Εθνικές Καταστροφές και Συλλογικά Τραύματα...

Η ελληνική κοινωνία στη νεώτερη ιστορία της έχει ζήσει πολλές εθνικές καταστροφές αλλά και γεγονότα που έχουν επηρεάσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και έχουν δημιουργήσει συλλογικά τραύματα τα οποία έχουν επηρεάσει και τις επόμενες γενιές και όχι μόνο αυτούς που τα έχουν υποστεί.  
 
Ο ελληνισμός στη νεώτερη ιστορία του έχει ζήσει ουκ ολίγες εθνικές καταστροφές.  Η μικρασιατική καταστροφή, η γενοκτονία των Ποντίων, οι παγκόσμιοι πόλεμοι αλλά και οι βαλκανικοί, ο εμφύλιος, οι μαζικές εκτοπίσεις ατόμων, οι εξορίες και οι βασανισμοί, η εξαναγκαστική μετανάστευση, η απώλεια της Κύπρου και οι αγνοούμενοι είναι οι πιο ενδεικτικές  αλλά όχι οι μοναδικές εθνικές καταστροφές.


Όλα αυτά, σύμφωνα με τους σχετικούς επιστήμονες, έχουν δημιουργήσει ιστορικά τραύματα τα οποία είναι διαγενεακά και διαμορφώνουν τη στάση μιας κοινωνίας, στην συγκεκριμένη περίπτωση της ελληνικής.  Για τη διαμόρφωση αυτής της στάσης λίγοι μιλούν και ακόμα περισσότεροι κατακρίνουν χωρίς όμως, δυστυχώς, να προσπαθούν να βρουν τις αιτίες.  Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραύματα φυλάκισης, βασανισμού και δίωξης σπάνια θεραπεύονται και το τραύμα τους μεταφέρεται στις επόμενες γενιές οι οποίες όμως μπορούν να θεραπευθούν όπως θα δούμε και παρακάτω.

Σύμφωνα με τους Ancharrof et al. (1998) οι μηχανισμοί μετάδοσης του διαγενεακού τραύματος είναι οι ακόλουθοι:

    Σιωπή. Τα μέλη της οικογένειας δεν μιλούν για τα περιστατικά που τους προκάλεσαν το τραύμα για να μην ενοχλήσουν τους άλλους. Οι γονείς μπορεί να μην επιθυμούν να μιλούν για ευαίσθητα θέματα και έτσι το τραύμα να παραμένει ανεπίλυτο.

  Αφήγηση λεπτομερειών για το τραύμα χωρίς όμως να γίνεται  αναφορά στις επιπτώσεις του.

  Ταυτοποίηση.  Τα παιδιά των γονιών που έχουν υποστεί τραύμα τείνουν να αισθάνονται ένοχα για το τραύμα των γονιών, προσπαθούν να μπουν στη θέση των γονιών κάτι που προκαλεί τα ίδια συμπτώματα με τους γονείς.

    Επανάληψη της τραυματικής εμπειρίας από τα παιδιά.

Έρευνες έχουν δείξει ότι οι επόμενες γενιές αισθάνονται ότι είναι εξαναγκασμένες να διατηρήσουν τις μνήμες και να βοηθήσουν τους προγόνους τους, αισθάνονται ότι δεν είναι ελεύθερες, κάποιοι δηλώνουν δυσαρέσκεια ενώ κάποιοι άλλοι ελκύονται από τις μνήμες και τις περιγραφές και επιθυμούν να εκφράσουν τον θυμό και τη λύπη των προηγούμενων γενεών και μεταφέρουν αυτό τον θυμό και τη λύπη στις επόμενες γενιές. 

Αυτοί που αισθάνονται ότι πρέπει να διατηρήσουν τις μνήμες, κάτι που τους είναι υπερβολικά δύσκολο γιατί είναι τραμαυτικές, τείνουν να κόβουν δεσμούς με την κοινότητα/εθνότητα που ανήκουν (ίσως αυτό να εξηγεί μερικώς τις εθνομηδενιστικές τάσεις ορισμένων κύκλων). Κάποιοι άλλοι αντίθετα προσπαθούν να καταπνίξουν τα αρνητικά τους συναισθήματα και να τα μετατρέψουν σε θετικά π.χ. με τη μελέτη της ιστορίας, την οργάνωση συλλόγων, το λόμπινγκ, το γράψιμο βιβλίων και το γύρισμα ταινιών για το θέμα κοκ.

Η δυσπιστία είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό αρκετών από τις επόμενες γενεές  γιατί έχουν διδαχθεί ότι ο κόσμος είναι εχθρικός και ότι δεν θα πρέπει να εμπιστεύονται κάποιον που δεν ανήκει στην οικογένειά τους (σημ. ίσως και αυτό να είναι ένας λόγος για την έλλειψη συλλογικότητας των Ελλήνων).  

Σε αντίστοιχη γενοκτονία με των Ποντίων που είναι αυτή των Αρμενίων, οι επόμενες γενιές αισθάνονταν ότι ήταν αβοήθητες στο προσωπικό, συλλογικό και εθνικό επίπεδο και ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το αίσθημα της ανικανότητας συνδεόταν με την επίμονη τουρκική άρνηση για τη γενοκτονία των Αρμενίων (και όχι μόνο, θα πρόσθετα).  Στο σημείο αυτό προβληματίζει η συστηματική άρνηση και υποβάθμιση από τους πολιτικούς ταγούς, τόσο της μικρασιατικής καταστροφής όσο και της γενοκτονίας των Ποντίων. Πρόκειται για αποφυγή μίας δυσβάσταχτης και τραυματικής μνήμης που δεν μπορούν να τη χειριστούν ή είναι μία προσπάθεια ενδυνάμωσης της ανικανότητας και της ανασφάλειας για λόγους καθαρά χειραγώγησης; Πολύ φοβάμαι ότι αυτό το ερώτημα δύσκολα μπορεί να απαντηθεί.

Για να επανέρθω στην αίσθηση της ανικανότητας που αισθάνονται οι μεταγενέστερες γενιές, αυτή  εκφράζεται πολλές φορές με θυμό είτε αυτός στρέφεται εσωτερικά μέσω της αυτοκριτικής είτε εξωτερικά.  Αυτός ο θυμός έχει κληρονομηθεί από τις προηγούμενες γενιές και όταν στρέφεται εξωτερικά τότε στρέφεται εναντίον των άλλων που ανήκουν στο ίδιο έθνος. Δεν είναι ίσως πάλι τυχαίο ότι στην περίοδο της κρίσης, έχει παρατηρηθεί να είναι όλοι εναντίον όλων, πιθανόν λοιπόν ένας από τους λόγους να είναι αυτός ο κληρονομημένος θυμός που η έλλειψη αυτογνωσίας και γνώσης της ιστορίας να τον κάνει να στρέφεται εναντίον των άλλων.

Όπως κάθε τι όμως έτσι και αυτού του τύπου τα τραύματα, σύμφωνα με τους ειδικούς, ευτυχώς θεραπεύονται. Οι τρόποι είναι πολλοί. Ένας από αυτούς είναι να συζητείται το θέμα ανοικτά εντός και εκτός οικογένειας. Με την ανοικτή συζήτηση η συλλογική μνήμη θεραπεύεται από τα τραύματα.  Ένας άλλος, εάν και πλήττεται ιδιαίτερα σήμερα από την παγκοσμιοποίηση, είναι η θρησκεία και η κοινωνική υποστήριξη και παρηγοριά που μπορεί να προσφερθεί μέσω μίας θρησκευτικής κοινότητας αλλά και με την εξάσκηση θρησκευτικών πρακτικών όπως είναι οι λειτουργίες, η προσευχή κτλ.

Είναι λοιπόν καιρός και σε αυτό τον τομέα να προχωρήσουμε, να κάνουμε μία ανοικτή συζήτηση χωρίς ενοχές  και χωρίς θυμό, γνωρίζοντας ποιοι είμαστε και ερευνώντας την πραγματική μας ιστορία (και όχι αυτή που μας διοχετεύεται)  γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε ένα μέλλον σε στέρεες βάσεις.
Φωτεινή Μαστρογιάννη.

 
Προτεινόμενα αναγνώσματα
Dr. Anie Kalayjian and Ms. Marian Weisberg. Generational Impact of Mass Trauma: The Post-Ottoman Turkish Genocide of the Armenians. Διαθέσιμο στο: http://www.humiliationstudies.org/documents/KalayjianGenerationalTransmissionChapter.pdf
Elaine L. Enns. Trauma and Memory: Challenges to Settler Solidarity. Διαθέσιμο στο:
Marianne Hirsch. The Generation of Postmemory. Διαθέσιμο στο: http://urokiistorii.ru/sites/all/files/hirsch_generation_of_postmemory.pdf

Ancharoff, M. R., Munroe, J. F., & Fisher, L. M. (1998). The legacy of combat trauma: Clinical implications of intergenerational transmission. In Y. Danieli (Ed.), International handbook of multigenerational legacies of trauma ( pp. 257 – 276). New York: Plenum

Πηγή: