράσπισης του θύματος μόνο με την επιβολή της ποινής στον δράστη, μετά την εκφώνηση της οποίας το θύμα «βγαίνει» ως δια μαγείας από το κάδρο των υποχρεώσεων της κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι (κατά κανόνα) έχει ανάγκη ιατρικής και ψυχολογικής φροντίδας, το βάρος της οποίας πρέπει να επωμίζεται το ίδιο (ως «ποινή»;).
β) Μέσα από τη «λογική» της επιείκειας στον δράστη, που οδηγεί στην αδιαφορία για το θύμα και στην υποβάθμιση της σοβαρότητας του αποτρόπαιου εγκλήματος του βιασμού.
γ) Μέσα από τη «λογική» της υπεράσπισης της κοινωνίας, γενικά και αφηρημένα, που ανοίγει τον δρόμο για τη θεώρηση του φαινομένου «βιασμός» ως προσωπικής υπόθεσης μεταξύ του θύματος (που πάντοτε «τα ήθελε») και του δράστη (που πάντοτε «προκλήθηκε») και, συνεπώς, στην απενοχοποίηση της νοσογόνας δράσης της κοινωνίας, μέσω της οποίας αναπαράγονται (υπόρρητα ή ανοικτά) οι σεξιστικές ιδεοληψίες και συμπεριφορές.
δ) Μέσα από τη λογική της υπεράσπισης του θύματος, με τη διασφάλιση της επουλωτικής διαδικασίας για την άκρως επώδυνη και διαλυτική εμπειρία που έχει υποστεί και, συγχρόνως, με την επιβολή μιας αναμορφωτικής διαδικασίας στον δράστη, που, ενδεχομένως, μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά.
Τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, δεν συνθέτουν κάποια «ιδανική» πρόταση για την αντιμετώπιση του αποτρόπαιου εγκλήματος του βιασμού και γενικότερα της σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών και των γυναικών, που ενυπάρχουν στη δομή κάθε ανδροκρατικής κοινωνίας. Αλλά, ίσως, μορφοποιούν κάποια (εφικτή, επιτρεπτή και αποτρεπτική) αντίδραση της κοινωνίας από την οποία πυροδοτείται το φαινόμενο της σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών και των γυναικών, μια από τις συνήθεις εκδηλώσεις της οποίας είναι ο βιασμός.
Ο Κλεάνθης Γρίβας γράφει για το enallaktikos.gr
Πηγή: