Δύο νεκροί και 10 τραυματίες στην Αθήνα
επειδή μεταφράστηκε η "Ορέστεια" στη δημοτική με πρωταγωνίστρια την
Κοτοπούλη. "Κάτω οι χυδαϊσταί", φώναζαν οι φοιτητές που συγκρούστηκαν με
το στρατό .Νοέμβρης
1903. Η «Ορέστεια» του Αισχύλου ανεβαίνει στο Βασιλικό Θέατρο Αθηνών
για πρώτη φορά μεταφρασμένη σε συντηρητική δημοτική, δηλαδή κατανοητή
καθαρεύουσα.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη ενσάρκωνε την Αθηνά Παλλάδα και απήγγειλε το «Χαίρε της Τραγωδίας» του Κωστή Παλαμά.
Η μετάφραση έγινε με χρηματοδότηση του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη.
Σκοπός ήταν η αρχαία τραγωδία του Αισχύλου να γίνει κατανοητή στους θεατές.
Όμως,
φαίνεται πως ο εγγράμματος κόσμος δεν ήταν έτοιμος για ένα τέτοιο βήμα,
παρόλο που στο παρελθόν είχε μεταφραστεί και η Αντιγόνη από τον
εμπειροτέχνη του θεάτρου, Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.Η μετάφραση των Ορεστειακών θεωρήθηκε προσβολή της εθνικής ταυτότητας και καταστροφή της ελληνικής γλώσσας. Οργανώθηκαν συλλαλητήρια κυρίως φοιτητών που αγωνίζονταν για την προάσπιση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης.
Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρή συμπλοκή με τον στρατό, η οποία έμεινε στην ιστορία ως «Ορεστειακά».
Ο υποκινητής και ο ξεσηκωμός
Κύριος υποκινητής θεωρήθηκε ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μιστριώτης.Ήταν φανατικός υπέρμαχος της αρχαΐζουσας γλώσσας και το όνομά του είχε συνδεθεί και με τις φασαρίες που είχαν γίνει τον Νοέμβριο του 1901 με τη μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα, τα λεγόμενα Ευαγγελικά.
Ο καθηγητής ξεσήκωσε τους φοιτητές τους και προσκείμενες εφημερίδες για να διαδηλώσουν κατά των «χυδαϊστών» που είχαν βεβηλώσει τα αρχαία κείμενα.
Σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 5 Νοεμβρίου 1903, ο καθηγητής Μιστριώτης είπε ότι η μετάφραση των αρχαίων κειμένων δεν είναι δυνατή και δεν θα είναι ποτέ επιτυχής.
Δήλωσε πως εκείνοι που προτιμούν να δουν μεταφρασμένα τα αρχαία δράματα στο θέατρο είναι σαν να μη θέλουν να ανέβουν στην Ακρόπολη για να θαυμάσουν τον Παρθενώνα, αλλά προτιμούν να κατασκευάσουν «ομοιώματα εκ πηλού και βορβόρου».
Υπέρ του κινήματος που σιγά σιγά διαμορφωνόταν, τάχθηκαν και πολλές εφημερίδες της εποχής,
οι οποίες με τα κείμενά τους «έριχναν λάδι στη φωτιά».
«Θα ώμεν εν μέσω των μνημείων ξένοι», έγραφε η ίδια εφημερίδα σε δημοσίευμα της 17ης Νοεμβρίου.
«Αδύνατον επί τέλους να ευρεθή ποιαν γλώσσαν πρέπει να γράφωμεν. Ο κ. Χρηστομάνος θέλει μίαν δηλώδη,
ο κ. Σωτηριάδης μίαν μικτή, ο δε Πάλλης θέλει μίαν μπηκτήν διά τας υπηρεσίας του προς το γλωσσικόν ζήτημα».
«Ας έλθωμεν σε λεπτομέρειες. Εις ποιαν γλώσσαν πρέπει να γράφωμεν μίαν επιστολήν;
Να την γράφωμεν εις την γλώσσαν του Αισχύλου ή εις τη δημώδη;
Κατά τη γνώμην μας πρέπει να γράφωμεν μαι επιστολήν αναλόγως προς την μόρφωσιν του ταχυδρομικού διανομέως, ο οποίος θα την ανοίξη» έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ στις 6 Νοεμβρίου για να ειρωνευτεί τον σκοπό της μετάφρασης.
Τρεις ημέρες αργότερα έγραφε ότι η Ορέστεια μεταφράστηκε στη βουλγαρική διάλεκτο και πως μας κατέλαβαν οι Βούλγαροι. Και συνέχιζε λέγοντας πως αυτοί που έκαναν τη μετάφραση είναι κουρείς που με ψαλίδια και ξυράφια πετσόκοψαν την ελληνική γλώσσα και βασικούς χαρακτήρες του έργου.
Δημοσίευμα της Εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ εξηγούσε τους λόγους της αντίδρασης που είχε προκληθεί: «Την αγνότητα και καθαρότητα της γλώσσης υπερήσπιζον από του ρύπου των ρακών της δουλωσύνης…
Ούχι μόνον χάριν της γλώσσης και της ιστορίας, αλλά και χάριν σεβασμού προς τους μεγάλους τούτους φωστήρας της διάνοιας δεν συγχωρείται τοιαύτη βεβήλωσις. Τις δεν θα αγαντακτήση ακούων την Αντιγόνην λέγουσαν προς τον Κρέοντα «Τι τσαμπουνάς βρε Κρέοντα;»
Η εξέγερση των φοιτητών
Παρόλο που η πρώτη παράσταση ανέβηκε 1η Νοεμβρίου, το αποκορύφωμα των Ορεστειακών ήταν στις 16 του μηνός.Ήταν 3 η ώρα το μεσημέρι, όταν μια ομάδα φοιτητών συγκεντρώθηκε έξω από το καφενείο «Ο Γαμβέττας» στη συμβολή της οδού Κοραή με την Πανεπιστημίου. Στις 9 η ώρα το βράδυ θα ανέβαινε για μια ακόμη φορά η μεταφρασμένη Ορέστεια στο Βασιλικό Θέατρο.
Μετά από συζήτηση αποφάσισαν να πάνε στη Νομική Σχολή για να ξεσηκώσουν και άλλους φοιτητές.
Έλεγαν πως έπρεπε να εμποδίσουν την προβολή της παράστασης.
Η πύλη της σχολής ήταν κλειστή κι έτσι πολλοί άρχισαν να σκαρφαλώνουν για να μπουν μέσα.
Αφού έκαναν σύσκεψη, πήγαν στα Προπύλαια.
Οι φοιτητές σχεδίαζαν να αγοράσουν κανονικά εισιτήρια, ώστε να μπουν νόμιμα μέσα στην αίθουσα και μετά να αρχίσουν να την αποδοκιμάζουν. Έλεγαν πως διαφορετικά, αν κάποιος προσπαθήσει να τους εμποδίσει, θα χρησιμοποιούσαν βία.
Οι φοιτητές ξεχύθηκαν στην πλατεία του Πανεπιστημίου, στην οδό Κοραή και στη Σταδίου.
«Ζήτω το Πανεπιστήμιον. Κάτω οι χυδαϊσταί», φώναζαν.
Μέσα στο πλήθος ήταν και ο Σαμψάκος, ιδιοκτήτης και εκδότης του «Σκορπιού». Κάποια στιγμή ο Σαμψάκος σηκώθηκε, έβγαλε ένα ψαλίδι και έκοψε τα μακριά μαλλιά του. Οι φοιτητές φαίνεται πως το εξέλαβαν ως ένδειξη αντίδρασης και στα συνθήματά τους προστέθηκε το «Κάτω οι μαλλιαροί».
Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, σταμάτησαν έξω από το Υπουργείο Οικονομικών και φώναζαν «Φωτιά, Φωτιά στα προγράμματα». Κάποιοι που κρατούσαν δαυλούς, το έκαναν πράξη.
Πλησίασαν τα προγράμματα για την «Ορέστεια» που είχαν τοιχοκολληθεί στις πινακίδες του Υπουργείου και έβαλαν φωτιά. Έκαψαν ό,τι πρόγραμμα της παράστασης έβρισκαν στον δρόμο τους. Η Σταδίου θύμιζε πύρινο μέτωπο.
Οι φοιτητές αφού πέρασαν την πλατεία Ομονοίας, κατευθύνθηκαν στο Βασιλικόν Θέατρον μέσω της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Στην είσοδο του θεάτρου βρήκαν αστυφύλακες και τον υποδιευθυντή της Αστυνομίας Σκωτίδη, οι οποίοι εμπόδιζαν την εισβολή των εξαγριωμένων φοιτητών. Οι φοιτητές ζητούσαν να μιλήσουν με τον Στέφανο Στεφάνου διευθύνοντα γραμματέα του θεάτρου και πρωτοπόρο ποιητή, με την καθοδήγηση του οποίου είχε γίνει η μετάφραση. Ο υποδιευθυντής τους έλεγε ότι δεν βρίσκεται εκεί και ότι αν θέλουν να συγκαλέσουν μια μικρή επιτροπή για να εκφράσει το αίτημά τους. Εκείνοι ξεσηκώθηκαν περισσότερο. Έλεγαν ότι δεν πρόκειται φύγουν και φώναζαν με μια φωνή «Κάτω η μετάφρασις. Δεν θα παιχθή. Όχι».
Λίγο αργότερα στο σημείο έφτασε ο αντεισαγγελέας Δαμασκηνός, ο οποίος τους ζήτησε να διαλυθούν. Όμως, κανένας δεν φοβήθηκε.
Κάποιοι ζήτησαν να αγοράσουν εισιτήρια, αλλά δεν τους έδωσαν.
Άρχισε να νυχτώνει. Οι φοιτητές μεταφέρθηκαν στην Σταδίου για να διαδηλώσουν και στη συνέχεια να επιστρέψουν στο θέατρο και να εμποδίσουν τον κόσμο να δει την παράσταση.
Οι διαδηλωτές έφτασαν μέχρι την πλατεία Συντάγματος. Στάθηκαν μπροστά από τα βασιλικά ανάκτορα, τη σημερινή Βουλή, και φώναζαν «Δεν θα παιχθή. Δεν θα παιχθή». Ήθελαν να δείξουν την αντίθεσή τους στο Παλάτι, το οποίο είχε εγκρίνει την μετάφραση.
Καθώς επέστρεφαν προς το Βασιλικό Θέατρο, στο τέλος της οδού Σταδίου, λίγο πριν την πλατεία Ομονοίας συνάντησαν έφιππους και πεζούς στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί για να εμποδίσουν τα επεισόδια.
Κάποιοι περισσότερο τολμηροί συνέχισαν να περπατούν διαλαλώντας ξανά και ξανά «Κάτω οι διαστραβλωταί της γλώσσης».
Ο επικεφαλής του στρατού αστυνόμος Μπάκας, τους είπε ότι δεν θα τους επιτρέψει να περάσουν. Επικράτησε πανικός.
Ο στρατός εισχώρησε στο φοιτητικό πλήθος για να το διαλύσει υπό την απειλή των όπλων.
Πολλοί οπισθοχώρησαν. Κάποιοι πρόλαβαν και μπήκαν στα καταστήματα πριν οι ιδιοκτήτες σφραγίσουν τις πόρτες τους για να προστατέψουν τις περιουσίες, αλλά και τη σωματική τους ακεραιότητα. Όμως, μερικοί έμειναν εκεί για να αντισταθούν.
Οι περισσότεροι ήταν άοπλοι. Πετούσαν προς το στρατό ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, όπως καρέκλες από τα γύρω καφενεία.
Λίγα λεπτά αργότερα, οι φοιτητές ενεθάρρυναν. «Εμπρός! Εμπρός» φώναξαν και προσπάθησαν για μία ακόμη φορά να περάσουν το μπλόκο του στρατού και να μπουν στην πλατεία Ομονοίας. Οι έφιπποι στρατιώτες τους εμπόδισαν για μία ακόμη φορά. Περίπου είκοσι φοιτητές συνελήφθησαν.
Μετά την πρώτη συμπλοκή, πολλοί φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το καφενείον «το Βυζαντινόν», όπου σχεδίαζαν την επόμενη ενέργειά τους. Περίπου 150 φοιτητές μεταφέρθηκαν μπροστά από το Πανεπιστήμιο για να ενωθούν με τους υπόλοιπους. Κάποιοι αποφάσισαν να μην συνεχίσουν. Οι περισσότεροι οργανώθηκαν και πήγαν στα Χαυτεία, την περιοχή γύρω από τη διασταύρωση της οδού Αιόλου με την οδό Σταδίου.
«Εμπρός παιδιά ας μας σκοτώσουν. Κάτω οι δολοφόνοι. Ζήτω το Πανεπιστήμιο», ζητωκραύγαζαν. Αλλά στον δρόμο τους βρήκαν πάλι τις δυνάμεις του στρατού. Στο σημείο είχαν φτάσει και δυνάμεις της Πυροσβεστικής με δυο μεγάλες αντλίες και τρία βυτία γεμάτα με νερό, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν με την πρώτη ευκαιρία. Το ιππικό είχε εντολή να μην υποχωρήσει ό,τι και να γίνει. Κάποια στιγμή άρχισαν να πέφτουν και πυροβολισμοί. Σύμφωνα με την περιγραφή της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ, οι πυροβολισμοί προέρχονταν και από τις δυο πλευρές. Η εξέγερση των φοιτητών είχε μετατραπεί σε μάχη. Κάποιοι τράπηκαν σε φυγή. Οι στρατιώτες προέταξαν τις ξιφολόγχες τους για να απομακρύνουν και τους υπόλοιπους.
Από τη συμπλοκή τραυματίστηκαν κάποιοι φοιτητές. Ένας έπεσε νεκρός. Ήταν ο 18χρονος Γεώργιος Μαντάς.
Δέχτηκε μια σφαίρα πάνω από το στήθος. Συμφοιτητές του τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο, αλλά ο 18χρονος υπέκυψε στα τραύματά του. Άλλοι μιλούν και για δεύτερο νεκρό.
Τότε οι φοιτητές αποφάσισαν να διαλυθούν. Ένας φοιτητής πήρε τον λόγο και τους είπε ότι πρέπει να διαλυθούν γιατί κινδυνεύει η ζωή τους. «Μην πτοείσθε κύριοι. Δεν πρέπει να πτοηθώμεν, αλλά εμμείνωμεν αμυνόμενοι προς διάσωσιν του ιερώτερου πράγματος, της γλώσσης μας».
Εν τω μεταξύ η παράσταση είχε ξεκινήσει κανονικά στις 9 η ώρα το βράδυ, στην οποία παρευρέθηκε και ο Πρωθυπουργός Ράλλης με τις κόρες του. Γύρω από το θέατρο παρέμειναν δυνάμεις του στρατού για να σταματήσουν οποιαδήποτε εξέγερση.
Μέχρι τις 10 η ώρα τα πράγματα είχαν ηρεμήσει.
Κάποιοι πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησαν να αφήσουν ελεύθερους τους συμφοιτητές τους που είχαν συλληφθεί.
Όμως, δεν τα κατάφεραν.
Την επόμενη ημέρα, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών ζήτησε από τους φοιτητές να σταματήσουν να ασχολούνται με αυτό το θέμα, καθώς θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο και εκθέτουν το Πανεπιστήμιο. Παράλληλα, διέταξε τους καθηγητές να επαναφέρουν την τάξη και την ησυχία.
Το βράδυ παρακολούθησε την παράσταση ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος έδωσε συγχαρητήρια στον διευθυντή του θεάτρου Στέφανο Στεφάνου, αλλά του ζήτησε να ανασταλεί η παράσταση. Κάτι που έγινε.
Οι συλληφθέντες ανακρίθηκαν και φυλακίστηκαν. Κάποιοι από αυτούς ήταν πολίτες που ενεπλάκησαν στα γεγονότα.
Ο ανακριτής κάλεσε στο Πρωτοδικείο τους διευθυντές και τους συντάκτες των εφημερίδων «Εσπερινή», «Χρόνος» και «Κραυγή», με την κατηγορία ότι «δημοσιεύουν άρθρα και περιγραφάς εξεγείρουσας τους φοιτητές».
Ο Υπουργός Εσωτερικών Μαυρομιχάλης ζήτησε από τον Βασιλιά να παρασημοφορήσουν τον αστυνομικό Μπάκα για τις υπηρεσίες του και για το θάρρος του να «προτάξει το στήθος του στο πλήθος».
Τα αιματηρά Ορεστειακά είχαν τελειώσει. Στις 29 Ιανουαρίου ο καθηγητής Μιστριώτης επέστρεψε κανονικά στο μάθημά του.
Πηγή: