Αλλά δεν είναι μόνον η καθαυτή φύση του όντος μη προσδιορίσιμη. Και ο ίδιος ο φόβος δεν μπορεί να προσδιοριστεί σταθερά και με σαφήνεια. Και ας θέσουμε μερικά ερωτήματα, τα οποία όμως στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από το ίδιο πρόβλημα, εκείνο της ποιότητας του πυρήνα του φόβου:
(α)είναι ο φόβος μία παθητικότητα ή μήπως σε μερικές περιπτώσεις είναι και μία επιθετική ποιότητα; Εννοούμε μια επιθετική ποιότητα στη φύση του και όχι μια επιθετική δράση σαν συνέπεια της ύπαρξής του.
(β)Αν κάποιος θέλει να κυριαρχήσει πάνω σε κάποιον άλλον ή στον κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι “φοβάται” στην πιθανότητα να μη το πετύχει – γιατί και αυτός θα νοιώθει άγχος και φόβο μπροστά στην αποτυχία των προσδοκιών του;
(γ)Ο υπερβολικός φόβος δείχνει μία αδυναμία ή μια υπερβολική ατομικιστική επιλογή; Και σε ποιες περιπτώσεις;
(δ)Τι προηγείται: η κυριαρχικότητα ή ο φόβος;
(ε)Αποτελεί ο φόβος μία αθωωτική δικαιολογία για τις ανθρώπινες αντιδράσεις; Στη νομική επιστήμη αυτό αντιμετωπίζεται με το μέτρο ενός φυσιολογικού μέσου ανθρώπου, που οφείλει να πράξει κάτι εφ’ όσον δεν κινδυνεύει η δική του ζωή κτλ.
(στ)Γιατί συχνά συναντάται στο ίδιο άτομο και ο φόβος και η κυριαρχικότητα;
(ζ)Ταυτίζεται ο φόβος με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Ποια η διαφορά τους αν υπάρχει;
(η)Ο φόβος, η αυτοσυντήρηση και ο ανταγωνισμός ταυτίζονται;
Δεν θα αναφερθούμε ειδικότερα σε όλα αυτά τα ερωτήματα ούτε και σε άλλα ίσως εξίσου σημαντικά, γιατί ο χώρος ενός άρθρου δεν είναι κατάλληλος για τέτοια ανάπτυξη – που και πάλι ανεπαρκέστατη θα ήταν. Στο πεδίο της σκέψης όμως δεν πρέπει να αρκεστούμε στον χειρισμό των γεγονότων όπως στη νομική πρακτική, θα πρέπει να εγερθούν τα θεμελιώδη ερωτήματα, όχι τόσο για να απαντήσουμε άμεσα, αλλά για να συλλογιστούμε βαθύτερα πάνω στα ριζικά προβλήματα του ανθρώπου. Και είναι αναγκαίο να τα αναγνωρίσουμε ως ριζικά, χωρίς να τα προσπερνάμε ως αυτονόητα πράγματα, γιατί η λατρεία του αυτονόητου μας απογυμνώνει από την ανθρωπινότητά μας και μας βυθίζει σε μια κατάσταση απουσίας βούλησης ως έρμαια των συνθηκών και ακόμη και των ίδιων των επιλογών μας.
Οι θρησκείες προσπάθησαν να διαλύσουν, να μειώσουν και να χειριστούν τον φόβο με τα πολλά του πρόσωπα, αλλά οι εγκόσμιες τάσεις που διέκριναν την πρακτική τους δημιούργησαν και επέβαλαν νέους φόβους και ολοκληρωτισμούς τόσο σε πρακτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, ώστε δεν κατέστη δυνατή αυτή η μείωση ή, έστω, ήταν μικρότερη των δυνατοτήτων.
Ο υλισμός προσπάθησε να αποφύγει τον φόβο μέσω της αμφισβήτησης της εσωτερικής διάστασης του ανθρώπου, αλλά η αποδοχή της τυχαιότητας της ύπαρξης του ανθρώπου και του αυτονόητου του φόβου απλώς επικάλυψαν με έναν κυνισμό την πραγματικότητα, ενέτειναν την επιθυμία ως μοναδικό παράγοντα προσοχής και αναδύθηκε πιο έντονα ο φόβος του φόβου, δηλαδή ο φόβος τώρα πρέπει να εξορκιστεί με συνεχείς αρνήσεις και a priori απόρριψη της αμφιβολίας για τη συνέχεια του όντος (το ον σαν εαυτός και συνείδηση εξαφανίζεται οριστικά), παράδοση στην τυχαιότητα των συνθηκών της ζωής και θεοποίηση του ανθρώπου – για όσο ζει.
Το τοπίο της ανθρώπινης ψυχολογίας είναι για όλους μας πολύ ζοφερό και δεν έχουμε τις αναγκαίες δυνάμεις και δυνατότητες να το υπερβούμε χωρίς οδύνη.
Αρχικά, για να ορίσουμε τη φύση του φόβου, πρέπει να ορίσουμε τα εξής:
(α)τη φύση του θανάτου τον οποίο φοβόμαστε,
(β)τη φύση του όντος, για να καταλάβουμε τι ακριβώς απειλείται από τον θάνατο,
(γ)τη φύση της σωματικότητας που ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος θέλει τόσο να διατηρήσει – μέχρι γελοιότητας, χωρίς όμως να την κατανοεί αληθινά,
(δ)τη φύση της συνείδησης, γιατί στην πραγματικότητα ο θάνατος μας τρομάζει ως μία διακοπή της συνέχειας της συνείδησής μας,
(ε)τη φύση του χρόνου, γιατί ο χρόνος είναι αυτός που δημιουργεί την παροδικότητα και, εντρυφώντας σε αυτό το πεδίο σκέψης, αναγκαστικά θα έλθουμε στο αδιέξοδο του ορισμού του χρόνου – και δεν μιλάμε για έναν ορισμό εργαλειακό, αλλά για έναν ορισμό της αληθινής φύσης του.
Αυτά όλα, βέβαια, δεν πρόκειται να απαντηθούν πραγματικά και έτσι ο άνθρωπος θα προσπαθεί να διατηρήσει τη σωματική ζωή πάση θυσία γιατί αυτό επιθυμεί, με όλες τις τερατώδεις παρενέργειες που αναφέρονται γλαφυρά στο άρθρο “Ο θάνατος του θανάτου στο έργο του Νταμούρ” των Γ.Κουτσαντώνη και Μ.Θεοδοσιάδη[i].
Τι άραγε είναι ο θάνατος; Αρχικά, είναι κυρίως η διακοπή της συνέχειας της συνειδητότητάς μας και, επομένως, το α ερώτημα για τη φύση του θανάτου με το δ για τη φύση της συνείδησης συνδέονται στενά. Αν ο άνθρωπος πετύχει την σωματική αθανασία, θα είναι πραγματικά ελεύθερος και αθάνατος; Οι πολλοί πιστεύουν πως ναι, θα είναι. Είναι αυτό αληθινό ή μήπως είναι μια απλή υποταγή στον φόβο τους; Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αληθινή ελευθερία δεν εξαρτάται από τις συνθήκες, ούτε ο φόβος εξαλείφεται επειδή οι συνθήκες που τον αποκαλύπτουν διορθώνονται, γιατί μόλις αυτές επανέλθουν αυτός θα ξαναέλθει στην επιφάνεια. Είναι πιο βαθύς από τις συνθήκες της ζωής, γιατί αποτελεί ένας είδος λανθασμένης αντίληψης και βίωσης των πραγμάτων, μία πλάνη. Και να προσθέσουμε – για τους αντιδραστικούς – ότι αυτό δεν είναι πρόταση να επιλέξουμε τη σκλαβιά, εφ’ όσον δήθεν η ελευθερία δεν θα μειωθεί ως μη εξαρτώμενη από τις συνθήκες, αλλά ότι ο περιορισμός της ζωής πρέπει να είναι τόσος όσος είναι αναγκαίος για την καλλιέργεια της ελευθερίας και όχι τόσος και τέτοιος ώστε να την εμποδίζει και να την διαστρεβλώνει. Άλλο η σκλαβιά και άλλο ο περιορισμός. Πώς θα το κρίνουμε αυτό; Εδώ στοχαζόμενοι θα δούμε να ξετυλίγεται το κουβάρι των ποιοτήτων όλης της ζωής μας, των πολιτικών επιλογών, της ψυχολογίας, της επιστήμης και όλων των τομέων σκέψης και δράσης σε συνδυασμό μεταξύ τους, γιατί ο συνδυασμός τους παράγει αποτελέσματα προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.
Και είναι πλάνη ο φόβος του θανάτου, είτε θεωρήσουμε ότι υπάρχει η συνέχεια της συνείδησης μετά τον θάνατο οπότε δεν θα έχει καν λόγο ύπαρξης, είτε θεωρήσουμε ότι εκ φύσεως αυτή η συνείδηση πέφτει σε ανυπαρξία, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν θα έπρεπε να προκαλεί φόβο κάτι τόσο φυσιολογικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις ο φόβος παρίσταται ως μία στρέβλωση. Επομένως, η αθανασία του σώματος δεν θα εξάλειφε τον φόβο, ούτε θα αύξανε την ελευθερία. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε τεράστιο πρόβλημα σαν άνθρωποι, έθνη και ανθρωπότητα με τον φόβο του θανάτου.
Έπειτα, έχουμε σκεφθεί σοβαρά τι σημαίνει αθανασία; Μιλάμε για μια αιωνιότητα, για άπειρο χρόνο, και δεν μπορούμε καν να αγγίξουμε την έννοια του απείρου. Την ζωντανή έννοια του απείρου (άπειρο ενεργές στο παρόν) πρωτοεισήγαγε στα μαθηματικά ο νεαρός τότε μαθηματικός Καντόρ, εναντίον του οποίου μάλιστα επιτέθηκε με δριμύτητα και λύσσα ο άλλος γνωστός πανεπιστημιακός καθηγητής Κρόνεκερ που δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι μπορεί να είναι παρόν στη ζωή μας το άπειρο, το οποίο μετέθετε κάπου αορίστως στο μέλλον μέσω μιας συνεχούς χρονικής διαδικασίας – μια αντίδραση αποκαλυπτική της μεσότητας και της ταπεινότητας που θα έπρεπε να υπάρχει στην επιστήμη(!), αλλά τελικά, δυστυχώς, δεν υπάρχει.
Πολλές επισημάνσεις μπορούν να γίνουν και σε αυτό το σημείο: Το σώμα είναι ένα είδωλο και τα ίδια τα είδωλα αποτελούν έναν περιορισμό. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν ένα είδωλο να μας παράσχει την πολυπόθητη ελευθερία, γιατί η αθανασία χωρίς την ελευθερία δεν μπορεί να υπάρχει αληθινά. Εκτός εάν απαιτούμε διάρκεια έστω και αν είμαστε σκλαβωμένοι και αλλοιωμένοι μέχρι βάθους. Αυτό όμως αποτελεί θάνατο άλλου επιπέδου, η συνείδηση που τόσο θέλουμε να διατηρήσουμε (αλλά και η συνείδηση και μόνον ως φορέας της επιθυμίας) θα διαστραφεί και η αθανασία της δεν θα έχει ούτως ή άλλως κανένα νόημα. Όλα αυτά περί αθανασίας αποτελούν μία φαντασίωση και μία αδυναμία στα χέρια μικρονοϊκών ανθρώπων που απλώς διαθέτουν τη δύναμη της τεχνολογίας.
Η ελευθερία, στην οποία πολύ συχνά έχουμε αναφερθεί στα άρθρα μας, έχει σχέση με τη εσαεί διατήρηση της σωματικότητας; Είναι το σώμα αυτοσκοπός; Μα ακόμη και αυτοί που το πιστεύουν, την ίδια στιγμή, παραβιάζουν το σώμα με τον χειρότερο τρόπο. Με επιστημονικές – και όχι μόνον αισθητικές- παρεμβάσεις. Στην πραγματικότητα, το σώμα γι’ αυτούς έχει μόνον ένα κρυμμένο νόημα: αποτελεί φορέα της επιθυμίας τους και μία σίγουρη συνέχεια της συνείδησής τους, (γιατί αυτή η συνείδηση είναι η επίγνωση του εγώ τους και επιπλέον περιέχει την επιθυμία). Οπότε ο φόβος συνδέεται ιδιαίτερα με την επιθυμία και τη συνείδηση γενικότερα. Ας παρατηρήσουμε λίγο καλύτερα: Διορθώνει κάποιος τις ατέλειες του σώματός του, αλλά τι ακριβώς επιχειρεί; Να σεβαστεί το σώμα του ή να εκπληρώσει μέσω αυτού την επιθυμία του να εντυπωσιάζει το περιβάλλον του; Ποιος επιβάλλεται: Το σώμα ή ο άνθρωπος στο σώμα του; Παντού βρίσκεται η επιθυμία παντός είδους. Το σώμα, επιεικώς, έχει καταντήσει ένα κατοικίδιο προς άλογη και βάρβαρη χρήση – και δεν αντιμετωπίζεται καν με τη στοργή που συχνά συναντούν τα αληθινά κατοικίδια.
Βέβαια, ο υλισμός ταυτίζει τη συνείδηση με το σώμα και, επομένως, ξεφεύγει – κατά φαντασίαν – όλων των ερωτημάτων, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι όλα συρρικνώνονται σε μια μίζερη σωματικότητα που έτυχε κάποιος να θέλει να τη διατηρήσει αιώνια. Αυτός ο υλισμός αποδέχεται την τυχαιότητα ως φύση των πραγμάτων και γι’ αυτό, όσο και να θέλει μερικές φορές να καλλιεργήσει τη δικαιοσύνη, η φύση της τυχαιότητας έρχεται σε αντίθεση με τη λογική συνοχή που απαιτεί η δικαιοσύνη, όντας πηγή αυθαιρεσίας – αλλά αυτή η αντίφαση δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Καλύτερα, λοιπόν, θα ήταν να σκεφθούμε ότι αυτή η “ελευθερία” είναι παιδί του φόβου και ότι δεν έχει καμμία σχέση με την ελευθερία.
Αν το σώμα παρέμενε αθάνατο με τέτοιο φορτίο μνήμης και επιθυμιών, πώς θα ήταν δυνατόν να περιλάβει τις συνειδησιακές και άλλες δυνατότητες του μέλλοντος που εκτείνονται ίσως στο άπειρο; Η απειρότητα είναι παντού γύρω μας και μας πολιορκεί και εμείς ασχολούμεθα αποκλειστικά με το μικρότατο σαν να είναι το μοναδικό κέντρο του κόσμου. Εκτός τούτου, αυτή η υποτιθέμενη αθανασία θα ήταν για όλους ή για λίγους πλούσιους και “τυχερούς”; Και ποιες θα ήταν οι σχέσεις μεταξύ αυτών των ομάδων στη μία ή την άλλη περίπτωση; Αν δεν μας έπληττε η αρρώστεια και τα γηρατειά, δεν θα πεθαίναμε από βίαιες αιτίες; Πώς θα διαχειριζόμασταν το ζήτημα της άσκησης βίας πάνω μας που ίσως να εντεινόταν σε τέτοιες συνθήκες; Τι θα γινόταν με τη νεότητα της συνείδησης και τα νεανικά οράματα που θα έλειπαν, να δίνουν νέα ζωή για το μέλλον; Ποιο ακριβώς νέο θα κομίζαμε ως αθάνατοι; Μάλλον τίποτε. Ειπώθηκε ότι ο θάνατος είναι ζωή, και πρέπει μάλλον να προσθέσουμε: Η αθανασία είναι θάνατος (υπό αυτές τις προϋποθέσεις και για ο,τιδήποτε άλλο πλήν του σώματος και, τελικά, ίσως και του ίδιου του σώματος). Ότι ο θάνατος των κυττάρων ήταν μια εξελικτική επιτυχία έχει διατυπωθεί σαν σκέψη και στην επιστήμη.
Και το κυριότερο από όλα; Δικαιούμαστε την αθανασία; Αυτό που θέλουμε να διατηρήσουμε αξίζει να είναι αθάνατο; Αφελή τα ερωτήματα για κάποιους μια και η ηθική γι’ αυτούς είναι μία επινόηση των αδύναμων και όχι η συνεκτική ουσία και δυναμική του κόσμου – πολύ πέραν της συμβατικής μικροηθικής.
Πάρα πολλά είναι αυτά που θα μπορούσαν να τεθούν σαν προβληματισμοί και σκέψεις, αλλά το θέμα είναι τόσο βαθύ και αχανές που θα φαινόντουσαν σαν λίγοι κόκκοι άμμου στο ξετύλιγμα της απεραντωσύνης του χρόνου.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
10/9/2018
Salvador Dali, 1937ΦΩΤΟ : wikiart.org
Πηγή: