Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για την εθνική ταυτότητα και τον
αυτοπροσδιορισμό, αλλά πρέπει να σκεφθούμε κάπως βαθύτερα ή, μάλλον,
λιγότερο ιδεολογηματικά, για να μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε ορισμένα
χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα βρεθεί και μία λύση.
Και
λύση απόλυτη δεν μπορεί να βρεθεί, γιατί η παγκόσμια κοινωνική κατάσταση
είναι τόσο περιπεπλεγμένη και η φύση της συλλογικότητας τόσο άγνωστη
που είναι αδύνατον η οποιαδήποτε άποψη να αποκτήσει ένα τόσο απόλυτο
κύρος ώστε να μην λαμβάνει υπόψη και τις αντίθετες παραμέτρους.
Αρχικά, θα πρέπει να πούμε ότι ο αυτοπροσδιορισμός δεν ταυτίζεται με την εθνική ταυτότητα.
Ο αυτοπροσδιορισμός είναι η διαδικασία μέσω της οποίας κανείς ταυτίζει
τον εαυτό του με ένα είδωλο και είναι ένας θεμιτός (αν και όχι ο
μοναδικός) τρόπος δημιουργίας εθνικής ταυτότητας, απλώς γιατί η επιβολή
θα ήταν χειρότερη. Αλλά ο αυτοπροσδιορισμός δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην
με την αλήθεια. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα άτομα, μόνον που σε
αυτήν την περίπτωση το διακύβευμα της τυχόν λανθασμένης ταύτισης είναι
τις περισσότερες φορές ασήμαντο και δεν ενδιαφέρει την κοινωνία παρά σε
μικρό μόνον βαθμό. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο ισχυρίζεται ότι είναι
μεγαλοφυές και έτσι νοιώθει, χωρίς όμως να είναι, αυτό θα είναι δουλειά
ενός ψυχολόγου και όχι της πολιτείας. Αν κάποιος διεκδικεί τη θέση ενός
άλλου, αυτό θα είναι δικαιοδοσία των δικαστηρίων να επιλύσουν τη
διαφορά, όπως π.χ. συμβαίνει με τη διεκδίκηση της κυριότητας επί
ακινήτου ή την πλαστοπροσωπία. Όμως στο διεθνές πεδίο, όπου η ισχύς
παίζει τον κεντρικό ρόλο “φτιάχνοντας” την ιστορία βάσει των
σκοπιμοτήτων της, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και τα δικαστήρια
(διεθνή και εθνικά) δεν μπορούν να απονείμουν ούτε κατ’ ελάχιστον την,
έστω προβληματική, δικαιοσύνη που απονέμουν τα δικαστήρια σε επίπεδο
ατόμων.Όμως μπορούμε, τουλάχιστον, να ανιχνεύσουμε κάπως τον αυτοπροσδιορισμό και τότε θα διακρίνουμε τρεις όψεις του:
α)Εκείνον που γίνεται με βάση τις ιδιότητες και τα ιδιαίτερα ενδογενή χαρακτηριστικά του έθνους, όπως όταν θεωρείται ότι, για παράδειγμα, ένα έθνος είναι γενναίο ή έξυπνο, στον οποίο φυσικά προσδιορισμό εμφιλοχωρούν συχνά αυταπάτες ή υπερβολές όπως ακριβώς και στα άτομα. Το πού βασίζει κανείς την ταυτότητά του είναι καθ’ ημάς το καίριο ερώτημα, αλλά αυτό δεν είναι θέμα του παρόντος κειμένου.
β)Εκείνον που γίνεται με βάση ορισμένα χειροπιαστά ενδιάμεσα στοιχεία όπως τη γλώσσα και τη θρησκεία, που δεν είναι ακριβώς ιδιότητες αλλά ιστορικά στοιχεία ενσωματωμένα στο παρόν.
β)Εκείνον που γίνεται με βάση τα ιστορικά γεγονότα, ο οποίος εμπεριέχει και το μεγαλύτερο διακύβευμα από τους τρεις, γιατί συνδυάζεται πάντοτε με αλυτρωτικές διαθέσεις και εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον άλλων. Τα παραδείγματα αυτού του είδους είναι πολλά και, ειδικά, στις περιοχές όπου άκμασαν μεγάλοι πολιτισμοί και όπου συναντήθηκαν, συγκρούσθηκαν και αναμείχθηκαν διάφορες εθνικές ή φυλετικές συλλογικότητες τα προβλήματα αυτού του είδους είναι περισσότερο συχνά και δίνουν λαβές (συχνά ισχνές) για κάθε είδους θέση.
Αλλά η επίκληση του αυτοπροσδιορισμού ως πανάκειας για τον προσδιορισμό της ταυτότητας είναι παραπλανητική, γιατί αυτός μπορεί να είναι και αποτέλεσμα μιας επιβεβλημένης παιδείας, ψεύτικης ιστορίας, αυταπάτης και άλλων παρεμβολών από ισχυρότερους παράγοντες που επίσης καθιστούν και τον αυτοπροσδιορισμό μία επιβολή, μόνον που αυτή τη φορά είναι έμμεση. Θα πρέπει όμως να το δούμε καθαρά σαν γεγονός, έστω και αν δεν μπορούμε να το θεραπεύσουμε.
Αν, λοιπόν, οι επικαλούμενοι τον αυτοπροσδιορισμό ως πανάκεια θέλουν να είναι συνεπείς με τη θέση αυτή, θα πρέπει να τον δεχθούν προς κάθε κατεύθυνση και όχι κατ’ επιλογήν. Δηλαδή, θα πρέπει, χωρίς εξαίρεση, το κάθε έθνος που διεκδικεί μία ιστορική ταυτότητα να είναι ελεύθερο να το κάνει, έστω και αν έχουμε διασταύρωση πολλών όμοιων «ταυτοτήτων». Εφ’ όσον όμως υπάρχει η πρόθεση να επιλέξουμε ποιος θα υποχωρήσει και ποιος θα προχωρήσει στην εμπέδωση της ιστορικής του διεκδίκησης, τότε θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν μιλάμε για αληθινό αυτοπροσδιορισμό αλλά για άσκηση πολιτικής και επιβολής ισχύος με παραπλανητική επίκληση ενός ψυχολογικού στοιχείου ελευθερίας (του αυτοπροσδιορισμού). Ένα τελευταίο παράδειγμα αφορά την Ελλάδα και τα Σκόπια και είναι η πρόβλεψη στη Συμφωνία Πρεσπών να διαπραγματευτούν οι δύο χώρες τα στοιχεία εκείνα (π.χ.σύμβολα) της καθεμιάς που προσβάλλουν την άλλη καθώς και η απαγόρευση εκείνων των ενεργειών (ακόμη και από ιδιώτες) που θα είναι πιθανόν να οδηγήσει σε ένταση και εχθρότητα. Δηλαδή, αναγκαστικά ο αυτοπροσδιορισμός της μιας θα μειώνεται και θα αυξάνεται κατά περίπτωση της άλλης. Σε κάθε περίπτωση, ο αυτοπροσδιορισμός δεν θα είναι ελεύθερος όπως διατείνονται αλλά ελεγχόμενος από μία πολιτική συμφωνία και μία ευρύτερη πολιτική διαπλοκή συμφερόντων και επιβολή. Αυτά είναι φυσιολογικές συνέπειες του ότι ο αυτοπροσδιορισμός (αληθινός ή ψεύτικος) εμπεριέχει αναγκαστικά αποκλειστικότητα, όπως και ο προσδιορισμός του ατόμου. Αλλά αυτή η αλήθεια είναι κάτι που δεν λέγεται και χάνεται μέσα σε μία ομιχλώδη επίκληση της ελευθερίας, προετοιμάζοντας τις συγκρούσεις του μέλλοντος.
Σε τέτοιες περιπτώσεις αναπόφευκτα παρεμβαίνουν ισχυροί παράγοντες, εθνικοί και διεθνείς, που χρησιμοποιούν την ένταση της ταυτοτικής αποκλειστικότητας, για να διαμορφώνουν διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και εθνικές συνθήκες στον κόσμο προς όφελός τους, εμπεδώνοντας τον έλεγχό τους.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο βρίσκεται στις αναμείξεις των πληθυσμών μετά από εισβολές και κατακτήσεις. Όσοι δεν δέχονται τα έθνη παρά μόνον ως κατασκευές τα αντιμετωπίζουν ως κάτι μηχανιστικό, ως αναμείξεις ανθρώπων και ηθών, και γι’ αυτό εύκολα βλέπουν να πεθαίνουν και να κατασκευάζονται νέα έθνη απλώς και μόνον λόγω της ανάμειξης. Όμως η εθνογένεση είναι μία πολύ μακρόχρονη και σχετικά δυσεξιχνίαστη διαδικασία και η φύση της συλλογικότητας – και επομένως και του έθνους – είναι σε τέτοιον βαθμό άγνωστη ώστε να μην επιτρέπει απλοποιήσεις. Αυτή όλη η δυσχέρεια επιτρέπει μερικές φορές στην ισχύ να επεμβαίνει «κατασκευαστικά» στα πράγματα, πράγμα όμως που δεν αναιρεί την ύπαρξη του έθνους, αλλά σε κάθε περίπτωση οδηγεί σε συνεχείς συγκρούσεις.
Το τι ακριβώς είναι η εθνική ταυτότητα είναι ένα άλλο ζήτημα, όχι του παρόντος άρθρου, του οποίου αντικείμενο είναι η σχέση του αυτοπροσδιορισμού με την ταυτότητα και μόνον.
Επειδή, λοιπόν, η ιστορία «γεννά» συγκρούσεις και διεκδικήσεις διαφόρων ειδών καθώς και ασυμβίβαστα μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων, γι’ αυτό είναι παραπειστικό το επιχείρημα ότι ο αυτοπροσδιορισμός είναι το μοναδικό και το ηθικότερο κριτήριο, το οποίο πρέπει όλοι να αποδέχονται – είτε παρουσιάζεται, είτε υπονοείται ως τέτοιο.
Τώρα, το ποια είναι η ιστορική αλήθεια, αυτό είναι ένα πρόβλημα, του οποίου η λύση δεν εξαρτάται μόνον από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, επειδή ακόμη και αυτά ερμηνεύονται:
α)Ανάλογα με τα ιδεολογήματα του καθενός, όπως αν κάποιος δέχεται το έθνος ως κατασκευή, τότε εύκολα βλέπει καταστροφή ή ανάδυση εθνών, αφού γι’ αυτόν τα έθνη δεν είναι τίποτε άλλο από αναμείξεις ατόμων με έστω βραχύχρονες κοινές μνήμες και η ιστορία χαρακτηρίζεται από μία ισοπεδωτική ισότητα. Αντιστρόφως, κάποιος σωβινιστής θα ανακαλύπτει παντού το δικό του έθνος και πουθενά τα άλλα έθνη.
β)Από την παρεμβολή της ισχύος που για δικούς της λόγους επεμβαίνει αλλοιώνοντας την ιστορική μνήμη, προκειμένου να πετύχει ορισμένα αποτελέσματα.
γ)Από τα κριτήρια και τα κίνητρα κάποιου στο πώς ερμηνεύει τα γεγονότα. Είναι κριτήριο η δύναμη ή η πολιτιστική ανάπτυξη; Και άλλα. Συνήθως επιλέγεται η δύναμη. Το τι κριτήρια έχει κανείς στην ερμηνεία των γεγονότων εξαρτάται από τα συμφέροντα, τις γνώσεις, την ψυχολογία και τις πεποιθήσεις του. Γι’ αυτό είναι επείγον να μπορέσει κανείς να προσηλωθεί στις διάφορες έννοιες που ρυθμίζουν τη ζωή του, ώστε να κατανοήσει και να διακρίνει σε βάθος, χωρίς να παρασύρεται από τυχοδιωκτισμούς, εγωισμούς, πλάνες και ιδιοτέλειες.
δ)Από την ασφυκτική αίσθηση των ανθρώπων ότι δεν έχουν μέλλον και ότι έτσι μόνον το παρελθόν μπορεί να τους διασφαλίσει και να τους εξυψώσει. Γι’ αυτό συχνά διεκδικούν ένα παρελθόν που δεν τους ανήκει, ή παρερμηνεύουν το παρελθόν τους για να αισθάνονται καλά, ή επαναπαύονται σε ένα παλιό ένδοξο παρελθόν αδιαφορώντας για το παρόν και το μέλλον. Σε όλες τις περιπτώσεις αγνοούν επιδεικτικά το μέλλον και αυτό είναι οπισθοδρόμηση που οδηγεί σε πνευματικό αφανισμό.
Οι παραπάνω επιφυλάξεις δεν αποτελούν άρνηση των ιστορικών γεγονότων και της αναντίρρητης αξίας τους, αλλά προβολή της ανάγκης για σύνεση κατά την επιλογή και ερμηνεία τους. Βέβαια, η ισχύς δεν πρόκειται ποτέ να υποταχθεί στην λογική αυτή ανάγκη, αλλά ως θεός θα προσπαθεί να συντονίσει τον κόσμο κατά το δοκούν, αγνοώντας ακόμη και την γενικά αποδεδεγμένη ιστορία, έως ότου είτε να μην υπάρχει κόσμος είτε να έχει αλλάξει ριζικά ο άνθρωπος. Όμως σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει μόνον η ισχύς, αλλά και οι άνθρωποι. Αυτοί είναι που πρέπει να αναλάβουν τη ζωή τους και την ευθύνη γι’ αυτήν με τα καλύτερα δυνατά κίνητρα και οράματα. Αλλιώς, θα παρακολουθήσουμε σαν άτομα, έθνη και ανθρωπότητα για άλλη μία φορά μία εκτεταμένη καταστροφή και δεν θα μπορούμε να επικαλεστούμε πλέον μια αθωότητα, γιατί θα είναι ανύπαρκτη.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ
Πηγή: