Ένα από τα αρνητικά του εθνικισμού,
εκτός εννοείται της μισαλλοδοξίας, της βίας, του φανατισμού και του
εμφυλιοπολεμικού διαχωρισμού σε πατριώτες και προδότες, είναι η συγκάλυψη των
οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων, που διατρέχουν την κοινωνία.
Εξαλείφονται οι ανισότητες από τη στιγμή που προτεραιότητα δίνεται στην ιδεολογική έννοια «έθνος», η οποία υποτίθεται ότι περιλαμβάνει όλους τους κατοίκους μιας χώρας, ότι όλοι ανήκουν σε ένα ενιαίο όλον χωρίς διαφορές. Αποτέλεσμα είναι η επί είκοσι πέντε έτη οπισθοχώρηση των κοινωνικών, πολιτικών δημοκρατικών αξιών που θα έπρεπε να αποτελούν στοιχεία κινητοποίησης και διεκδίκησης.
Η τελευταία όξυνση του μακεδονικού από τους νεοέλληνες εθνικιστές έδειξε την αλήθεια αυτή σε όλο της το μέγεθος. Έδειξε, επί πλέον, την έλλειψη ιστορικών γνώσεων, ιστορικής συνείδησης και πολιτικού ρεαλισμού. Αυτά φάνηκαν λ.χ. στο γεγονός πως κάποιοι πανεπιστημιακοί παρουσίασαν τον Αριστοτέλη ως «μακεδόνα φιλόσοφο», αγνοώντας ή συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδείς «μακεδόνας φιλόσοφος» ούτε «μακεδονική φιλοσοφία». ούτε καν μία μακεδονική σχολή φιλοσοφίας ή ρητορικής.
Πράγματι, ο Αριστοτέλης ήλθε στην Αθήνα όταν ήταν δεκαοκτώ ετών και μαθήτευσε επί δεκαοκτώ έτη στην φιλοσοφική σχολή του μεγάλου Αθηναίου φιλοσόφου Πλάτωνα. Άλλωστε την Αθήνα επέλεξε αργότερα, αν και μέτοικος, για να ανοίξει τη δική του φιλοσοφική σχολή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Αριστοτέλης έγινε φιλόσοφος χάρις στη δημοκρατική και φιλοσοφική Αθήνα. Εάν είχε παραμείνει στη Μακεδονία, θα ήταν ένας απλός αξιωματούχος ή γιατρός της βασιλικής αυλής, όπως ο πατέρας του, και θα τον ήξεραν μόνο οι συμμετέχοντες στις αυλικές τελετές και στα βασιλικά δείπνα. Δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες και επιλογές στη στρατοκρατική μοναρχική Μακεδονία: ή στρατιώτης ή αυλικός ακόλουθος. Ο Αριστοτέλης επομένως είναι Αθηναίος φιλόσοφος μακεδονικής καταγωγής, όπως ο Καστοριάδης και ο Αξελός είναι Γάλλοι φιλόσοφοι ελληνικής καταγωγής.
Εδώ ακριβώς έγκειται ένα μεγάλο πρόβλημα της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ και ενός μέρους της κοινωνίας: η έλλειψη ιστορικής, φιλοσοφικής και δημοκρατικής κουλτούρας. Η δημοκρατική Αθήνα με τις εκπληκτικές δημιουργίες της αποτέλεσε την κύρια βάση του δυτικού πολιτισμού, αυτού που ονομάσθηκε «ελληνοδυτικός πολιτισμός». Στην Αθήνα η βία είχε υποταχθεί στην έννομη συμβίωση, στη συλλογική συμμετοχή στα κοινά, στον διάλογο και τη συναίνεση, στους πολίτες και την πολιτική. Άρα ο κόσμος αυτός ήταν αντίθετος με τη μοναρχική και δεσποτική διακυβέρνηση. Tη διαφορά της πολιτικής από την βασιλική εξουσία τονίζει και ο Αριστοτέλης, εκφράζοντας την πρώτη ως εξής: «η δε πολιτική ελευθέρων και ίσων αρχή».
Όπως επισημαίνει η φιλόσοφος Hannah Arendt, το να ζει κανείς στην «πόλιν», το να είναι πολιτικό ον, να είναι πολίτης, σήμαινε ότι το κάθε τι αποφασιζόταν δια των λόγων και της πειθούς και όχι με τον καταναγκασμό και τη βία. Κατά την δημοκρατική αντίληψη, το να αναγκάζεις τους ανθρώπους δια της βίας, το να προστάζεις αντί να πείθεις ήσαν προπολιτικοί τρόποι συμπεριφοράς, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον εκτός της «πόλεως» βίο – δηλαδή τον βίο στις μοναρχίες που στηριζόταν στη βία του μονάρχη και την υποταγή των υπηκόων, όπως συνέβαινε στη μακεδονική μοναρχία. Η Μακεδονία δεν είχε πολίτες, αλλά υπηκόους, δεν ανήκε στον κόσμο της «πόλεως», αλλά στον προπολιτικό κόσμο της βίας, του αυταρχισμού, της αυθαιρεσίας και της ανελευθερίας. Γι’ αυτό με την κυριαρχία των Μακεδόνων του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου επικράτησε μέγα πολιτικό σκότος στην ανθρωπότητα, γενικευμένη ετερονομία.
Αυτοί που είναι εναντίον της σύνθετης ονομασίας εμπνέονται μάλλον από την ανελεύθερη, αντιδημοκρατική, μοναρχική στρατοκρατική Μακεδονία: ακροδεξιοί, χουντικοί, φιλοβασιλικοί, φασίστες, ναζιστές, θρησκειοκάπηλοι, πολιτικάντηδες καιροσκόποι, κομματικοί ψηφοθήρες, απόστρατοι, έφεδροι, παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, μοναχοί, ηγούμενοι και παπάδες, φιλοναζιστές και βυζαντινολάτρες μητροπολίτες. Φυσικά υπάρχουν και οι παρασυρμένοι από συναισθηματισμό ή από ιστορική και πολιτική άγνοια, που δεν μπορούν να καταταγούν στις πιο πάνω αντιδημοκρατικές φυλές.
Η αναβίωση του Μακεδονικού έδειξε την ανασφάλεια ενός μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας, τα συμπλέγματά του και την έλλειψη σοβαρής σύγχρονης ταυτότητας. Η ταυτότητα δεν αποκτάται με μακεδονικές ιαχές, βυζαντινά λάβαρα και πλαστικές σημαίες, αλλά με περίσκεψη, παιδεία και δημοκρατική αναγέννηση. Ούτε με την μισαλλοδοξία, αλλά με την αναγνώριση του διαφορετικού, του Άλλου. Για να συγκροτηθεί μια ταυτότητα πρέπει να περάσει μέσα από τον Άλλο. Ο Άλλος δεν είναι άρνηση της ιστορίας, είναι συστατικό στοιχείο του κόσμου και της ταυτότητάς μας. Αυτό πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και γι’ αυτό μεγαλούργησαν.
Η εθνικιστική μιζέρια ανέδειξε με δραματικό τρόπο την ανάγκη διάδοσης της δημοκρατικής κουλτούρας και της επανεκπαίδευσης στις αξίες της δημοκρατίας. Την ανάγκη για ένα γενικευμένο Διαφωτισμό που δεν γνώρισε ποτέ η νεοελληνική κοινωνία, για τη συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας. Ευτυχώς δεν είμαστε Μακεδόνες, δυστυχώς δεν είμαστε Αθηναίοι. Όμως ένα σημαντικό μέρος της νεοελληνικής κοινωνίας προσπαθεί να βρεί την ταυτότητά του σε δημοκρατικές αξίες, τις οποίες εμποδίζουν οι ανερμάτιστοι εθνικιστές, υπό την αιγίδα ΝΔ, ΚΙΝ.ΑΛ, ΑΝΕΛ, ΧΑ, συντελώντας έτσι στην οικονομική χρεοκοπία, στην πολιτική παρακμή, την πολιτισμική υστέρηση και την ιστορική άγνοια.
Εξαλείφονται οι ανισότητες από τη στιγμή που προτεραιότητα δίνεται στην ιδεολογική έννοια «έθνος», η οποία υποτίθεται ότι περιλαμβάνει όλους τους κατοίκους μιας χώρας, ότι όλοι ανήκουν σε ένα ενιαίο όλον χωρίς διαφορές. Αποτέλεσμα είναι η επί είκοσι πέντε έτη οπισθοχώρηση των κοινωνικών, πολιτικών δημοκρατικών αξιών που θα έπρεπε να αποτελούν στοιχεία κινητοποίησης και διεκδίκησης.
Η τελευταία όξυνση του μακεδονικού από τους νεοέλληνες εθνικιστές έδειξε την αλήθεια αυτή σε όλο της το μέγεθος. Έδειξε, επί πλέον, την έλλειψη ιστορικών γνώσεων, ιστορικής συνείδησης και πολιτικού ρεαλισμού. Αυτά φάνηκαν λ.χ. στο γεγονός πως κάποιοι πανεπιστημιακοί παρουσίασαν τον Αριστοτέλη ως «μακεδόνα φιλόσοφο», αγνοώντας ή συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι δεν υπάρχει ουδείς «μακεδόνας φιλόσοφος» ούτε «μακεδονική φιλοσοφία». ούτε καν μία μακεδονική σχολή φιλοσοφίας ή ρητορικής.
Πράγματι, ο Αριστοτέλης ήλθε στην Αθήνα όταν ήταν δεκαοκτώ ετών και μαθήτευσε επί δεκαοκτώ έτη στην φιλοσοφική σχολή του μεγάλου Αθηναίου φιλοσόφου Πλάτωνα. Άλλωστε την Αθήνα επέλεξε αργότερα, αν και μέτοικος, για να ανοίξει τη δική του φιλοσοφική σχολή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Αριστοτέλης έγινε φιλόσοφος χάρις στη δημοκρατική και φιλοσοφική Αθήνα. Εάν είχε παραμείνει στη Μακεδονία, θα ήταν ένας απλός αξιωματούχος ή γιατρός της βασιλικής αυλής, όπως ο πατέρας του, και θα τον ήξεραν μόνο οι συμμετέχοντες στις αυλικές τελετές και στα βασιλικά δείπνα. Δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες και επιλογές στη στρατοκρατική μοναρχική Μακεδονία: ή στρατιώτης ή αυλικός ακόλουθος. Ο Αριστοτέλης επομένως είναι Αθηναίος φιλόσοφος μακεδονικής καταγωγής, όπως ο Καστοριάδης και ο Αξελός είναι Γάλλοι φιλόσοφοι ελληνικής καταγωγής.
Εδώ ακριβώς έγκειται ένα μεγάλο πρόβλημα της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ και ενός μέρους της κοινωνίας: η έλλειψη ιστορικής, φιλοσοφικής και δημοκρατικής κουλτούρας. Η δημοκρατική Αθήνα με τις εκπληκτικές δημιουργίες της αποτέλεσε την κύρια βάση του δυτικού πολιτισμού, αυτού που ονομάσθηκε «ελληνοδυτικός πολιτισμός». Στην Αθήνα η βία είχε υποταχθεί στην έννομη συμβίωση, στη συλλογική συμμετοχή στα κοινά, στον διάλογο και τη συναίνεση, στους πολίτες και την πολιτική. Άρα ο κόσμος αυτός ήταν αντίθετος με τη μοναρχική και δεσποτική διακυβέρνηση. Tη διαφορά της πολιτικής από την βασιλική εξουσία τονίζει και ο Αριστοτέλης, εκφράζοντας την πρώτη ως εξής: «η δε πολιτική ελευθέρων και ίσων αρχή».
Όπως επισημαίνει η φιλόσοφος Hannah Arendt, το να ζει κανείς στην «πόλιν», το να είναι πολιτικό ον, να είναι πολίτης, σήμαινε ότι το κάθε τι αποφασιζόταν δια των λόγων και της πειθούς και όχι με τον καταναγκασμό και τη βία. Κατά την δημοκρατική αντίληψη, το να αναγκάζεις τους ανθρώπους δια της βίας, το να προστάζεις αντί να πείθεις ήσαν προπολιτικοί τρόποι συμπεριφοράς, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον εκτός της «πόλεως» βίο – δηλαδή τον βίο στις μοναρχίες που στηριζόταν στη βία του μονάρχη και την υποταγή των υπηκόων, όπως συνέβαινε στη μακεδονική μοναρχία. Η Μακεδονία δεν είχε πολίτες, αλλά υπηκόους, δεν ανήκε στον κόσμο της «πόλεως», αλλά στον προπολιτικό κόσμο της βίας, του αυταρχισμού, της αυθαιρεσίας και της ανελευθερίας. Γι’ αυτό με την κυριαρχία των Μακεδόνων του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου επικράτησε μέγα πολιτικό σκότος στην ανθρωπότητα, γενικευμένη ετερονομία.
Αυτοί που είναι εναντίον της σύνθετης ονομασίας εμπνέονται μάλλον από την ανελεύθερη, αντιδημοκρατική, μοναρχική στρατοκρατική Μακεδονία: ακροδεξιοί, χουντικοί, φιλοβασιλικοί, φασίστες, ναζιστές, θρησκειοκάπηλοι, πολιτικάντηδες καιροσκόποι, κομματικοί ψηφοθήρες, απόστρατοι, έφεδροι, παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, μοναχοί, ηγούμενοι και παπάδες, φιλοναζιστές και βυζαντινολάτρες μητροπολίτες. Φυσικά υπάρχουν και οι παρασυρμένοι από συναισθηματισμό ή από ιστορική και πολιτική άγνοια, που δεν μπορούν να καταταγούν στις πιο πάνω αντιδημοκρατικές φυλές.
Η αναβίωση του Μακεδονικού έδειξε την ανασφάλεια ενός μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας, τα συμπλέγματά του και την έλλειψη σοβαρής σύγχρονης ταυτότητας. Η ταυτότητα δεν αποκτάται με μακεδονικές ιαχές, βυζαντινά λάβαρα και πλαστικές σημαίες, αλλά με περίσκεψη, παιδεία και δημοκρατική αναγέννηση. Ούτε με την μισαλλοδοξία, αλλά με την αναγνώριση του διαφορετικού, του Άλλου. Για να συγκροτηθεί μια ταυτότητα πρέπει να περάσει μέσα από τον Άλλο. Ο Άλλος δεν είναι άρνηση της ιστορίας, είναι συστατικό στοιχείο του κόσμου και της ταυτότητάς μας. Αυτό πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και γι’ αυτό μεγαλούργησαν.
Η εθνικιστική μιζέρια ανέδειξε με δραματικό τρόπο την ανάγκη διάδοσης της δημοκρατικής κουλτούρας και της επανεκπαίδευσης στις αξίες της δημοκρατίας. Την ανάγκη για ένα γενικευμένο Διαφωτισμό που δεν γνώρισε ποτέ η νεοελληνική κοινωνία, για τη συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας. Ευτυχώς δεν είμαστε Μακεδόνες, δυστυχώς δεν είμαστε Αθηναίοι. Όμως ένα σημαντικό μέρος της νεοελληνικής κοινωνίας προσπαθεί να βρεί την ταυτότητά του σε δημοκρατικές αξίες, τις οποίες εμποδίζουν οι ανερμάτιστοι εθνικιστές, υπό την αιγίδα ΝΔ, ΚΙΝ.ΑΛ, ΑΝΕΛ, ΧΑ, συντελώντας έτσι στην οικονομική χρεοκοπία, στην πολιτική παρακμή, την πολιτισμική υστέρηση και την ιστορική άγνοια.
[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 28 Σεπτεμβρίου 2018]
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
Πηγή: