Όλοι όσοι έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μεγαλουπόλεις έχουμε παρατηρήσει τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεσθεί σε αυτές κατά τη διάρκεια των χρόνων. Αλλαγές άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι σύγχρονες πόλεις, πέραν των μεγάλων παγκοσμιουπόλεων που έχουν τη δύναμη να επιβληθούν στην κινητικότητα του κεφαλαίου (βλ. Νέα Υόρκη, Λονδίνο κτλ.), πασχίζουν να προσελκύσουν το κεφάλαιο και να γίνουν οικονομικά ελκυστικές. Αυτό γίνεται μέσω των μειώσεων φόρων και των παροχών μεταφορικών υποδομών υψηλής ποιότητας (στην Αθήνα δεν μειώνονται οι φόροι αλλά οι μεταφορικές υποδομές έχουν όντως βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν χωρίς όμως να μπορούμε να αποκαλέσουμε το μεταφορικό δίκτυο υψηλής ποιότητας ) αλλά και μέσω της βελτίωσης της ποιότητας του αστικού χώρου με τη δημιουργία πολιτιστικών πόλων έλξης και την αναβάθμιση της εικόνας της πόλης μέσω μετασχηματισμών του τοπίου.
Στην Αθήνα έχουν δημιουργηθεί πλήθος μουσείων ωστόσο η εικόνα της πόλης μέσω μετασχηματισμών του τοπίου έχει συντελεσθεί στην παραλιακή οδό και όχι (ακόμα;) στο κέντρο της πόλης που είναι άκρως υποβαθμισμένο. Γενικότερα όμως ο κύριος στόχος της βελτίωσης της εικόνας της πόλης είναι να γίνει ένας οικονομικά ελκυστικά πόλος. Η πόλη λόγω της παγκοσμιοποίησης και της μαζικής μετανάστευσης χάνει την ταυτότητά της παρόλο που η ταυτότητα είναι αυτή που την κάνει τουριστικά ελκυστική.
Οι μεγάλες πόλεις πλέον μοιάζουν η μία με την άλλη. Η προστασία
της πολιτισμικής τους κληρονομιάς είναι ένας τρόπος διαφοροποίησης.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, λόγω ιδεολογικών κυρίως αγκυλώσεων που στρέφονται
εναντίον της ιστορικής ταυτότητάς της αλλά πιθανόν και λόγω πλήρους
άγνοιας, η πολιτιστική κληρονομιά δεν τυγχάνει του ανάλογου σεβασμού και
προβολής ακόμα και εάν αυτή είναι για αυστηρά οικονομικούς λόγους όπως
είναι η ανάπτυξη του αστικού τουρισμού. Η Αθήνα, δεν αποτελεί ακόμα προορισμό αστικού τουρισμού, παρά τις πολλές εξαγγελίες, γιατί ο μέσος όρος διανυκτερεύσεων τουριστών σε αυτή είναι μία με δύο.
Πιθανόν ο λόγος είναι η έλλειψη της ξεχωριστής επωνυμίας και ταυτότητας παρά τα παγκοσμίου βεληνεκούς ιστορικά της μνημεία όπως είναι η Ακρόπολη.
Παρατηρούμε ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική της ακόμα και τα έργα
πολιτιστικού ενδιαφέροντος όπως αυτά που γίνονται στην παραλιακή οδό
είναι απλές απομιμήσεις έργων που γίνονται σε άλλες μεγαλουπόλεις χωρίς
να προτείνουν και να αναδεικνύουν τον τοπικό χαρακτήρα μιας πόλης που
άλλοτε ήταν «διαμαντόπετρα στης γης το δακτυλίδι».
Η Γασποδίνη και Μπεριάτος εύστοχα αναφέρουν ότι το νέο αστικό τοπίο είναι διεθνο-τοπικοποιημένο δηλαδή έχει δύο ακραίες μορφολογίες μία τοπική και μία παγκόσμια. Στην Αθήνα τα όποια έργα είναι έργα βιτρίνας χωρίς να διευκολύνουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ελάχιστοι χώροι πράσινου, έντονη οικιστική ανάπτυξη, πεζοδρόμια και δρόμοι κατεστραμμένοι, μέσα μαζικής μεταφοράς που δεν καλύπτουν τις ανάγκες μετακίνησης του πληθυσμού. Ακόμα και σε επίπεδο δήμων παρατηρούμε την πλήρη απουσία διαμορφώσεων χώρων πράσινου ενώ δίνεται έμφαση στην ωραιοποίηση πλατειών προκειμένου να αυξάνεται ο τζίρος των καφετεριών – καταστημάτων που βρίσκονται εκεί με ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο μόλυνσης και θορύβου.
Η πλατεία Νέας Σμύρνης, εάν και μία από τις μεγαλύτερες πλατείες της Ελλάδας με έκταση είκοσι περίπου στρεμμάτων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής εκμετάλλευσης μίας πλατείας που θα μπορούσε να συντελεί στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής εάν η έμφαση δεν δίνονταν στη στυγνή και ακραία οικονομική εκμετάλλευσή της.
Το νέο τοπίο της Αθήνας έτσι όπως διαμορφώνεται είναι η γκετοποίηση μεγάλων τμημάτων του κέντρου της από μετανάστες βλ. Ομόνοια και περιοχές γύρω από αυτήν. Πιθανόν στα πλαίσια αξιοποίησης του κέντρου ως πόλου επιχειρηματικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, η μορφή των περιοχών αυτών να αλλάξει στο άμεσο μέλλον. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού θα εξαναγκασθούν να μεταφερθούν, λόγω του υψηλού κόστους ζωής που θα δημιουργηθεί στο κέντρο, στα προάστια αλλά όχι σε αυτά στα οποία αναπτύσσεται μία αστικότητα μέσω της δημιουργίας θεματικών πάρκων όπως είναι αυτό που διαμορφώνεται στην παραλιακή ή και των σχεδίων δημιουργίας καζίνο που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργηθεί στην περιοχή του Ελληνικού. Δεν θα μπορέσουν ούτε όμως να μεταφερθούν στις περιοχές με μονοκατοικίες και μεζονέτες όπως είναι π.χ. η Βούλα λόγω υψηλού κόστους.
Η μετατόπιση του πληθυσμού σε περιοχές πιο οικονομικά προσιτές αλλά με ανύπαρκτες υποδομές, θα δημιουργήσει καινούριες περιοχές γκέτο όπως ακριβώς αυτές που έχουν δημιουργηθεί σε άλλες μεγαλουπόλεις του εξωτερικού. Οι φτωχότεροι όμως αυτών θα μετακινηθούν εκτός Αθήνας γιατί το κόστος ζωής (το οποίο είναι ήδη υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα) θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Η πόλη θα είναι βιώσιμη για τους έχοντες βλ. στελέχη επιχειρήσεων και όχι για τους υπόλοιπους. Θα είναι μία πόλη που θα απευθύνεται μόνο σε αυτούς και στους τουρίστες (για τους τελευταίους μόνο εάν και εφόσον προβάλλει μία επωνυμία που να βασίζεται στην υπάρχουσα ιστορική και πολιτισμική της ταυτότητα και δεν προβάλλεται σαν μία πολυεθνική μεγαλούπολη ακριβώς η ίδια με τις άλλες).
Η Αθήνα παρά τις φυσικές της ομορφιές, το καλό της κλίμα, τις παραλίες (είναι η μοναδική πρωτεύουσα στον κόσμο με τόσο μεγάλη ακτή (77,7 χλμ. ) αλλά και τις χαμηλής ποιότητας υποδομές και την άναρχη δόμηση υπήρξε πάντα πόλος έλξης μεταναστών, εσωτερικών μεταναστών στην αρχή , οι οποίοι έρχονταν σε αυτή για να μεταβούν σε άλλες χώρες ή γιατί ήθελαν να μείνουν και να εργασθούν προσωρινά και μετά να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους. Συνεπώς, η πόλη δεν έτυχε της προσοχής και της αγάπης των ίδιων των κατοίκων της αλλά και πολλών δημάρχων της που δεν κατάγονταν από αυτή. Πλέον είναι ένας πόλος έλξης εξωτερικών μεταναστών με προοπτική να γίνει ένας οικονομικός πόλος ανάπτυξης αλλά όπως είπαμε για λίγους.
Τείνει δε να χάσει παντελώς την τοπική της ιδιαιτερότητα λόγω εχθρικών προς αυτή αντιλήψεων και να γίνει άλλη μία άχρωμη μεγαλούπολη σαν τις άλλες, όπου ελάχιστοι από τους γηγενείς της θα μπορούν να παραμείνουν σε αυτή.
Η Γασποδίνη και Μπεριάτος εύστοχα αναφέρουν ότι το νέο αστικό τοπίο είναι διεθνο-τοπικοποιημένο δηλαδή έχει δύο ακραίες μορφολογίες μία τοπική και μία παγκόσμια. Στην Αθήνα τα όποια έργα είναι έργα βιτρίνας χωρίς να διευκολύνουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ελάχιστοι χώροι πράσινου, έντονη οικιστική ανάπτυξη, πεζοδρόμια και δρόμοι κατεστραμμένοι, μέσα μαζικής μεταφοράς που δεν καλύπτουν τις ανάγκες μετακίνησης του πληθυσμού. Ακόμα και σε επίπεδο δήμων παρατηρούμε την πλήρη απουσία διαμορφώσεων χώρων πράσινου ενώ δίνεται έμφαση στην ωραιοποίηση πλατειών προκειμένου να αυξάνεται ο τζίρος των καφετεριών – καταστημάτων που βρίσκονται εκεί με ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο μόλυνσης και θορύβου.
Η πλατεία Νέας Σμύρνης, εάν και μία από τις μεγαλύτερες πλατείες της Ελλάδας με έκταση είκοσι περίπου στρεμμάτων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής εκμετάλλευσης μίας πλατείας που θα μπορούσε να συντελεί στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής εάν η έμφαση δεν δίνονταν στη στυγνή και ακραία οικονομική εκμετάλλευσή της.
Το νέο τοπίο της Αθήνας έτσι όπως διαμορφώνεται είναι η γκετοποίηση μεγάλων τμημάτων του κέντρου της από μετανάστες βλ. Ομόνοια και περιοχές γύρω από αυτήν. Πιθανόν στα πλαίσια αξιοποίησης του κέντρου ως πόλου επιχειρηματικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, η μορφή των περιοχών αυτών να αλλάξει στο άμεσο μέλλον. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού θα εξαναγκασθούν να μεταφερθούν, λόγω του υψηλού κόστους ζωής που θα δημιουργηθεί στο κέντρο, στα προάστια αλλά όχι σε αυτά στα οποία αναπτύσσεται μία αστικότητα μέσω της δημιουργίας θεματικών πάρκων όπως είναι αυτό που διαμορφώνεται στην παραλιακή ή και των σχεδίων δημιουργίας καζίνο που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργηθεί στην περιοχή του Ελληνικού. Δεν θα μπορέσουν ούτε όμως να μεταφερθούν στις περιοχές με μονοκατοικίες και μεζονέτες όπως είναι π.χ. η Βούλα λόγω υψηλού κόστους.
Η μετατόπιση του πληθυσμού σε περιοχές πιο οικονομικά προσιτές αλλά με ανύπαρκτες υποδομές, θα δημιουργήσει καινούριες περιοχές γκέτο όπως ακριβώς αυτές που έχουν δημιουργηθεί σε άλλες μεγαλουπόλεις του εξωτερικού. Οι φτωχότεροι όμως αυτών θα μετακινηθούν εκτός Αθήνας γιατί το κόστος ζωής (το οποίο είναι ήδη υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα) θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Η πόλη θα είναι βιώσιμη για τους έχοντες βλ. στελέχη επιχειρήσεων και όχι για τους υπόλοιπους. Θα είναι μία πόλη που θα απευθύνεται μόνο σε αυτούς και στους τουρίστες (για τους τελευταίους μόνο εάν και εφόσον προβάλλει μία επωνυμία που να βασίζεται στην υπάρχουσα ιστορική και πολιτισμική της ταυτότητα και δεν προβάλλεται σαν μία πολυεθνική μεγαλούπολη ακριβώς η ίδια με τις άλλες).
Η Αθήνα παρά τις φυσικές της ομορφιές, το καλό της κλίμα, τις παραλίες (είναι η μοναδική πρωτεύουσα στον κόσμο με τόσο μεγάλη ακτή (77,7 χλμ. ) αλλά και τις χαμηλής ποιότητας υποδομές και την άναρχη δόμηση υπήρξε πάντα πόλος έλξης μεταναστών, εσωτερικών μεταναστών στην αρχή , οι οποίοι έρχονταν σε αυτή για να μεταβούν σε άλλες χώρες ή γιατί ήθελαν να μείνουν και να εργασθούν προσωρινά και μετά να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους. Συνεπώς, η πόλη δεν έτυχε της προσοχής και της αγάπης των ίδιων των κατοίκων της αλλά και πολλών δημάρχων της που δεν κατάγονταν από αυτή. Πλέον είναι ένας πόλος έλξης εξωτερικών μεταναστών με προοπτική να γίνει ένας οικονομικός πόλος ανάπτυξης αλλά όπως είπαμε για λίγους.
Τείνει δε να χάσει παντελώς την τοπική της ιδιαιτερότητα λόγω εχθρικών προς αυτή αντιλήψεων και να γίνει άλλη μία άχρωμη μεγαλούπολη σαν τις άλλες, όπου ελάχιστοι από τους γηγενείς της θα μπορούν να παραμείνουν σε αυτή.
Πηγή: