Το πρόβλημα δεν είναι στο νόμισμα είναι στο εικόνισμα...


Από την εμφάνιση του ο άνθρωπος επάνω στην γη και την τριβή και επαφή με την φύση και ότι αυτή περιέχει και τον περιβάλλει, είχε την ανάγκη να πιστέψει σε κάτι πιο ισχυρό από αυτόν.
Να πάρει κουράγιο και δύναμη ώστε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες της φύσης και της ζωής.

 
Από την εύρεση τροφής και τον ύπνο, μέχρι το κατάλυμα ή το ρούχο που θα τον προστάτευε από την βροχή και το κρύο.
Πέρασαν αιώνες και ο άνθρωπος λάτρεψε την φωτιά, τα σύμβολα (τοτέμ), τους μάγους της φυλής, τα βουνά, τα ζώα, μέχρι που κάποια στιγμή ο εγκέφαλός του μεγάλωσε, ωρίμασε, εκπαιδεύτηκε, ξύπνησε, πειραματίστηκε και κατάλαβε πως είναι κύριος του εαυτού του, της ύπαρξής του και πως θα πρέπει να παράξει εκτός από το να κυνηγήσει, θα πρέπει να σπείρει για να θερίσει, θα πρέπει να ταξιδέψει, να παρατηρήσει να διαβάσει για να γνωρίσει.
Μετά την εμπειρική παρατήρηση ήρθε η γνώση, την οποία κατάφερε να μεταδώσει μέσω της γλώσσας και κατόπιν του γραπτού λόγου.
Όλη αυτή η πρόοδος του ανθρώπου, σύμφωνα με τους επιστήμονες ξεκίνησε από μία μικρή κουκίδα στον χάρτη. Ξεκίνησε από εδώ. Από την Ελλάδα.
Το αστείο και θλιβερό ταυτόχρονα είναι πως εφόσον είμαστε πρωτοπόροι σε όλα και δώσαμε εμείς σε όλους το φως της γνώσης, γυρίσαμε στην πρότερη φύση μας και μείναμε εμείς στο σκοτάδι.
Ίσως ήταν γραφτό, ήταν μία δοκιμασία για να καταλάβουμε γιατί οι άλλοι μας μισούν.
Τώρα μισούμε εμείς όλους τους υπόλοιπους, ακόμη και τους εαυτούς μας ανήμποροι να κατανοήσουμε τι μας έφερε ως εδώ και να το αλλάξουμε.
Βρισκόμαστε σε χειρότερη μοίρα από τους μακρινούς μας, ανεβασμένους σε δέντρα, προγόνους.
Αυτοί έστηναν ένα ξύλινο τοτέμ και εκλιπαρούσαν στην βοήθειά του. Στο να βρέξει, να έχει ήλιο, να αυξηθεί η σοδειά, να χτυπήσουν κάτι για να τραφούν.
Εμείς (ποιητική αδεία) ως σύγχρονοι πρωτόγονοι, έχουμε ως τοτέμ το νόμισμα. Ένα ξένο νόμισμα, που όλοι οι σοβαροί και μη διαπλεκόμενοι άνθρωποι στην υφήλιο θεωρούν απαρχή κάθε κακού για την ανθρωπότητα, πάντα βασιζόμενοι στο πως έχουν διαμορφωθεί και δομηθεί παγκόσμια οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες οι κοινωνίες ζουν και λειτουργούν σήμερα.
Λέτε οι Γερμανοί οι τόσο μεθοδικοί σε όλα να μην το γνώριζαν αυτό, όταν από τα πρώτα τους μελήματα ήταν να κλείσουν και καταστρέψουν το νομισματοκοπείο στην Αίγινα;
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (27/9/1831) και την έλευση του νεαρού βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο (18/1/1833) οι Βαυαροί που δεν ήθελαν ν’ ακούσουν καν για τις ημέρες και τα έργα του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδος, στις 1/2/1833 με μία από τις πρώτες αποφάσεις του Όθωνα σταμάτησαν τις εργασίες του Εθνικού Νομισματοκοπείου στην Αίγινα
Παρ’ όλη την αγάπη στο νόμισμα και τον αργό τρόπο με τον οποίο παρατηρούν, μαθαίνουν και παίρνουν αποφάσεις οι σύγχρονοι Έλληνες, αρκετοί πλέον είναι αυτοί που αμφισβητούν την ύπαρξή του ως Θεό μα ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από την μεγάλη πλειοψηφία ως αιρετικοί, τρελοί, γραφικοί.
Αυτή η μεγάλη πλειοψηφία, απ’ ότι φαίνεται δεν μπορεί να απαλλαγεί από μία άλλη θεοκρατική αντίληψη:
Το εικόνισμα.
Θα θυμάστε ίσως οι παλαιότεροι πως στις Ελληνικές ταινίες της εποχής, πάνω από τον δικαστή ή τον δημόσιο υπάλληλο, υπήρχαν κρεμασμένα δύο εικονίσματα.
Ένα του βασιλιά και ένα του δικτάτορα.
Το εικόνισμα του βασιλιά αντικατέστησε το ευρώ και του δικτάτορα το κάθε λογής λαμόγιο και απατεώνας που πρόβαλε το σύστημα, γιατί το εξυπηρετούσε.
Σε κάποιες άλλες εποχές αυτοί όλοι θα είχαν εξοστρακιστεί και θα είχε δεσμευτεί η περιουσία τους ή θα είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Εδώ, σήμερα λατρεύονται ως Θεοί.
Εδώ τους έχουμε εικόνισμα.
Διαπληκτιζόμαστε γι’ αυτούς, μαχαιρωνόμαστε γι’ αυτούς, χαλάμε τις διαπροσωπικές, συγγενικές ή άλλες σχέσεις γι’ αυτούς, ξεπουλάμε ή χαρίζουμε την πατρίδα και το βράδυ ανάβουμε και ένα καντήλι στο εικόνισμα, να τους έχει ο Θεός καλά.
Δεν νομίζω ο πρωτόγονος άνθρωπος να μην είχε κατανοήσει πως μετά την καταιγίδα, βρίσκεις ή φτιάχνεις κατάλυμα. Πως με αέρα δεν πηγαίνεις στην θάλασσα. Πως όταν δεν έχεις φαγητό, μετακινείσαι για να βρεις.
Σήμερα μετά τόσους αιώνες ο Έλληνας δεν έχει λύση, δεν μπορεί να σκεφτεί μία λύση, δεν βρίσκει υπαρκτή, βιώσιμη λύση.
Ότι πει το εικόνισμα.
Υ.Γ. Το 1831 αναγκάσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας να κυκλοφορήσει χάρτινους φοίνικες. Την απόφασή του αυτή ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας μας την αιτιολόγησε με λόγια που μακάρι να τα ακούγαμε και σήμερα από τους νυν κυβερνώντες μας. «…χρεωστούντες να εξεύρωμεν τον τρόπον να θεραπεύσωμεν την ανάγκην ταύτην (δηλαδή την έλλειψη χρημάτων) χωρίς να επιφορτίσωμεν με νέους φόρους την γεωργίαν και το εμπόριον, τα οποία πρέπει να αναζωογονήσωμεν ως παθόντα εκ της παρελθούσης ανωμαλίας…». Οι χάρτινοι φοίνικες τυπώθηκαν στην Αίγινα την 1/7/1831.
του Κων/νου Σταθόπουλου
Πηγή: