Μη φοβάστε τους ψευτονταήδες. Γελοιοποιείστε το ψευτονταηλίκι...

Ν. Σιδέρης: Παιδαγωγοί, γονείς και παιδιά μη φοβάστε τους ψευτονταήδες. Γελοιοποιείστε το ψευτονταηλίκι

Ο ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας Νίκος Σιδέρης μας έχει συνηθίσει σε βιβλία πρωτότυπα, βιβλία που έχουν να δώσουν ένα λιθαράκι γνώσης και φρέσκιας σκέψης στην επιστήμη αλλά και στην κοινωνία. 
 
Με το βιβλίο «Bullying-κι όμως νικιέται» ο Νίκος Σιδέρης μας δείχνει τον τρόπο να νικήσουμε αυτό το δύσκολο και επικίνδυνο φαινόμενο.
Πάνω απ’ όλα συλλογικά, με συνεργασία των ενηλίκων, των φορέων αλλά και των παιδιών. Πρόκειται για μια «ένεση» αλλαγής κουλτούρας, που επιβάλλει να σταματήσουμε να φοβόμαστε το bullying και να αρχίσουμε να το γελοιοποιούμε, το ίδιο αλλά και τα υποκείμενα που το πράττουν.

Νίκος Σιδέρης: «Παιδαγωγοί, γονείς, μεγάλοι και παιδιά, μη φοβάστε τους ψευτονταήδες! Γελοιοποιείστε το ψευτονταηλίκι!»

Κύριε Σιδέρη στο βιβλίο μιλάτε για το φαινόμενο bullying ως το αποτέλεσμα ιστορικών διεργασιών στην Ελλάδα. Θέλετε να μας πείτε γι’ αυτό;
Πολλές διεργασίες συνέκλιναν για να λάβει το ψευτονταηλίκι (αυτό είναι το bullying) τις διαστάσεις κοινωνικού ζητήματος. Η δεσπόζουσα και πιο καταλυτική είναι η κραταίωση του καταναλωτικού ναρκισσισμού («Καμαρώνω επειδή καταναλώνω»). Αυτή η πολιτισμική επιταγή παρόξυνε τις τάσεις εγωκεντρισμού και επίδειξης. Αποτέλεσμα, οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, να παραδέρνουν σ’ ένα πέλαγος εντυπώσεων, συγκρίσεων και ανταγωνισμών χωρίς υπόσταση, χωρίς μέτρο και χωρίς κανόνες. Μια τέτοια λογική διαμόρφωσε παιδιά με πρότυπο τη μυθοπλασία «Πριγκίπισσα ή βασιλόπουλο που γαμεί και δέρνει επειδή έτσι της/του αρέσει». Αυτή η λογική παροξύνει τις φαντασιακές συγκρίσεις, τους ανταγωνισμούς και την επίδειξη ισχύος, αίγλης και σαγήνης. Και αντιστοιχεί στην πεμπτουσία του ψυχικού υποστρώματος που εκδηλώνεται στον σχολικό χώρο και ως ψευτονταηλίκι.
Εξηγείτε ότι ο ελληνικός όρος σχολικός εκφοβισμός δεν καλύπτει την έννοια του πραγματικού bullying. Όταν η γλώσσα δεν έχει λέξη για μία έννοια, κατάσταση ή αντικείμενο λένε οι γλωσσολόγοι ότι συμβαίνει γιατί αυτό δεν υπάρχει στη γλώσσα αυτή. Συμπερασματικά μήπως είναι ξενόφερτο φαινόμενο;
Το bullying, μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα, ήταν ανεκδοτικού χαρακτήρα και δεν είχε τις διαστάσεις κοινωνιολογικού φαινομένου που έχει προσλάβει σήμερα. Ο κύριος λόγος είναι ότι η ελληνική νοοτροπία και ψυχοσύνθεση έχει σαν βάση της μία κουλτούρα τιμής και ντροπής (βλ. «φιλότιμο»), που θεωρεί ξευτίλα να επιτίθεσαι στον πιο αδύναμο (όπως κάνουν οι ψευτονταήδες). Σήμερα, μαζί με τον επείσακτο καταναλωτικό ναρκισσισμό, ήρθαν και οι νοσηροί καρποί του, όπως το bullying. Το οποίο, όπως εκτενώς εξηγώ στο βιβλίο, δεν είναι μόνο ή κύρια εκφοβισμός. Αλλά γελοίος σαδισμός, που έχει σαν πεμπτουσία του την απόλαυση του κακού που προκαλεί κάποιος ασκώντας ασύμμετρη βία σε στόχο πολύ πιο αδύναμο.  Αυτή η στάση και συμπεριφορά είναι θρασύδειλη, γελοία και κομπλεξική και έτσι πρέπει να χαρακτηρίζεται! Γι’ αυτό ο όρος που αποδίδει καλύτερα το bullying στη γλώσσα μας είναι «ψευτονταηλίκι».
Το bullying σύμφωνα με τον ορισμό ενέχει την απόλαυση της βίας από αυτόν που την ασκεί. Πώς γίνεται μικρά παιδιά να απολαμβάνουν την άσκηση βίας, ή τη θέα της βίας;
Αυτό αναλύεται εκτενέστατα στο βιβλίο, με πλήθος παραδείγματα από εμπειρίες και θεάματα που προκαλούν μεγάλη απόλαυση στα παιδιά (και στους μεγάλους) –όπως π.χ. τα παθήματα του Κογιότ ή των κωμικών χαρακτήρων στις ταινίες. Όλα αυτά συνοψίζονται σε μια κοινότατη κουβέντα, που κυκλοφορεί στις συζητήσεις σαν αυτονόητη περιγραφή: «Ξέρετε πόσο σκληρά είναι τα παιδιά…». Το ερώτημα δεν είναι αν υφίσταται ενδογενής ροπή για απόλαυση της βίας από την παιδική ηλικία. Αλλά τι κάνει ο πολιτισμός, η κοινωνία και η διαπαιδαγώγηση ώστε αυτές οι ροπές να πλαισιωθούν και να εξημερωθούν.
Η βασική σας πρόταση είναι να «χτυπήσουμε» όχι το σύμπτωμα άλλα την ρίζα, τον θύτη στην ψυχολογία του, να γελοιοποιηθεί το bullying και ο buller. Γιατί αυτό θα δώσει περισσότερα αποτελέσματα;
Επειδή ένα παιδί που κάνει τον ψευτονταή απολαμβάνοντας την άσκηση ασύμμετρης βίας, διόλου δεν θα συγκινηθεί αν του πούμε ότι αυτό που κάνει είναι κακό και άδικο: Αυτό το γνωρίζει ήδη πολύ-πολύ καλά, και το ευχαριστιέται! Όμως καμία παιδική ψυχή δεν αντέχει την ιδέα, ή και μόνο την υποψία, ότι είναι ή φαίνεται ότι είναι γελοία η συμπεριφορά του. Το γελοίο σκοτώνει το ψευτονταηλίκι, ακόμη και σαν σκέψη!
Με ποιον τρόπο μπορούμε να γελοιοποιήσουμε τον buller, ώστε να πάψει να ασκεί βία;
Πέρα από την έγκαιρη ενημέρωση των παιδιών για την αληθινή (=γελοία) φύση του ψευτονταηλικιού, μπορούν να γίνουν χίλια ακόμη πράγματα, που εκτίθενται και στο βιβλίο. Στα εργαλεία που θα μπορούσαν να προωθήσουν και να εμπεδώσουν αυτή την αρνητική παράσταση και φαντασιακή απαξίωση του ψευτονταή περιλαμβάνονται: Διαγωνισμοί αφίσας, βίντεο, κινουμένων σχεδίων, τραγουδιού (όπως “Το τραγούδι του Μακαρονοσπάστη” που έγραψα ειδικά για το βιβλίο), γελοιογραφίας ή παρατσουκλιού (π.χ. “μακαρονοσπάστης”, “μακαρονόμαγκας”, “σπαγκετομάχος” κλπ.). Δημιουργία παραμυθιών, σκετς (όπως “Ο Μακαρονοσπάστης” που περιλαμβάνεται στο βιβλίο), μικρών έργων για μαριονέτες, καθώς και σύντομων θεατρικών ή φίλμ, όπου π.χ.  η μπρεχτική ειρωνεία (όπως στον “Αρτούρο Ούι”) θα μπορούσαν να κάνουν κουρέλια τη μυθολογία του ψευτονταή. Επιστράτευση κωμικών και γελοιογράφων  με απήχηση στα παιδιά, προκειμένου να γελοιοποιήσουν και να καταστήσουν αντικείμενο χλευασμού και ντροπής το ψευτονταηλίκι…
Μιλάτε για την διαφορά του μάγκα και του ψευτόμαγκα, για τον ιπποτισμό και την θρασυδειλία. Να μας πείτε κι εδώ δύο λόγια;
Ο μάγκας δεν τα βάζει ποτέ με πιο αδύναμο, γιατί αυτό είναι ξευτίλα. Μαγκιά και ιπποτισμός υποδεικνύουν σεβασμό στον άλλο και στον αδύναμο, που αποτελεί αντικείμενο προστασίας από τον ισχυρότερο και όχι αντικείμενο άσκησης ασύμμετρης βίας, όπως στο ψευτονταηλίκι. Αν τα παιδιά διδαχτούν τι σημαίνει στ’ αλήθεια μαγκιά δεν θα αποδώσουν ποτέ ξανά στους ψευτονταήδες τέτοιο τίτλο.
Ως γονείς πώς μπορούμε να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά να μην αποδέχονται την βία, είτε ως θύματα είτε ως θεατές, πόσο μάλλον να την ασκούν ως θύτες;
Αν από τα πρώτα βήματά τους στον κόσμο της ανθρώπινης σχέσης τα διδάξουμε την αρχή «Ποτέ δεν κάνω στον άλλον ό,τι δεν θέλω να κάνουν σε μένα» και τις αρετές του ιπποτισμού (οι οποίες αφθονούν στο πάνθεο των παιδικών ηρώων, όπως ο Χάρι Πότερ, ο Μπάτμαν κ.τ.ό). Και, ειδικά ως προς το σχολείο, αν τους διδάξουμε το Συμβόλαιο τιμής, που συνίσταται στο εξής: “Δίνω τον λόγο της τιμής μου και υπόσχομαι ότι θα σέβομαι το σχολείο, τους δασκάλους και τους συμμαθητές μου, θα φέρομαι ιπποτικά  σε όλους και ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους, και δεν θα επιτεθώ ποτέ σε αδύναμο, αλλά θα τον υπερασπίσω από επιθέσεις. Θα θεωρώ σωστή μόνο την άμιλλα για τη διάκριση στη μάθηση, στον αθλητισμό, την καλή συμπεριφορά και τα καλά έργα. Δεν θα κάνω ποτέ στον άλλον ό,τι δεν θέλω να κάνουν σε μένα. Και θα θεωρώ ντροπή κάθε παράβαση αυτής της υπόσχεσης που ελεύθερα δίνω σήμερα”.
Πόσο πολύ μπορεί το σοκ και η μετάβαση από τον καταναλωτικό ναρκισσισμό στην οικονομική, κοινωνική, και ηθική κρίση να λειτουργήσει θετικά κι όχι αρνητικά, δημιουργώντας θυμωμένους, επιθετικούς ανθρώπους;
Σε περιόδους ολικής κρίσης και, πολύ περισσότερο, αποσύνθεσης, όπως σήμερα στην Ελλάδα, οι πιθανότητες εμφάνισης ή και επικράτησης τεράτων είναι σημαντικά ενισχυμένες. Το αντίδοτο σ’ αυτή την παρακμή είναι μια διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση, που έχει δύο πυλώνες:
Πρώτο, μια θεραπεία αλήθειας. Δηλαδή, ν’ αποκαταστήσουμε το νόημα των λέξεων και τον έγκυρο λόγο. Να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ν’ αναγνωρίσουμε, καθένας προσωπικά, στον καθρέφτη, πόσο πλανήθηκε από το δολερό είδωλο του καταναλωτικού ναρκισσισμού και χάθηκε μέσα στη φρεναπάτη, που συνοψίζεται στην ιδέα «Υπάρχω εφόσον καταναλώνω, είμαι αυτό που καταναλώνω – και όλο αυτό για να φαίνομαι (το περίφημο ίματζ ή φιγούρα)». Και να σκεφτούμε όλοι τι σημαίνει «ευ ζην» (προφανώς, κάτι άλλο από το «Καμαρώνω επειδή καταναλώνω»).
Δεύτερο, επιστροφή στους ανθρώπους. Δηλαδή, επανεύρεση της τέχνης της ανθρώπινης σχέσης και της αξίας της ανθρωπιάς. Η λέξη ανθρωπιά μπορεί να σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον καθένα, αλλά σίγουρα κάτι βαθύ. Οι άρχοντες αυτού του κόσμου (μαζί και οι διαμορφωτές της γνώμης που τους υπηρετούν) προωθούν συστηματικά τη στρατηγική της απανθρωπιάς «Φάε πρώτος εσύ τους άλλους προτού σε φάνε εκείνοι» − αλλέως, «Φά’ τους να μη σε φάνε!»: Αυτό που έχω αποκαλέσει το κατά Διαβόλου ευαγγέλιο.  Αντίθετα σ’ αυτό το ρεύμα, λοιπόν, ας πάμε κοντά στους ανθρώπους. Ώστε να καλλιεργηθεί ξανά, και ως καθημερινή πρακτική και ως συστατικό ενός εύλογου μέλλοντος, η ανθρωπιά και η ανθρώπινη σχέση, σε επίπεδο αγαπημένων προσώπων, οικογένειας, φίλων, γνωστών, συγγενών, γειτονιάς, τόπου, κοινωνίας, ανθρωπότητας.
Συνεχίζετε πάντα να είστε αισιόδοξος. Μπορούν όμως παιδιά που έχουν βρεθεί σε θέση άγριου θύτη ή θύματα σκληρού bullying να επανέλθουν ψυχικά και κοινωνικά;
Αισιοδοξία και απαισιοδοξία είναι πάθη. Τα πάθη, σε δύσκολες καταστάσεις, συσκοτίζουν τις αναγκαίες αρετές, που είναι η κατανόηση, ο ρεαλισμός, η επινοητικότητα, το κουράγιο και η στρατηγική. Τα τραύματα που προκαλεί η άγρια ασύμμετρη βία (έξαλλη αίσθηση παντοδυναμίας στον θύτη, αφόρητος πόνος στο θύμα) δεν γιατρεύονται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα, ενδεχομένως ούτε και ποτέ ολοκληρωτικά. Ωστόσο, ο τρόπος της ανθρωπιάς και της καλής τέχνης μπορούν να κάνουν πολλά, και για τους δύο.
Ποια είναι η βασική σας συμβουλή για το θέμα σε ενήλικες και ποια σε παιδιά;
Είναι σαφής η διδαχή που μπορούν και οφείλουν να παράσχουν γονείς, παιδαγωγοί, μεγάλοι στα παιδιά μας ως προς το ψευτονταηλίκι:
Μην τσιμπάς!
                Μη σέβεσαι τη γελοιότητα! Μη φοβάσαι τους γελοίους!              
                Σκέψου! Γέλα!  
                Μίλα μας! Μίλα!
Είναι, νομίζω, σαφές τι θέλω να πω: Παιδαγωγοί, γονείς, μεγάλοι και παιδιά, μη φοβάστε τους ψευτονταήδες! Γελοιοποιείστε το ψευτονταηλίκι! Ακόμη κι αν έχει αστοχίες και ζόρια, ακόμη κι αν κάποιοι πονέσουν και πληγωθούν σε κάποια μάχη, αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί. Το ψευτονταηλίκι παριστάνει το ανίκητο. Και όμως, νικιέται!

Κι ας θυμόμαστε κάτι που καλά το ξέρουμε: Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.

Συνέντευξη στην Αργυρώ Μουντάκη
Πηγή: