Πώς εξηγείται η μεγάλη έλξη που ασκεί ο γενετικός αναγωγισμός, η ανθεκτικότητά του στις επιστημονικά θεμελιωμένες νέες αντιγονιδιοκεντρικές ιδέες, η ελλιπής χρηματοδότησή τους από επί σημους ερευνητικούς θεσμούς και η αποσιώπησή τους από το εκπαιδευτικό σύστημα και τα ΜΜΕ;
Οι λόγοι εν πολλοίς απορρέουν από την ιδεολογικοπολιτική και οικονομική εξάρτηση των επιστημών. Οι βάσεις της γονιδιοκεντρικής βιολογίας τέθηκαν από το Rockefeller Institute of Biochemistry (σήμερα Rockefeller University) της γνωστής οι κονομικής δυναστείας των ΗΠΑ (Kay, 1993),όπου πρωτοανακαλύφθηκε η χημική σύνθεση του DNA (τη δεκαετία του 1920).
Το Ίδρυμα Ροκφέλερ διαμόρφωσε ακόμα και το όνομα του DNA, εισάγοντας τα αρχικά του στο τμήμα rib της πλήρους ονομασίας του (deoxyribonucleic acid) – θα έπρεπε να είναι riboso από τον ελληνικό όρο δεο ξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ. Το Ίδρυμα Ροκφέλερ ασχολήθηκε με το DNA τη δεκαετία του 1920 επειδή οι διαχειριστές (καταπιστευματοδέκτες) του φοβόντουσαν μια επανάσταση μπολσεβίκικου τύπου, λόγω των προηγηθεισών λαϊκών αναταραχών (το 1911), που οδήγησαν στη διάσπα ση της πετρελαϊκής εταιρείας τους, Standard Oil.
Το Ίδρυμα αναζητούσε τρόπους αποτελεσματικής διαχείρισης των αγανακτισμένων και ζηλόφθονων όχλων, εφαρμόζοντας δύο ξεχωριστές συμπληρωματικές στρατηγικές ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς: στο επίπεδο των κοινωνικών δομών (οικογένεια, εργασία, συναισθήμα τα) υπό τον όρο «ψυχοβιολογία» και στο επίπεδο των χημικών βιομορίων. Το διπλά εστιασμένο πρόγραμμα του Ιδρύματος «Επιστήμη του Ανθρώπου», κατά τον διευθυντή του (το 1929) Max Mason, «προσανατολίζεται στο γενικό πρόβλημα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με σκοπό τον έλεγχό της μέσω της κατανόησής της. Οι κοινωνικές επιστή μες, για παράδειγμα, θα ασχοληθούν με τον εξορθολογισμό του κοινωνικού ελέγχου. Οι ιατρικές και φυσικές επιστήμες προτείνουν μια στενά συντο νισμένη μελέτη των επιστημών που στηρίζουν την κατανόηση και τον έλεγ χο του ατόμου» (Kay, 1993).
Σύμφωνα
με τον Warren Weaver, διευθυντή των
Φυσικών Επιστημών του Ιδρύματος (το
1932), η «αναμόρφωση των επικρατουσών ιδεών για την ανθρώπινη φύση και
τη συμπεριφορά», θα πρέπει να εναρ
μονίζεται με τις «διαχειριστικές ανάγκες» βιομηχανοποίησης προσωπικών
χαρακτήρων όπως η διαχρονικότητα
και η υπακοή.
Ο δεύτερος στόχος του Ιδρύματος
ήταν η επιστημονική ορθολογικοποίηση των τότε ευρέως διαδεδομένων
αντιλήψεων της ευγονικής, που για
τους διαχειριστές του σήμαινε ότι γνω ρίσματα όπως ευγένεια, νοημοσύνη
και υπακοή, ελέγχονται από κάποιους
κρυμμένους μηχανισμούς και βιομόρια, που λογικά θα έπρεπε να είναι
επιστημονικά ανιχνεύσιμα, και που μόλις αναγνωριστούν θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της
συμπεριφοράς. Αυτό απαιτούσε μια
νέα αναγωγιστική «επιστήμη του πολύ
μικροσκοπικού» για την ανακάλυψη
της φύσης του γονιδίου (τότε θεωρεί
το ότι ήταν πρωτεΐνες), που το Ίδρυμα την ονόμασε «μοριακή βιολογία». Μετά από διάφορες προσεγγίσεις με επιστήμονες και ιδρύματα, το Ίδρυμα κατέληξε το 1933 σε μια πλήρως επεξεργασμένη στρατηγική ανάπτυξης της μοριακής βιολογίας, με τη χρηματοδό τηση επιστημονικών ομάδων σε λίγα κορυφαία ιδρύματα όπως το Caltech και το Chicago University. Από εκεί εκ παιδεύτηκαν εκατοντάδες επιστήμονες στην ανακάλυψη των «κύριων μορίων» –πηγών προέλευσης των σωματικών λειτουργιών και της συμπεριφοράς του ανθρώπου– με στόχο για το Ίδρυμα την επιστημονική επικύρωση των ευγονι κών θέσεων των Ροκφέλερ. Όλες αυτές οι έρευνες ήταν εξαιρετικά επιτυχείς για το Ίδρυμα, που τελικά επικέντρωσε τη χρηματοδότηση στο ευκολοπροσβάσιμο DNA.
Όπως σημει ώνει ο George Beadle (νομπελίστας στη φυσιολογία και διαπλεκόμενος με το Ίδρυμα), από τα 18 βραβεία Νό μπελ που δόθηκαν στη γενετική μετά το 1953, μόνο ένα απονεμήθηκε σε επιστήμονα που δεν είχε χρηματοδοτηθεί από το Ίδρυμα Ροκφέλερ (Kay, 1993). Έως το 1989, η μοριακή βιολογία αποτελούσε την κυρίαρχη προσέγγιση όλων των κλάδων της βιολογίας (ιατρική, αναπτυξιακή βιολογία, νευροβιολογία, γενετικά τροποποιημένη γεωργία) κυρίως χάρη στο Ίδρυμα, με τις οικονομικοπολιτικές επιρροές στη σύγχρονη διαμόρφωσή της να συνεχί ζονται μέχρι σήμερα (Latham, 2017).
Η μόνη παραχώρηση του νεοδαρβινισμού ήταν η συμμετοχή και ολίγου περιβάλλοντος στη γενετική διαμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, η ποσόστωση του οποίου ξεκινά σχεδόν από το μηδέν για τις (ακρο)δεξιές και τείνει αυξανόμενη προς κεντρώες, σοσιαλδημοκρατικές και αμιγώς αριστερές ιδεολογίες, που όμως ακυρώνεται από τις απροσπέλαστες για τα άτομα-μάζες, στυγνά ανταγωνιστικές νεοφιλελεύθερες συμπληγάδες της τελειομανίας και της αξιοκρατίας.
Συνεπώς, ο νεοδαρβινισμός αναμφίβολα αποτέλεσε και αποτελεί το κεντρικό ιδεολόγημα των ελίτ όλων των μορφών καπιταλισμού. Η κεντρική του ιδέα περί μη βιολογικής (γενετικής) και διανοητικής ισότητας μεταξύ των ατόμων ήταν αποδεκτή από τον Μαρξ (δικαιολογημένα, με την τότε βιολογία στα σπάργανα και τις ανάλογες ιδέες του Δαρβίνου στο απόγειό τους). Παραμένει όμως στους θεωρητικούς του μαρξισμού (και του αναρχισμού), με εξαίρεση τον Antonio Gramsci και τον Κορνήλιο Καστοριάδη (Georgiou, 2016). Επίσης, έχει επηρεάσει καθοριστικά την αποτυχία της μαρξιστικής ιδεολογίας στην ανάπτυξη ενός ενο ποιητικού επιστημονικού ορισμού της ισότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της Αριστεράς σε ιδεολογικές αιρέσεις ενός μαρξισμού σε εκφυλιστι κή επιστημονική στατικότητα.
H διανοητική/γνωστική διαφορετικότητα των ατόμων είναι αποτέλεσμα έκθεσης σε διαφορετικά ερεθίσματα που μπορεί να είναι τυχαία (λόγω γέννησης από μη επιλέξιμα οικογενειακά περιβάλλοντα, γεωγραφικούς χώρους και χώρες) ή υποβαλλόμενα (παιδεία) ή και επιδιωκόμενα (στο βαθμό που υπάρχει ενσυνείδητη και πλήρης εικόνα του όλου).
Επίσης, τα ερεθίσματα μπορεί να τυχαιοποιούνται στο πλαίσιο πολιτιστικών, οικονομικών ακόμα και αντιπαγκοσμιοποιητικών βιολογικών/ τεχνολογικών περιορισμών (διποδισμός, τεχνολογικά αδύνατη η ακαριαία μετάβαση-επιστροφή, εγκατάσταση, προσαρμογή σε άλλες χώρες), καθώς και λόγω της περιοριστικής αυτοσυντηρητικής τάσης συνασπισμού των ατόμων σε ομάδες (φυλές, έθνη, πα τρίδες) αλληλοσυμπληρούμενων ενδιαφερόντων/συμφερόντων/παραδόσε ων/θρησκειών εντός περιορισμένων γεωγραφικών χώρων.
Οι ελίτ κατασκευάζουν για τις μάζες
έναν απρόσωπο/νεφελώδη –γνωστικά,
κοινωνικά, και ως προς τη φυλογένεια–
γονιδιοκεντρικό ατομικισμό. Επιτρέ
πουν στα άτομα την ελεύθερη επιλογή
μόνο σε ομογενοποιημένους (κοσμο πολιτικά, πολυπολιτισμικά) τρόπους
αποπροσωποποίησης του ατομισμού
τους. Έτσι, τα αναγκάζουν να προσφεύ
γουν σε θολά κριτήρια αυτοεπιβεβαίωσης, μετατρέποντάς τα σε πολιτικά
ακίνδυνες ατομικιστικές ασημαντότητες.
Χρήστος Γεωργίου |
Χρήστος Γεωργίου
Καθηγητής Βιοχημείας, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο «Μια νέα κοινωνιοκεντρική βιολογία αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογικά ισότιμων ατόμων και περιβάλλοντος. Αποκαθηλώνεται η γονιδιοκεντρική μοριακή βιολογία των ελίτ» που δημοσιεύτηκε στα Τετράδια Μαρξισμού 7:39-64, 2018.
Πηγή: