Η εμφανής αδυναμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις αποτελεί έναν ακόμη σημαντικότατο παράγοντα για τη μικρή ανάκαμψη που σημειώνει η ελληνική οικονομία. Επίσης η γενικότερη κατάστασή του (υψηλά μη αποτελεσματικά ανοίγματα, χαμηλή κερδοφορία, μεγάλες προβλέψεις) συμβάλλει αποφασιστικά στην εικόνα χαμηλής μεγέθυνσης της οικονομίας.
Οι δύο βασικές ενδογενείς μεταβλητές της οικονομίας, η αποταμίευση και οι επενδύσεις, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τόσο από την περίοδο πριν την κρίση όσο και από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης.Στον δημόσιο διάλογο η συνεχιζόμενη αποχή των επιχειρήσεων από τις επενδύσεις συνδέεται συχνά με τις αρνητικές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών. Επί της ουσίας γίνεται η υπόθεση ότι οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις των επιχειρήσεών μέσω δανείων, λόγω ανεπαρκών καταθέσεών. Επομένως, επειδή μειώνονται οι καταθέσεις των νοικοκυριών, μειώνεται ταυτόχρονα και ο δανεισμός των επιχειρήσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους. Η θέση αυτή είναι απόρροια της γνωστής αντίληψης της νεοκλασικής οικονομικής σχολής ότι μπορούμε να επενδύσουμε μόνο αυτό που έχουμε αποταμιεύσει.
Ας δούμε όμως πως πραγματικά προσδιορίζονται και πως συσχετίζονται τα δύο αυτά μεγέθη. Η αποταμίευση και η επένδυση είναι μεγέθη που προσδιορίζονται από το οικονομικό σύστημα (ενδογενείς μεταβλητές) και όχι παράγοντες που το προσδιορίζουν. Η αποταμίευση εξαρτάται από το εισόδημα το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από την επένδυση. Επομένως, όταν μεταβάλλεται η επένδυση, το εισόδημα πρέπει υποχρεωτικά να μεταβληθεί στον βαθμό ακριβώς εκείνον που είναι αναγκαίος για να εξισωθεί η μεταβολή της αποταμίευσης με τη μεταβολή της επένδυσης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η επένδυση προσδιορίζει την αποταμίευση μέσω της μεταβολής του εισοδήματος. Η αποταμίευση, είναι απλό υπολειμματικό μέγεθος. Οι αποφάσεις για κατανάλωση και οι αποφάσεις για επένδυση μεταξύ τους προσδιορίζουν τα εισοδήματα.
Περιορισμένη ζήτηση για δάνεια
Τα δάνεια που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις καταθέσεις, αλλά η διαδικασία αυτή δεν είναι μονής κατεύθυνσης. Με τη ίδια διαδικασία της παροχής δανείων δημιουργείται πιστωτικό χρήμα, το οποίο τροφοδοτεί και τις καταθέσεις. Συνεπώς η διερεύνηση αυτής της σχέσης είναι σημαντική για την εξέταση των αρνητικών καθαρών επενδύσεων σε όλη την περίοδο που μελετάμε, καθώς οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στην περιορισμένη ζήτηση για δάνεια από τις επιχειρήσεις και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ισολογισμών του τραπεζικού τομέα.Επομένως, η θέση που μόλις εκφράσαμε βρίσκεται στον αντίποδα της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, όπως αυτή εκφράζεται και από συγκεκριμένους κύκλους στον δημόσιο διάλογο. Σύμφωνα με αυτήν, δεν μπορούμε να επενδύσουμε εκείνο που δεν έχουμε αποταμιεύσει. Τώρα γνωρίζουμε ότι η ζήτηση δανείων είναι περιορισμένη, λόγω των χαμηλών προσδοκιών κερδοφορίας των επιχειρήσεών.
Επίσης, ακόμη και αν διαπιστωθεί αύξηση της ζήτησης, το τραπεζικό σύστημα, λόγω των εσωτερικών του προβλημάτων (μη αποτελεσματικά δάνεια) και των υψηλών πιστοδοτικών κριτηρίων (Δες Πίνακα 2) που έχει θέσει με την προτροπή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), δεν θα μπορούσε να καλύψει τις δανειακές ανάγκες των επιχειρήσεων.
Επομένως, το ζητούμενο είναι
να συγκεκριμενοποιηθούν οι μηχανισμοί που αυξάνουν το παραγόμενο
εισόδημα. Εφόσον, λοιπόν, η αποταμίευση και η επένδυση είναι μεγέθη που
προσδιορίζονται από το οικονομικό σύστημα, αναγκαστικά συνιστούν τα
δίδυμα αποτελέσματα των προσδιοριστικών παραγόντων του συστήματος,
δηλαδή, της ροπής προς κατανάλωση, της οριακής απόδοσης του κεφαλαίου
και του επιτοκίου.
Οι προσδιοριστικοί αυτοί παράγοντες είναι
πολύπλοκοι και ο καθένας είναι ικανός να επηρεάζεται από τις
προσδοκώμενες μεταβολές στους άλλους. Παραμένουν, όμως, ανεξάρτητοι, με
την έννοια ότι οι τιμές τους δεν μπορούν να εξαχθούν η μια από την άλλη.
Τα παραπάνω δείχνουν απλά ότι για να λειτουργήσει το σύστημα, δηλαδή η
συνολική οικονομία, κάτι το οποίο αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, θα πρέπει
να «τεθούν στη λειτουργία της» οι αναφερόμενοι προηγουμένως
προσδιοριστικοί παράγοντες.
Πηγή: