Ευρωπαϊκά ερωτήματα που θέτει η κυβέρνηση της Ιταλίας...



Η λαϊκή δυσαρέσκεια των μεγάλων πόλεων του ιταλικού βορρά από την πλησμονή τους από τα κύματα προσφύγων που παρήγαγε η προ οκταετίας αστόχαστη δυτική παρέμβαση στη Λιβύη και στη Συρία έδωσε στρατηγική πλειοψηφία στο μεταλλαγμένο σε σχέση με το προ εικοσαετίας παρελθόν του κόμμα της Λέγκας του Βορρά και στον νεαρό ηγέτη του Ματτέο Σαλβίνι.

 
Η αποσύνθεση των παραδοσιακών και ελεγχόμενων από τις ιταλικές και ευρωπαϊκές ελίτ συντηρητικών δυνάμεων της Ιταλίας, που στις τελευταίες εκλογές (Μάρτιος 2018) εκπροσώπησε και πάλι η θλιβερή σκιά του καβαλλιέρε Μπερλουσκόνι, έδωσε την δυνατότητα στη Λέγκα και στο κόμμα των «Πέντε Αστέρων» (που στο πρόσφατο παρελθόν εμφανιζόταν ριζοσπαστικά ευρωσκεπτιστικό αλλά φαίνεται εδώ και δύο χρόνια να έχει μάλλον ελαστικοποιήσει τη γραμμή του) να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού που από τις αρχές του καλοκαιριού αναζητεί μια πρόσφορη πρόταση αιτημάτων αυξημένης εθνικής διαχειριστικής ελευθερίας απέναντι στους ασφυκτικούς καταναγκασμούς του τροποποιημένου επί το αυστηρότερο Συμφώνου Σταθερότητας που ισχύει στην Ε.Ε. και ιδίως στην Ευρωζώνη από το Δεκέμβριο του 2011.
Η επιδίωξη της ιταλικής κυβέρνησης είναι η πρόταση αυτή να αποτελέσει διαπραγματευτική βάση απέναντι στη Γερμανία και τις Βρυξέλλες για μια πιθανή ανατοποθέτηση των εκκρεμοτήτων της ιταλικής οικονομίας και αναδιανομής ευθυνών δημοσιονομικής διαχείρισης μεταξύ Ιταλίας και Βρυξελλών.
Η δυσκολία αυτής της προσδοκώμενης διαπραγμάτευσης είναι εμφανής. Δεν είναι όμως αυτό το σημείο επί του οποίου θέλουμε να επεκταθούμε. Το σημείο που ενέχει ένα πρώτο και διαφοροποιημένης τάξης πολιτικό ενδιαφέρον είναι ότι η σημερινή ιταλική κυβέρνηση έχει από την πρώτη στιγμή χαρακτηριστεί από σύσσωμο το συντηρητικό ευρωπαϊκό κατεστημένο ως «ακροδεξιά».
Το επιχείρημα είναι προφανώς η πρόταξη από τη νέα ιταλική κυβέρνηση μιας αντιμετώπισης των ιταλικών οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων που παρεκκλίνει από την ευρωπαϊκή οικονομική «νομιμότητα», όπως αυτή επιβάλλεται από τη νομισματική λογική του ευρώ και παρεκκλίνει επίσης και από την ευρωπαϊκή παραλυσία σε ότι αφορά την εφαρμογή μιας ενιαίας πολιτικής αποτελεσματικής αντιμετώπισης των μεταναστευτικών εισβολών στις νότιες χώρες της Ευρώπης, όπως κυρίως είναι η Ιταλία και η πολύ περισσότερο υφιστάμενη τις επαχθείς συνέπειες Ελλάς.
Η ιταλική κυβέρνηση θέλει, εν όψει των επερχομένων εκλογών για την εκλογή νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την συνακόλουθη ανανέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να επαναθέσει σε συζήτηση κάποιες παραμέτρους της ευρωπαϊκής νομισματικής τάξης.
Παράλληλα και δια μέσου μιας αυστηρότερης στάσης στο ζήτημα της εισδοχής νέων μεταναστών και της παραμονής στο ιταλικό έδαφος ενός μειωμένου αριθμού παλαιοτέρων επιζητεί να ενισχύσει την εκλογική της βάση ώστε να παρουσιαστεί ενισχυμένη στην επιδιωκόμενη οικονομική διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες, αν αυτή χρειαστεί να ουσιαστικοποιηθεί μετά από πιθανές νέες ιταλικές εκλογές.
Με τα συγκεκριμένα δεδομένα αναρρωτιέται όμως κανείς αν ο χαρακτηρισμός του σημερινού κυβερνητικού σχηματισμού στην Ιταλία ως ακροδεξιού αντιστοιχεί επακριβώς στην πολιτική πραγματικότητα. Η επιδίωξη επιστροφής εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις προκειμένου να ακολουθήσουν πολιτικές που οι λαοί των χωρών-μελών δείχνουν να επιδοκιμάζουν ως περισσότερο «φιλολαϊκές» είναι επαρκής βάση για τον χαρακτηρισμό μιας εθνικής κυβέρνησης ως ακροδεξιάς;
Το ερώτημα ισχύει ακόμη και για την αποτυχούσα στις περυσινές εκλογές για την γαλλική προεδρεία Μαρί Λεπέν με την οποίαν ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ματτέο Σαλβίνι συναντήθηκε πρόσφατα στη Ρώμη (8/10). Αν η κυρία Λεπέν δεν έφερε το όνομα του ακροδεξιού ασφαλέστατα πατρός της θα χαρακτηριζόταν κατ’ απόλυτη ακριβολογία ως ακροδεξιά επειδή και μόνον παρουσίασε εκλογική πλατφόρμα λύσεων εθνικής και όχι ευρωλογικής υπαγόρευσης και προτεραιότητας;
Επειδή απείλησε με πιθανή αποχώρηση της Γαλλίας από την υφισταμένη (με γαλλική ασφαλώς συνυπευθυνότητα) ασφυκτική ευρωνομισματική τάξη;
Η στροφή (παλινδρόμηση) των λαών προς την αναζήτηση εκ νέου εθνικής προστασίας απέναντι σε ευρωπαϊκές πολιτικές που καταφανώς και ανενδοίαστα μειώνουν το επίπεδο ευημερίας τους προς όφελος συγκεντρωτικών οικονομικών μειοψηφιών συνιστά κατ’ ανάγκη ακροδεξιά στροφή;
Δεν αντιλέγει κανείς, ότι η πρόταξη των εθνικών προτεραιοτήτων θα μπορούσε υπό όρους να επιδεχτεί το δεξιό πολιτικό πρόσημο. Αλλά η χαρακτηρισμός μιας ανάλογης πολιτικής με αυτή που φαινομενικά δείχνει να ακολουθεί η ιταλική κυβέρνηση ως ακροδεξιάς νομιμοποιείται; Αν ναι ποιος την προκαλεί; Και με ποια πολιτικά κριτήρια οι ακολουθούμενες εδώ και μια εικοσαετία από την Ε.Ε, νεοφιλελεύθερες πολιτικές συρρίκνωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, κατάλυσης του κράτους πρόνοιας, φαλκίδευσης των εισοδημάτων και της απασχόλησης και ασύδοτης κυκλοφορίας μεταναστών στις οικονομικά πληττόμενες από την κρίση των χρεών (που επέφερε η άκριτη υιοθέτηση του συγκεκριμένου θεσμικά ευρώ) ευρωπαϊκές χώρες του νότου είναι προοδευτική πολιτική που θα έπρεπε όλοι αδιαμαρτύρητα να αποδέχονται; Μήπως τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα;
Μήπως πραγματικά ακροδεξιές είναι οι πολιτικές επαύξησης της οικονομικής ανισότητας που προστάζει η Ευρώπη και απλώς οι ευρωπαϊκοί λαοί επιζητούν κάτι πιο δίκαιο και πιο αποδεκτό από μεγάλες λαϊκές πλειοψηφίες; Ερωτήματα θέτουμε που δυστυχώς τα πράγματα υπαγορεύουν και στα οποία βεβαίως δεν θα παραλείψουμε να επανέλθουμε σε άλλη ευκαιρία.
του Παναγιώτη Γεννηματά


Πηγή: