Εστω ένα και μόνο ακομμάτιστο κανάλι, μια χούφτα δημοσιογράφων με νηφάλιο ρεαλισμό και κριτική αμεροληψία, θα μπορούσε να νεκραναστήσει τον τόπο, να γεννήσει αισιοδοξία. Μια εφήμερη, αλλά μαχητική διοίκηση της ΕΣΗΕΑ, θα λειτουργούσε σαν καταλύτης πολιτικής νεκρανάστασης, αν ξεχώριζε, θαρραλέα και φωναχτά, την ήρα από το σιτάρι. Αν πάλευε να σώσει ζωντανή την επίγνωση: ποιος λειτουργός της πληροφόρησης πουλιέται και ποιος αντιστέκεται. Τι θα πει «είδηση» και τι «παραπληροφόρηση» όταν εξαγοράζονται οι μεταδότες.
Μήπως ο χαρακτηρισμός «κοινωνικό έγκλημα» είναι υπερβολή για εντυπωσιασμό; Οχι, διότι η προσκυνημένη δημοσιογραφία παραλύει και τελικά ακυρώνει κάθε κοινωνική δυναμική. Πρώτιστο έγκλημα δεν είναι ότι διακινεί το ψεύδος, αλλά ότι αποκόβει τον πολίτη από την πραγματικότητα και τον εγκλωβίζει στις ψευδαισθήσεις των «εντυπώσεων». Η δημοσιο-γραφία δεν κατα-γράφει τα του δήμου, υιοθετεί τον εργολαβικό ρόλο των opinion makers. Οικοδομεί την «κοινή γνώμη», κατασκευάζει μια πλασματική πραγματικότητα με «υλικό» τις εντυπώσεις, κερδίζει με τεχνάσματα πελάτες - καταναλωτές για το «εμπόρευμα» που πλασάρει (κόμμα, ιδεολογία, «αγορές», τζόγος της εξουσίας).
Και οι «πολίτες» (μόνο ψηφοφόροι πια, αμέτοχοι στα κοινά, θεσμικά αποκλεισμένοι από τη διαχείριση της ζωής μας) εθιστήκαμε, με τα χρόνια, στον εξευτελιστικό αυτόν ευνουχισμό. Δεν είμαστε πλέον πολίτες, είμαστε μόνο καταναλωτές εντυπώσεων, δέσμιοι της βαθειάς ανασφάλειας που γεννάει την τυφλή εξάρτηση από την αγέλη. Μόνον έτσι εξηγείται το φαινόμενο να έχουν ακόμα «οπαδούς», και μάλιστα φανατικούς, αγέλες που ρήμαξαν τον τόπο: το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ., ακόμα και ο φαιδρός ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η έσχατη συλλογική εξηλιθίωση (ανάλογη της ποδοσφαιρολαγνείας και του τζόγου) είναι οργανικός καρπός και δημιούργημα μιας στρατιάς συμβιβασμένων της ραδιοτηλεοπτικής (κυρίως) δημοσιογραφίας. Χωρίς να αποκλείουμε και τους ανατριχιαστικά ατάλαντους ή ανεγκέφαλους που αναλαμβάνουν πάντοτε τη λάντζα κάθε ολοκληρωτισμού.
Χρειάστηκαν σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια αναρίθμητων «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», θεσμικής κατάλυσης των στοιχειωδών προϋποθέσεων παιδείας και καλλιέργειας του ελληνώνυμου Ελλαδίτη. Χρειάστηκε να υποβαθμιστούν τα πανεπιστήμια στο έσχατο όριο εξευτελισμού (να ιδρύονται σαν προεκλογική παροχή «ενοικιαζόμενων δωματίων» για εξαγορά ψήφων ή σαν «επαγγελματική στέγη» για κομματικούς συνδικαλιστές και αφισοκολλητές). Χρειάστηκαν αυτά τα επονείδιστα και πλήθος ανάλογα τερατώδη και δυσώδη αποκυήματα της κομματοκρατίας, για να φτάσουμε σε ένα τόσο υψηλό ποσοστό εξαγορασμένης (ποικιλόθεν) δημοσιογραφίας όσο το σημερινό στη χώρα μας.
Οι δημοσιογράφοι είναι οι λειτουργοί της μοναδικής «διά βίου» εκπαίδευσης όλων των Ελλήνων. Και αρκεί να ανοίξει κανείς την τηλεόραση για να εκτιμήσει σε ποια χέρια έχει αφεθεί αυτή η «εκπαίδευση». Ολη τη μέρα, το 95% των καναλιών λειτουργούν σαν ψιλικατζίδικα του παρεμπορίου: πουλάνε παντόφλες, αλοιφές, εσώρουχα, συμπληρώματα διατροφής, είδη κουζίνας – ό,τι φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Και το βράδυ, από τα ίδια κανάλια, παρελαύνουν εξωφρενικά τυχάρπαστες ασημαντότητες, να καταθέσουν γνώμη, άποψη, προτάσεις θλιβερής ασυναρτησίας για οποιοδήποτε πρόβλημα του κοινού βίου.
Ποια είναι τα αντανακλαστικά αυτοάμυνας της ΕΣΗΕΑ;
Υστερόγραφο: Οσοι έχουμε εμπειρία της δουλειάς του δασκάλου, μάθαμε να πειθαρχούμε σε μια θεμελιώδη αρχή: Να μην απαντάμε ποτέ σε απορίες ή αιτιάσεις αδιάβαστου μαθητή. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι ειλικρινά αγαπητός μου, ευπρεπής δημοσιογράφος, επιδέξια πένα.
Αλλά το κείμενό του στην «Κ», στις 3.9.2018, κραύγαζε (όχι επέτρεπε να συμπεράνουμε) ότι δικό μου βιβλίο δεν έχει διαβάσει, και αν σπανίως διαβάζει κάποια από τις επιφυλλίδες μου, φοράει τα γυαλιά (παραδόξως) φανερής προκατάληψης. «Παραμερισμός της κλασικής Ελλάδας» στα δικά μου γραφτά, «άγνοια του Παρθενώνα», η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού διεστραμμένη σε ιδεολόγημα(!) – πολύ φτηνές ετικέτες για μια γραφίδα σαν του Θεοδωρόπουλου. Δεν επιτρέπουν απάντηση. Επιβάλλουν να γίνει σεβαστός ο διαβασμένος αναγνώστης.
Πηγή: